Εἶδα κι΄ ἐγὼ κάποτε στὴν Κοζάνη κάτι παρόμοιο. Τώρα τὸ ψωμὶ τό ᾽χουμε ἄφθονο· ἀλλὰ τότε, τὸ ᾽42 – ᾽43, στὴ μεγάλη πεῖνα, πῆγα μιὰ μέρα στὴν ἑστία καὶ βλέπω πρωῒ – πρωῒ ἕνα παιδὶ μελανιασμένο καὶ ξυπόλητο.
Ἔτρεμε ἀπ’ τὸ κρύο καὶ σκυμμένο κάτω σάλιωνε τὸ δάχτυλό του καὶ μάζευε ὅ,τι ψίχουλα εἶχαν πέσει ἀπ’ τὸ συσσίτιο.
Ἔτσι ἔκανε καὶ ὁ Λάζαρος. Τέτοιοι «Λάζαροι» ὑπάρχουν πολλοὶ στὴν κοινωνία, ἀλλὰ εἴμεθα κ’ ἐμεῖς σκληροὶ σὰν τὸν πλούσιο.
Ὅταν τὰ Χριστούγεννα ἔρχεται ὁ ἔρανος τὴν «Ἡμέρα τῆς Ἀγάπης», οἱ πολλοὶ λένε· Δὲν ὑπάρχουν φτωχοί… Ἡ Ἐκκλησία ὅμως γνωρίζει πόση δυστυχία ὑπάρχει ἀκόμα.
Ὅποιος ἀμφιβάλλει, ἂς ἔρθῃ νὰ τοῦ δείξω τὰ σπίτια ποὺ ζοῦν οἱ «Λάζαροι». Δὲ γογγύζουν, δὲν ἐπαναστατοῦν, δὲ βγαίνουν στοὺς δρόμους νὰ ζητιανέψουν. Ὑπάρχουν. Τοὺς ξέρει ἡ Ἐκκλησία.
Τί θὰ πῇ Λάζαρος; Εἶνε ἑβραϊκὴ λέξι καὶ ἔχει κι΄αυτή την σημασία της. Σημαίνει «Ἔχει ὁ Θεός», ἔχε ἐμπιστοσύνη σ’ αὐτόν, ὅπως λέει ὁ ποιητής·
«Κι ἂν δὲν μοῦ μείνῃ ἐντὸς τοῦ κόσμου
ποῦ ν’ ἀκουμπήσω, νὰ σταθῶ,
ἐκεῖ ψηλὰ εἶν’ ὁ Θεός μου·
πῶς ἠμπορῶ ν’ ἀπελπισθῶ;».
Ὑπάρχει ὁ Θεός. Ἂν τὸ πιστεύῃς, εἶσαι Χριστιανός· ἂν δὲν τὸ πιστεύῃς, δὲν εἶσαι τίποτα.
Περπατοῦσα κάποτε στὴ Θεσσαλονίκη καὶ βλέπω στὸ δρόμο ἕνα καροτσάκι μὲ τὴν ἐπιγραφή· «Ἔχει ὁ Θεός». Τὸ κινοῦσε ἕνας ποὺ πουλοῦσε πατάτες, ντομάτες, κρεμμύδια. Τὸν πλησίασα καὶ μοῦ ᾽πε τὴν ἱστορία του. Ἦταν Πόντιος πρόσφυγας, πατέρας μὲ ἑπτὰ παιδιά. Πιστεύω στὸ Θεό, λέει· σηκώνομαι τὸ πρωΐ, κάνω τὸ σταυρό μου, ξεκινῶ μὲ τὸ καροτσάκι, κ’ ἔτσι βγάζω τὸ ψωμί μου. Νά ἕνας ἀκόμη Λάζαρος.
Καὶ πῶς τελειώνει ἡ παραβολή; Πέθαναν, λέει, καὶ οἱ δύο, ὁ Λάζαρος καὶ ὁ πλούσιος. Ἀλλὰ τότε συνέβη κάτι φοβερό· δὲν ὑπάρχει Σαίξπηρ καὶ Δάντης νὰ τὸ περιγράψῃ. Ἄνοιξαν τὰ μάτια τοῦ πλουσίου, ποὺ ὣς τότε ἦταν κλειστά, καὶ εἶδε ἕναν ἄλλο κόσμο ποὺ δὲν τὸν περίμενε. Βρέθηκε στὴν κόλασι καὶ ἐκαίετο.
