Δεν μπορούσαν να πουν και τίποτ΄ άλλο, π.χ. πολυέλαιο, γιατί το αιδέσιμο της στιγμής δεν το επέτρεπε. Δεν τολμούσαν όμως και να κάνουν παρατήρηση στον ιερέα, γιατί τον σέβονταν πολύ. Μια μέρα λοιπόν λένε στους επιτρόπους το πρόβλημά τους.

---Ο Ιερέας αργεί πολύ να τελειώσει την ευχή κατά την ώρα του καθαγιασμού των τίμιων δώρων και μεις ερχόμαστε σε αμηχανία. Ψάλλουμε και ξαναψάλλουμε το «Σε υμνούμεν…» αλλά έτσι, νομίζουμε, γίνεται χασμωδία. Δεν του λέτε να συντομεύσει όσο γίνεται ;

Οι επίτροποι διαβίβασαν την παράκληση των ψαλτών στον ιερέα. Εκείνος τους απάντησε :

---Πώς μπορώ να τελειώσω νωρίτερα ; Αυτό δεν εξαρτάται από μένα. Μόλις αρχίσω να διαβάζω την ευχή, η αγία τράπεζα κυκλώνεται από θείο πυρ, που φτάνει τα 2-3 μέτρα ύψος. Κι εγώ δεν μπορώ να πλησιάσω.

Πέφτω κατά γης και προσεύχομαι, ως ότου ευδοκήσει ο Θεός ν΄ αποσυρθεί το θείο αυτό πυρ ή πολλές φορές να χωριστεί στα δύο και τότε εισέρχομαι και συνεχίζω την ευχή «και ποίησον τον άρτον τούτον……».

Οι ψαλτάδες όταν τ’ άκουσαν αυτά, θαύμασαν την αγιότητα του ιερέα τους. Και δεν τόλμησαν να τον ξαναενοχλήσουν.

(Η φωτογραφία προέρχεται από το : orthodoxcityhermit.com).

ΠΗΓΗ : ΠΕΤΡΟΥ ΜΠΟΤΣΗ, "ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ Ο ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ ΤΗΣ ΑΙΓΙΝΑΣ", ΑΘΗΝΑ 1991, σ. 28 κ.ε.

http://tribonio.blogspot.com/2018/07/blog-post_89.html