ταν παιδι θρήσκων νθρώπων, πο μεσ’ τν κκλησία κα παπάδων κόμα κα θεολόγων κανθρώπων πο κάνουν τος θρήσκους κα τος πολλούς, δοκίμασαν τ παιδιά τους ν γίνουν μοναχοερες, ατο ονθρωποι γιναν χειρότεροι καπ δαίμονες.
ξανέστησαν ναντίον τν πάντων. γιναν ο χειρότεροι χθρο τν νθρώπων. Θυμμαι γονες ποφερναν τ παιδι τος ες τς μιλίες κα, ταν τ παιδ τος κάποια στιγμκαμε να βμα παραπάνω, γιναν ο χειρότεροι νθρωποι, πολεγαν τ χειρότερα λόγια.

Καγ τος λέω: μσφερες τ παιδί σου στν μιλία, δν τφερα γώ. Κα μία φορά επα σναν πατέρα, ταν βλεπα τι κόρη του, τέλος πάντων, εχε ζλο στν κκλησία, το λέω: Κοίταξε,  μν τν ξαναφέρεις στν μιλία. Μν τν ξαναφέρεις ν τς μιλήσω, διότι κόρη σου θ γίνει μοναχ κα….αριο θ σο φταίω γώ.

χι, πάτερ μου, λοίμονο, μες σ λατρεύουμε. Καγινε κόρη το μοναχ· φτ χρόνια κα δν μο μιλκόμα!

νθρωποι πο δν χαναν μιλία, τσι; …δν χαναν μιλία! ταν πάντοτε ο πρτοι. μιλίες, γρυπνίες, βιβλία, ξέρω ‘γ, τ πάντα… Καφερναν κα τ παιδιά τους, καταν ρθεν ρα πο τ παιδ τος μέσα στν λευθερία του, τέλος πάντων, ποφάσισε ναν δικό του δρόμο, τότε ονθρωποι ατογιναν τελείως στντίθετο στρατόπεδο καπέδειξαν τι γι ατος Χριστς δν εχε μιλήσει ποτ μς στν δική τους τν καρδιά.

πλς ταν θρσκοι νθρωποι. Γι΄ ατ ο θρσκοι νθρωποι εναι τ πι δύσκολο εδος μέσ’ στν κκλησία. Γιατί, ξέρετε κάτι; Ατο ονθρωποι καμμι φορ δν θ θεραπευθον. Γιατί νομίζουν τι εναι κοντ στν Θεό. ν ομαρτωλοί, ξέρω ΄γ, ο χαμένοι ς πομε, τσι;… ατο ξέρουν τι εναι μαρτωλοί.

Γι
ὰ αὐτὸ ὁ Χριστὸς εἶπε ὅτι οἱ τελῶνες καὶ οἱ πόρνες θὰ πᾶν στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ εἶπε στοὺς Φαρισαίους: Ἐσεῖς, ἐσεῖς ποὺ εἴστε θρῆσκοι, δὲν θὰ πᾶτε ποτὲ στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γιατί οὐδέποτε ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἄλλαξε τὴν καρδιά τους. Ἁπλῶς ἀρκοῦνταν στὴν τήρηση τῶν θρησκευτικῶν τύπων.

τσι λοιπν μες ς προσέξουμε τν αυτόν μας, ν καταλάβομε τι κκλησία εναι να νοσοκομεο πο μς θεραπεύει, μς κάμνει νγαπομε τν Χριστν, καγάπη το Χριστο εναι μία φλόγα πονάβει μέσ’ στν καρδιά μας, κα νξετάζομε τν αυτόν μας ἐὰν βρισκόμαστε στν γάπη το Θεο. Ἐὰν βλέπομε μέσα μς λες ατς τς κακίες κα τς νιδιοτέλειες κα τς πονηρίες, τότε πρέπει ννησυχομε.

Γιατί δ
ὲν εἶναι δυνατὸν ὁ Χριστὸς νὰ εἶναι μέσα στὴν καρδιά μας καὶ νὰ  ’μαστε γεμάτοι ξύδι.

Πς εναι δυνατ ν προσεύχεσαι κα ν εσαι γεμάτος χολναντίον τολλου νθρώπου. Πς εναι δυνατ ν διαβάζεις τ Εαγγέλιο κα ν μν δέχεσαι τν δερφόν σου. Πς εναι δυνατ ν λς «χω τόσα χρόνια στν κκλησία», χω τόσα χρόνια πο  ’μαι μοναχς κληρικς τιδήποτε, καμως τλφα τς πνευματικς ζως…  Πο ’ναι γάπη. Πο  ’ναι τ νπομένεις τν δερφόν σου, ν κάνεις λίγο πομον;

Μὲ τὸ νὰ μὴν τὸ δέχεσαι, σημαίνει τίποτα δὲν ἔκαμες· τίποτα· ἀπολύτως τίποτα. Τίποτα ἀπολύτως.

δ Χριστς φτασε στ σημεο ν πε -γι τς παρθένες κενες- τι δν εχε καμμι σχέση μαζί τους. Τος πέταξε ξω π τν νυμφώνα, παρ’ λα πο ‘χαν λες τς ρετς, γιατί δν εχαν τν γάπη. Διότι θελε ν τος πετι μπορε νχετε ρετς ξωτερικς, μπορε ν μείνατε παρθένες, μπορε ν κάματε χίλια πράματα, λλ δν κατορθώσατε τν οσία ατο πο εχε σημασία πάνω π’ λα. Ἐὰν ατ δν τ καταφέρεις, τί τ θέλεις τλλα λα;
Τί τ
ὰ θέλω ἐγὼ τώρα: ἂν τρώω λάδι σήμερα ή δὲν τρώω λάδι. Μπορεῖ νὰ μὴν τρώω λάδι, ἂς ποῦμε, καὶ νὰ τρώω τὸν ἀδερφό μου ἀπὸ τὸ πρωὶ ὡς τὴν νύχτα.

