«να πρωϊνό το 1963 καν ο Τουρκοκύπριοι τοιμάζονταν νπιτεθον σ θέσεις τς θνοφρουρς τς Κύπρου, ταν μπκε νεωκόρος στερ προσκύνημα το Μανταμάδου, γι ννάψει τ καντήλι το Ταξιάρχη, εδε κατάπληκτος πως λόσωμη εκόνα του λειπε!

Ατή προσδόκητη ξαφάνιση, πο κράτησε μία βδομάδα προκάλεσε σύγχυση κα μεγάλη ταραχ στν εσεβ λα τς νήσου. Ξαφνικ κα μετπ μία βδομάδα εκόνα βρέθηκε πάλι στ θέση της, πως εχε ξαφανιστε, κα τότε κόσμος σύχασε.

Πέρασε καιρς π τότε. να χειμωνιάτικο πρωϊν πάλι νεωκόρος το Μανταμάδου, πο πήγαινε στν κκλησία κουσε ποδοβολητλόγου. Βγαίνει ξω κα βλέπει να νέο, πο μόλις εχε ξεπεζέψει ν σηκώνει στος μους του να κριάρι.

Μπκαν μαζ στν . Να κα νέος προχώρησε στν εκόνα το Ταξιάρχη, πλωσε κε μπροστ τ κριάρι καναψε μία λαμπάδα ση μ τ μπόϊ του. στερα γονάτισε, προσκύνησε τν εκόνα κα χάϊδεψε μ βουρκωμένα μάτια κα τρεμάμενα χείλη τνάγλυφο πρόσωπο τοΑρχαγγέλου λέγοντας:

 « Ατς εναι σωτήρας μου!».

Στ συνέχεια γυρίζει κα λέει συγκινημένος στὸ νεωκόρο. «Ατς, ρχάγγελος Μιχαλ μσωσε π τος Τούρκους».

νεωκόρος κπληκτος π τν σκην το λέει καθς βγαιναν π τν . Ναό, «Πές μου, παιδί μου, τι σου συνέβη;».

 

Τότε νέος ρχισε ν διηγεται τ μεγάλο θαμα, πο σχετίζεται μ τν ξαφάνιση τς εκόνας.

 

«- Στ τελευταα γεγονότα μ τος Τούρκους, πηρετοσα τ στρατιωτική μου θητεία στν Κύπρο.

ταν περασμένα μεσάνυχτα τς 12ης Αγούστου, ταν μς ξάφνιασαν τ πυρ τν Τουρκοκυπρίων.

μασταν πάντα σπιφυλακή, γιατί ξέραμε τί πουλος χθρς ταν πέναντί μας. Μς δυσκόλευαν λίγο ο βολς το πολεμικο τους ναυτικο, λλ δν μς βλαψε καθόλου εροπορία τους. Σ λίγες ρες λέγχαμε τν κατάσταση κα προχωρήσαμε στν ντεπίθεση. Λς κα εχαμε στ πόδια μας φτερά. Τος πήραμε φαλάγγι κα τος κυνηγήσαμε. Λίγο κόμα κα θ τος ρίχναμε στὴ θάλασσα.

 

ν τρέχαμε κράτητοι πνθουσιασμ κα σχεδν κάλυπτοι, βλέπω ξαφνικ μπροστά μου, σ πέντε μέτρα πόσταση, ν ξεπροβάλει νας κανόνιστος γκος. Σταμάτησα πότομα, κα τότε... μέσα στ σύθαμπο τς αγς διέκρινα να Τουρκικ πολυβολεο.

Εδα τν κάννη το πολυβόλου ν στρέφεται πάνω μου καί, μχοντας πο ν καλυφθ, πεσα μ τ πρόσωπο στ γ σκεπάζοντας καλ μ τ κράνος τ κεφάλι μου λέγοντας μέσα μου,

 -Ταξιάρχη μου, σσε μέ!

 Τν δια κρίσιμη στιγμρθε στ νο μου πατέρας μου, πο σώθηκε θαυματουργικπ βέβαιο θάνατο στλβανικ μέτωπο, τάζοντας στν Ταξιάρχη να κριάρι. Τότε ξαναεπα -Ταξιάρχη μου σσε με, κάνοντας καγ τδιο τάμα.

Τν δια στιγμ μ κούφανε νας πολ δυνατς κρότος. πεσα κάτω κα σκέφτηκα τι μ εχαν χτυπήσει ο Τορκοι. Σκέφτηκα τγαπημένα μου πρόσωπα, λλ μετπ λίγο νιωσα ν μκουμπον, ν μ ψάχνουν κα ν μ σηκώνουν. Εχαν ρθει ο δικοί μας κα μ ρωτοσαν,

-Χτύπησες;

ς εσαι;.

φωνή τους κούγονταν σν νταν π μακριά. Σηκώθηκα τότε καφο κοιτάχτηκα πάνω μου δέν… βρκα κανένα τραμα. Τότε θυμήθηκα τ πολυβολεο.

Κοίταξα πρς τ κε, λλ δν εδα τίποτα. Φώναξα ταραγμένος.

-κεκριβς πρχε να τουρκικ πολυβολεο.

Πήγαμε κοντ κα ψάξαμε παντολλ δν πρχε τίποτα. Στ θέση,

ποὺ νόμιζα πὼς ἦταν τὸ τουρκικὸ πυροβολεῖο, ὑπῆρχαν τώρα μόνο συν-

τρίμμια καὶ μία τεράστια τρύπα.

Φαίνεται πώς στὴν κρίσιμη γιὰ μένα στιγμὴ κάποια ὀβίδα πλοίου ἢ κάποιος ὅλμος ἔκανε συντρίμμια τὸ ἐπικίνδυνο πολυβολεῖο, ἐνῶ συγχρόνως κάποια ἀνώτερη δύναμη μὲ φύλαξε τελείως ἀβλαβῆ καὶ ἀπὸ τὰ πυρὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἔκρηξη. Τότε κατάλαβα τὸ μεγάλο θαῦμα».

Ἐκείνη τὴν στιγμὴ ὁ νεωκόρος, ποὺ μέχρι τότε παρακολουθοῦσε

συγκινημένος, πῆρε τὸ λόγο καὶ τοῦ εἶπε,

 

«- Ναί, παιδί μου, ἦταν ὁ Ταξιάρχης. Αὐτὸς σὲ ἔσωσε. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι τότε μὲ τὰ ἐπεισόδια τῆς Κύπρου, εἶχε χαθεῖ ἀπὸ δῶ ἢ εἰκόνα του γιὰ μία βδομάδα»

Ὁ νέος ταράχθηκε γιὰ ἄλλη μία φορά καὶ βουρκωμένος ἀγκάλιασε μὲ τὸ βλέμμα του τὴν εἰκόνα τοῦ Ἀρχαγγέλου γιὰ τὸ μεγάλο θαῦμα, ποὺ τοῦ ἔσωσε τὴν ζωή».