Μέσα στὴ φωτιὰ τοῦ πολέμου κηρύττει Χριστὸ καὶ Ἑλλάδα. Στέκεται δίπλα στὸν πονεμένο Μακεδονικὸ ἑλληνικὸ λαό. Ἔρχεται ἀντιμέτωπος μὲ τὸν κατακτητή. Κινδυνεύει ἡ ζωή του. Νυχτώνει καὶ δὲν ξέρει ἂν θὰ τὸν βρῇ ζωντανὸ ἡ ἡμέρα.

Ξημερώνει καὶ δὲν ξέρει ἂν θὰ τὸν βρῇ ζωντανὸ ἡ νύχτα. Δὲν φοβᾶται. Δὲν σταματᾷ μπροστὰ σὲ κανέναν κίνδυνο, γιατὶ πιστεύει στὸ Χριστὸ καὶ στὴν αἰωνιότητα.

Ὁ τότε Μητροπολίτης Ναυπακτίας Χριστοφόρος μὲ θαυμασμὸ ὁμιλεῖ γιὰ τὸν π. Αὐγουστῖνο. Ὁ ἀρχιμ. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος, ποὺ τὸν ἄκουσε, μᾶς τὰ διηγεῖται.

«Ἦτο κατοχή. Ἤμουν τότε Μέγας Πρωτοσύγκελλος τῆς Ἱ. Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν. Εἶχον μεταβῆ κάποιαν ἡμέραν εἰς τὸ Ὑπουργεῖον Παιδείας. Ἐκεῖ εὗρον τὸν Γερμανὸν Διοικητήν, ὅστις συνωμίλει μετὰ τοῦ Ὑπουργοῦ. Ἡ συνομιλία ἐγίνετο Γερμανιστί. Ἀντελήφθην ὅμως ὅτι θέμα τῆς συνομιλίας ἦτο ὁ πατὴρ Αὐγουστῖνος, ὁ ὁποῖος ὑπηρετοῦσε τότε εἰς τὴν Μακεδονίαν καὶ ὅτι αἱ διαθέσεις τοῦ Γερμανοῦ κάθε ἄλλο παρὰ ἀγαθαὶ ἦσαν διὰ τὸν πατέρα Αὐγουστῖνον.

Παρενέβην καὶ παρεκάλεσα τὸν Ὑπουργὸν νὰ μὲ συστήσῃ καὶ νὰ εἴπῃ εἰς τὸν Διοικητὴν νὰ ζητήσῃ παρ᾿ ἐμοῦ πληροφορίας περὶ τοῦ πατρὸς Αὐγουστίνου…

Μετ᾿ ὀλίγας ἡμέρας ἦλθεν αὐτοπροσώπως ὁ Διοικητὴς εἰς τὸ Γραφεῖον μου ἐν τῇ Ἀρχιεπισκοπῇ μὲ διερμηνέα, καθῶς καὶ μὲ τρεῖς ἄλλους, ἂς τοὺς εἴπω στενογράφους. Ἐτοποθέτησε τὸν ἕνα ἐδῶ, τὸν ἄλλο πάρα κάτω καὶ τὸν ἄλλο πιὸ πέρα. Καὶ τότε ἤρχισεν ἀμέσως ἕνα καταιγισμὸν ἐρωτημάτων πρὸς ἐμέ.

Ὅταν ἐτελειώσαμεν, μοῦ εἶπεν:


Ἔχει ἀποφασισθῆ ἡ ἐκτέλεσις τοῦ Αὐγουστίνου Καντιώτου. Μετὰ όμως τὰ ὅσα μοῦ εἴπατε, διστάζω νὰ προχωρήσω. Θὰ διατάξω νὰ ἀνασταλῇ. Ταυτοχρόνως ὅμως θὰ διατάξω νὰ γίνῃ πλέον ἄγρυπνος καὶ πλέον συστηματικὴ ἡ παρακολούθησίς του. Μὲ τὸ παραμικρὸν ποὺ θὰ προκύψῃ εἰς βάρος του, θὰ ἐκτελεσθῇ, ἀλλὰ θὰ ἔχετε καὶ σεῖς εὐθύνας. Νομίζω ὅτι κάποια καταχθόνια μηχανὴ ὑπάρχει εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ἡ ὁποία τεκταίνεται κακὰ εἰς βάρος τοῦ στρατοῦ κατοχῆς… ».

Ὅταν ἔφυγεν, ἐπῆρα ἀμέσως τὴν πέννα καὶ ἐχάραξα λίγες γραμμὲς εἰς τὸν πατέρα Αὐγουστῖνο·
«Πάτερ Αὐγουστῖνε, συνέβη αὐτὸ καὶ αὐτό. Ἡ ζωή σου κρέμεται σὲ μιὰ κλωστή. Θὰ σὲ παρακολουθοῦν συνέχεια. Πρόσεχε κάθε σου βῆμα. Πρόσεχε, πρόσεχε, πρόσεχε…».


Λαμβάνω, ἀγαπητοί μου, ἕνα γράμμα, συνέχισεν ὁ ἀείμνηστος ἱεράρχης (Ναυπακτίας Χριστοφόρος), ποὺ θὰ ἔπρεπε καὶ ἐγὼ ποὺ εἶμαι ἐπίσκοπος καὶ σεῖς ποὺ εἶσθε λαϊκοί, νὰ τὸ ἔχωμεν ἐπάνω ἀπὸ τὸ κρεββάτι μας καὶ νὰ τὸ διαβάζωμεν κάθε ἡμέραν·

«Ἀγαπητέ μου πάτερ Χριστοφόρε, ἔλαβα τὸ γράμμα σου καὶ σ᾿ εὐχαριστῶ διὰ τὴν ἀγάπην σου. Σ᾿ εὐχαριστῶ καὶ διὰ τὰς συμβουλάς σου, τὰς ὁποίας ὅμως δὲν πρόκειται νὰ τηρήσω. Ἡ ζωή μου δὲν ἀξίζει μιὰ δεκάρα.

Ἂν δὲν μὲ σκοτώσουν οἱ Γερμανοί, κάποια ἀρκούδα τῶν Μακεδονικῶν δασῶν θὰ μὲ φάγῃ. Ἂς πέσω, λοιπόν, ὑπηρετῶν καὶ ὑπερασπιζόμενος τὸν μαρτυρικὸν καὶ ἐγκαταλελειμμένον ἀπ᾿ ὅλους λαόν μας. Ἐὰν δὲν σὲ ἐπανίδω, καλὴν ἀντάμωσιν εἰς τὴν Αἰωνιότητα.

Μὲ ἀγάπην Χριστοῦ
Αὐγουστῖνος».