λεγαν ες τγιον ρος, λέει, «μν ρωτς ν τρώω ψάρι»… «τν ψαρ ν μν φάς κα ψάρι φάε» «τν λαδ ν μν φάς κα φάε μία σταξι λάδι».

Τ
ὸ νὰ φάεις τὸν ἄλλον μέ τὴν γλώσσα σου εἶναι πολὺ χειρότερο ἀπὸ τὸ νὰ φᾶς μία κουταλιὰ λάδι. Καμως, στέκομεν κε: τρμε λάδι, δν τρμε λάδι, τρμε ψάρι, δν τρμε ψάρι, ξέρω ‘γ, βούτηξε τ κουτάλι στλλο φαγ κα μπορε ν τσακωθομε, κε, ν σκοτωθομε μ τν λλον νθρωπο, γιατί βούτηξε τ κουτάλι προηγουμένως σνα λλο φαΐ ( καί μού μαγάρισε μετά το δικό μου ).

Καταλαβαίνετε πόσο γελοία ε
ναι τοτα τ πράγματα;… κα μς κοροϊδεύουν κα ο δαίμονες λλ κα ονθρωποι πο εναι κτς κκλησίας…

Κα, ταν μπαίνουν κοντά μας, ντ ν βλέπουν τος νθρώπους τς κκλησίας μεταμορφωμένους σ Χριστησο, ν ’ναι γλυκες νθρωποι κα ν ’ναι ριμοι νθρωποι, σορροπημένοι, λοκληρωμένοι νθρωποι, νθρωποι γεμάτοι ρμονία, ς πομε, μέσα τους, μς βλέπουν, δυστυχς, μλα ατ τ πάθη μας καλες κενες τς ξινίλες μας, κα λένε: Ἔ, νὰ γίνω ἔτσι; Καλύτερα νὰ μοῦ λείπει.


σ πο πς στν κκλησία… τί σφέλησε κκλησία;

πως λέγαμε χτς: Πγες στ προσκυνήματα, εδες τος πατέρες, εδες τγια λείψανα, εδες τγιον ρος, τν Παναγία τς Τήνου, λα ατ· πήγαμε-ρθαμε.

Ποι
ὸ τὸ ὄφελος, τελικὰ, ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὰ πράγματα; Μεταμορφώθηκε ἡ καρδιά μας;  Γίναμε πιὸ ταπεινοὶ ἄνθρωποι; Γίναμε πιὸ γλυκεῖς ἄνθρωποι; Γίναμε πιὸ πραεῖς ἄνθρωποι εἰς τὸ σπίτι μας, εἰς τὴν οἰκογένειά μας, στὸ μοναστήρι μας, ξέρω ’γῶ, ἐκεῖ ποὺ ἐργαζόμαστε; Αὐτὸ ἔχει σημασία.

Ἐὰν δν τ καταφέραμε ατ τ πράγματα, τουλάχιστον ς γίνομεν ταπεινοί.

Μέσα π τν μετάνοια. ς γίνομε ταπεινοί. Ἐὰν οτε κα ατ τ καταφέραμε, τότε εμαστε ξιοι πολλν δακρύων, τσι; Εμαστε γι κλάματα. Διότι δυστυχς χρόνος περν κα χάνεται καμες μετρομε χρόνια.

λεγε γέρων Παίσιος, ταν τν ρωτοσαν «Γέροντα πόσα χρόνια χεις σ στγιο ρος;»

Λέει:  
γρθα τν δια χρονι πορθε τ μουλάρι το γείτονα. γείτονάς του, γερτος, εχε να μουλάρι, κα, ξέρετε, στγιον ρος κάθε κελχει κανα ζο, να μουλάρι, πο κουβαλον τ πράγματά τους. , τ ζο ατ ζε  πολλ χρόνια· δν γοράζεις κάθε μέρα μουλάρια· εναι κριβά. Λοιπόν, τὴν χρονιὰ ποὺ ἦρθα ἐγὼ, λέει, στὸ Ἅγιον  Ὅρος, ἀγόρασε καὶ ὁ γείτονας τὸ μουλάρι του. Ἔχομε τὰ ἴδια χρόνια στὸ Ἅγιον Ὅρος, ἀλλὰ τὸ καημένο ἐκεῖνο ἔμεινε μουλάρι καὶ ἐγὼ τὸ ἴδιο ἔμεινα. Δὲν ἄλλαξα.

Λοιπν, λέμε, πολλς φορς, γχω σαράντα χρόνια, κα τ λέμε μες ο παπάδες κα ο καλόγεροι ατ τ πράγματα… χω σαράντα χρόνια στ μοναστήρι. Μ, τ χρόνια εναι ες βάρος σου. Θες θ σο πε:

Σαράντα χρόνια, κα
κόμα δν κατάφερες ν γίνεις τίποτα; χεις σαράντα χρόνια· κόμα θυμώνεις, κόμα κατακρίνεις, κόμα ντιλογες, κόμα νθίστασαι, κόμα δν ποτάσσεσαι;

χεις σαράντα χρόνια κα δν μαθες τλφα, τ πρτο πράγματα τς μοναχικς ζως, τς χριστιανικς ζως; Τί ν κάμω τ χρόνια σου; Τί ν σ κάμω, ν χεις πενήντα χρόνια μ ψωμολογσαι κα δν μπορες νπαντήσεις στν λλον μναν καλό του λόγο; Τί ν κάμω λα ατ τ πράγματα;

( επίσκοπος Λεμεσού Αθανάσιος )

http://agathan.wordpress.com

http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr/2014/02/blog-post_1936.html#more