Καὶ ἀπέναντι, σὲ μακρινὴ ἀπόστασι, μέσα στὸν Παράδεισο του Θεού, εἶδε τὸ Λάζαρο κοντὰ στὸν Ἀβραὰμ τὸν ἐλεήμονα. Καὶ φωνάζει·
―Πάτερ Ἀβραάμ, στεῖλε τὸ Λάζαρο, νὰ μὲ δροσίσῃ μὲ μιὰ σταλαγματιὰ νερό, γιατὶ ὑποφέρω. Ὁ Ἀβραὰμ τοῦ λέει·
―Αὐτὸ εἶνε ἀδύνατον· μᾶς χωρίζει «χάσμα μέγα» (Λουκ. 16,26).
―Σὲ παρακαλῶ, στεῖλε τον τοὐλάχιστον στὴ γῆ. Ἔχω πέντε ἀδέρφια, ποὺ ζοῦν ὅπως ζοῦσα κ’ ἐγώ, νὰ τοὺς πῇ ὅτι ὑπάρχει ἄλλος κόσμος.
―Ἔχουν τὸ Μωϋσῆ καὶ τὰς Γραφάς, ἂς τοὺς ἀκούσουν.
―Ὄχι, κύριε, λέει· ἂν κάποιος ἀναστηθῇ ἀπ’ τοὺς νεκροὺς θὰ πιστέψουν. Ἀλλ’ ὁ Ἀβραὰμ τοῦ λέει·
―Ἂν δὲν ἀκοῦνε τὸ Μωϋσῆ καὶ τὰς Γραφάς, οὔτε κι ἂν ἀκόμα ἀναστηθῇ νεκρὸς θὰ πιστέψουν.
* * *
Ὁ Κύριος μᾶς βεβαιώνει, ἀγαπητοί μου, ὅτι ἡ ψυχὴ εἶνε ἀθάνατος καὶ ὅτι ὑπάρχει κόλασι καὶ παράδεισος.
―Μὰ ποιός τὰ εἶδε αὐτά, τὸν ἄλλο κόσμο;
Αὐτὸ ζητᾷς; Ζητᾷς νὰ δῇς; Ναί, ἀλλὰ ἐγὼ σοῦ λέω, ὅτι πολλὰ πράγματα, ἐνῷ δὲν τὰ εἶδες, τὰ πιστεύεις. Ποιός ἀπὸ μᾶς λ.χ. πῆγε στὸ Βόρειο Πόλο, στοὺς Ἐσκιμώους, στὴν Ἀφρική, στὴν Ἰαπωνία, στὴν Αὐστραλία;
Κι ὅμως πιστεύουμε ὅτι ὑπάρχουν, δὲν ἀμφιβάλλουμε, εἴμαστε βέβαιοι. Διότι τὰ εἶδε κάποιος δικός μας καὶ μᾶς βεβαιώνει. Καὶ γιὰ τὴ μετὰ θάνατον ζωὴ λοιπὸν βεβαιώνει ὁ ίδιος ο Χριστός.
Ναί, αὐτὴ εἶνε ἡ πίστις μας. Τὸ πιστεύεις; εἶσαι Χριστιανός. Δὲν τὸ πιστεύεις; μὴν κοροϊδεύεις τὸ Θεό· οὔτε ἐκκλησία νά ᾽ρχεσαι, δὲν ὠφελεῖ σὲ τίποτα. Ἡ ἐκκλησία εἶνε γιὰ τοὺς πιστούς. «Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε» (θ. Λειτ). Πιστεύεις; Ἔλα.
Δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ πολλοὺς ὁ Χριστιανισμός, ἀπὸ μπουλούκια...
Πιστοὺς μόνο θέλει. Γι’ αὐτὸ κάθε φορὰ στὴ θεία λειτουργία, στὸ τέλος τοῦ Συμβόλου τῆς πίστεως, λέμε· «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος· ἀμήν».
Αὐτὴ εἶνε ἡ πίστις μας. Αὐτὰ διδάσκει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο.
Καὶ μ’ αὐτὸ τὸ φρόνημα νὰ προσέξουμε κ᾽ ἐμεῖς νὰ ζήσουμε σωστά στὸν κόσμο, τὸ μικρὸ αυτό διάστημα χρόνου τοῦ βίου μας πού μάς αναλογεί...Αμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος