Γέλια, φωνές, λες κι ήρθε το τσίρκο.

Ο δάσκαλος δεν μας μάλωσε, δεν είπε τίποτε.

Έβαλε τον Τάκη να καθίσει στο πρώτο θρανίο και μας ανακοίνωσε πως κάθε λίγες ημέρες ένα παιδί απ’ όλους εμάς θα καθόταν δίπλα στον Τάκη και θα είχε την ευθύνη του, έτσι ώστε ο Τάκης να μην χάνει τα μαθήματα, να βρίσκει τα μολύβια και να μαζεύει τα πράγματα του, να έχει βοήθεια στο διάβασμα.

Φρίξαμε! Θα καθόμασταν μαζί με τον Τάκη; Μα ο Τάκης έχει σάλια. “Θα του μάθετε να τα σκουπίζει.”

Μα ο Τάκης μας πειράζει, μας χτυπάει, μας ενοχλεί. “Θα σταματήσετε να τον πειράζετε, να τον χτυπάτε, να τον ενοχλείτε.” Μα ο Τάκης δεν ξέρει να διαβάζει καν. “Θα τον βοηθήσετε εσείς, να μάθει να διαβάζει…”

Κι έτσι εκείνη η τάξη στην 6η Δημοτικού εκείνη την αξέχαστη χρονιά ανέλαβε τον Τάκη.

Κάθισα κι εγώ μαζί του σαν ήρθε η σειρά μου και τον θυμάμαι τόσο χαρούμενο και γελαστό, τόσο γενναιόδωρο για τη βοήθεια, τόσο αγωνιστή και τόσο ευτυχισμένο για πρώτη φορά!

Θυμάμαι να προσπαθώ να τον κάνω να πει το όνομα μου κι όταν τα κατάφερε τι απίθανο ήταν εκείνο το χειροκρότημα και το άναρθρο δυνατό του γέλιο με το λαμπερό πρόσωπο θα μου μείνει αξέχαστο.

Στο τέλος της χρονιάς ο Τάκης είχε μάθει να διαβάζει, μάζευε τα πράγματα του, πάντα ερχόταν προετοιμασμένος για την επόμενη ημέρα και το πιο σημαντικό είχε φίλους.

Έπαιζε με τ’ αγόρια ποδόσφαιρο και με τα κορίτσια κυνηγητό κι αν και ήταν άτσαλος και αργός πάντα ήταν μαζί μας στα ομαδικά παιχνίδια.

Έκανε για πρώτη φορά παρέλαση, περήφανος κι όλοι τον χειροκροτούσαν παρόλο που έχανε το βήμα του, επιτέλους αποδεκτός μπροστά σε όλους εκείνους που τον είχαν σαν παιχνίδι.

Στο τέλος της χρονιάς ο Τάκης ήταν ο προστατευόμενός μας, κανείς δεν τον πείραζε, κανείς δεν τον ενοχλούσε, δεν ανεχόμασταν λέξη για εκείνον.

Ο Τάκης είχε γίνει από ιδιαίτερος ξεχωριστός. Σπάνιος, ήταν δικός μας και νιώθαμε κι εμείς ξεχωριστοί μαζί του.

Την τελευταία ημέρα στο σχολείο, θυμάμαι τη μαμά του Τάκη. Κρατούσε στα χέρια της τα χέρια του δασκάλου, είχε το πρόσωπό της κολλημένο σε εκείνα τα ντροπαλά του χέρια, τα φιλούσε κι έκλαιγε κι έκλαιγε με λυγμούς ψιθυρίζοντας ευχαριστώ, ευχαριστώ. Ήταν η τελευταία του χρονιά στο σχολείο η 6η Δημοτικού. Δεν πήγε ποτέ στο γυμνάσιο ο Τάκης.

Η μαμά μου ακόμη τον θυμάται και κλαίει. Ακόμη θυμόμαστε εκείνον το δάσκαλο τον καταπληκτικό εκείνο άνθρωπο που μας έκανε το μεγαλύτερο δώρο που μπορούσε να κάνει ένας δάσκαλος. Μας έκανε υπεύθυνους ανθρώπους.  Δραγανίδης ήταν το όνομά του.

Δεν έχω γράψει ποτέ μου ονόματα μα θα κάνω μια εξαίρεση για αυτόν τον ξεχωριστό παιδαγωγό. Ο κ. Δραγανίδης νέος, ξανθός, μουσάτος, ψηλός, αδύνατος κι όμορφος, σαν τον Χριστό τον ίδιο.

Όπου κι αν είσαι δάσκαλε, καλή σου ώρα και σε ευχαριστώ!

πηγή