Στὴν Καινὴ Διαθήκη ἐπαναλαµβάνεται τὸ γεγονὸς ἀπὸ τὰ Ἴδια τὰ χείλη τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου: «ἔβρεξεν πῦρ καὶ θεῖον ἀπ᾽ οὐρανοῦ καὶ ἀπώλεσεν πάντας» (Λουκ. 17, 29). Ἐνῶ ἡ τελικὴ ἀπώλεια τῶν διαπραξάντων αὐτὴν τὴν ἁµαρτία ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ τὸ ἀψευδὲς στόµα τοῦ Κυρίου µας πολλάκις (βλ. Ματθ. 10, 15. 11, 23-24. Λουκ. 10, 12). Γι᾽ αὐτὸ καὶ διαβάζουµε στὴν ἐπιστολὴ τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου, τὴν ὁποία ἀποστέλλει στοὺς Κορινθίους, τὰ ἑξῆς: «Μὴ πλανᾶσθε· οὔτε πόρνοι οὔτε εἰδωλολάτραι οὔτε µοιχοὶ οὔτε µαλακοὶ οὔτε ἀρσενοκοῖται οὔτε κλέπται οὔτε πλεονέκται, οὐ µέθυσοι, οὐ λοίδοροι, οὐχ ἅρπαγες βασιλείαν θεοῦ κληρονοµήσουσιν» (Α´ Κορ. 6, 9). Στὴν δὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν µαθητή του Τιµόθεο γράφει: «[…]ἀρσενοκοίταις, […] καὶ εἴ τι ἕτερον τῇ ὑγιαινούσῃ διδασκαλίᾳ ἀντίκειται» (Α´ Τιµ. 1, 10).

Ὡς ἐκ τῶν ἀνωτέρω, ἡ ἀρσενοκοιτία κολάζεται ὡς παρὰ φύσιν ἀσέλγεια καὶ ὡς ἀδίκηµα καὶ ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας µας. Ὁ Ζ´ κανόνας τοῦ Μ. Βασιλείου, ὁ ὁποῖος ἐπικυρώθηκε ἀπὸ τὸν Β´ τῆς Πενθέκτης Οἰκουµενικῆς Συνόδου, διαλαµβάνει τὰ ἑξῆς: «Ἀῤῥενοφθόροι καὶ ζωοφθόροι καὶ φονεῖς καὶ φαρµακοὶ καὶ µοιχοὶ καὶ εἰδωλολάτραι τῆς αὐτῆς καταδίκης εἰσὶν ἠξιωµένοι (Βλ. ΞΒ´τοῦ ἰδίου καὶ Δ´ Γρηγ. Νύσ.).

Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ προαναφερθέντα, οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας µας σὲ πολλὰ σηµεῖα τῆς διδασκαλίας τους κατακεραυνώνουν τὴν πράξη αὐτὴ καὶ καταδικάζουν τοὺς ἁµαρτάνοντας, ἐὰν δὲν µετανοήσουν.

 

Ἀνέκαθεν, ἡ ὁµοφυλοφιλία ἀντιµετωπιζόταν ὡς ἀφύσικο, ἀντιανθρώπινο καὶ ἀντικοινωνικὸ φαινόµενο. Στὴν σύγχρονη ἐποχή, ὅπου τὰ πάντα γκρεµίζονται καὶ ἐπικρατεῖ σύγχυση παντοῦ, φθάσαµε στὸ σηµεῖο νὰ ἀποδεχώµεθα καὶ νὰ παρουσιάζουµε ὡς φυσικὸ καὶ φυσιολογικὸ φαινόµενο τὴν ὁµοφυλοφιλία.

Καὶ ὄχι µόνον αὐτό, ἀλλὰ νὰ ὁµιλοῦµε στὸ Ὀρθόδοξο Ἑλληνικὸ Ἔθνος καὶ νὰ συζητῆται στὸ Κοινοβούλιο –ἄκουσον, ἄκουσον !!!– νὰ νοµοθετηθῆ ὁ γάµος τῶν ὁµοφυλοφίλων καὶ ἡ τεκνοθεσία ὑπ᾽ αὐτῶν! Παραβλέπουν –ἀκόµα καὶ πολλοὶ θεολόγοι, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί– αὐτὸ τὸ ὁποῖο µᾶς λέγει ἡ θεόπνευστος Ἁγία Γραφὴ στὸ βιβλίο τῆς Γενέσεως «ᾗ ἡµέρᾳ ἐποίησεν ὁ θεὸς τὸν Ἀδάµ, κατ᾽ εἰκόνα θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν· ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτοὺς καὶ εὐλόγησεν αὐτούς» (Γεν. 5, 1-2).

Τὸ νὰ συζητοῦµε, βεβαίως, γιὰ τεκνοθεσία ἀπὸ ὁµόφυλα ζευγάρια εἶναι ἔξω ἀπὸ κάθε νοµιµότητα Ἁγιογραφική, Ἁγιοπατερικὴ καὶ ἐπιστηµονική. Ἀλλά, γιὰ νὰ ἔχῃ ὑπόσταση ἡ παραπάνω θέση, Μακαριώτατε, πρέπει πρῶτα νὰ καταδικασθῇ ἡ ὁµοφυλοφιλία, κάτι ποὺ δὲν τὸ πράξατε.

Ὅπως ἀντιλαµβανόµεθα, ἡ ὁµοφυλοφιλία δὲν δύναται νὰ δικαιωθῇ ἀπὸ καµµία ἐκκλησιαστικὴ διδασκαλία, ἀλλὰ πιστεύουµε οὔτε καὶ ἀπὸ κανέναν λογικῶς καὶ φυσιολογικῶς σκεπτόµενο ἄνθρωπο. Ἐὰν ὑπάρχῃ σωµατικὴ βλάβη, πρέπει νὰ ἐπεµβαίνῃ ὁ ἰατρός. Ἐὰν εἶναι κληρονοµικὴ ροπὴ ἢ µᾶλλον κακὴ συνήθεια, πρέπει νὰ ὑπάρχῃ σκληρὸς ἐκκλησιαστικὸς – πνευµατικὸς ἀγώνας ἀπὸ τὸν πάσχοντα, ὥστε µὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ τὸ ξεπεράση.

Μακαριώτατε, σὲ αὐτὲς τὶς δύσκολες ἀπὸ πάσης πλευρᾶς ἡµέρες ποὺ διερχόµεθα, πρέπει Ἐσεῖς προσωπικῶς καὶ ὅλοι οἱ Θεολόγοι, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί, νὰ κηρύσσουµε τὴν ἀλήθεια ἀλώβητη ἐπὶ τοῦ θέµατος αὐτοῦ, ὥστε ὁ λαὸς νὰ πληροφορῆται καὶ νὰ πορεύεται ὀρθά, ἀλλὰ καὶ τὴν δικαία ὀργὴ τοῦ Θεοῦ νὰ ἀποµακρύνουµε.

Μετὰ βαθυτάτου σεβασµοῦ

ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ

ΙΕΡΟΚΗΡΥΞ Ι. Μ. ΠΑΤΡΩΝ  Δρ ΚΑΝΟΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