Στην Ιερουσαλήμ, ο Ιησούς κήρυξε, σταυρώθηκε, έδειξε στον κόσμο το θαύμα της Ανάστασης, αναλήφθηκε και την Πεντηκοστή, ιδρύθηκε η Εκκλησία του Χριστού.

Στην Ιερουσαλήμ πραγματοποιήθηκαν οι πρώτες Αποστολικοί Σύνοδοι, θέτοντας τα θεμέλια για την οργάνωση της Εκκλησίας.

Η πιο γνωστή από αυτές τις Αποστολικές Συνόδους είναι στα Ιεροσόλυμα, η οποία περιγράφεται λεπτομερώς στην Καινή Διαθήκη και έλαβε χώρα γύρω στο 49 μ. Χ.

Εκείνη η Σύνοδος αποφάσισε τότε την απαλλαγή των εξ εθνών χριστιανών από τις διατάξεις του Νόμου και όρισε ως μόνη υποχρέωσή τους να τηρούν την απόφασή της του «απέχεσθαι ειδωλοθύτων και αίματος και πνικτών και πορνείας· εξ ων διατηρούντες εαυτούς ευ πράξατε».

Όλα αυτά είναι καταγεγραμμένα στην επιστολή της Συνόδου, η οποία απευθύνεται προς τους πρώτους Χριστιανούς της Αντιοχείας, της Συρίας και της Κιλικίας.

---- Αργότερα πραγματοποιήθηκαν Σύνοδοι γενικής Ορθόδοξης σημασίας στην Ιερουσαλήμ;

---- Ναι, υπάρχουν πολλά τέτοια παραδείγματα. Το πιο εντυπωσιακό ιστορικό γεγονός για την σύγκληση από τον Πατριαρχείο των Ιεροσολύμων μιας τέτοιας Πανορθοδόξου Συνάξεως είναι η Σύνοδος των Προκαθημένων των Ανατολικών Εκκλησιών, τον Απρίλιο του 1443.

Τότε πραγματοποιήθηκε στα Ιεροσόλυμα μια Ορθόδοξη Σύνοδος, στην οποία καταδικάστηκε η ένωση του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως με την Ρώμη, στη Φεράρα-Φλωρεντία.

Η σύνοδος συγκλήθηκε στις 6 Απριλίου 1443 υπό την προεδρία του Πατριάρχου Ιωακείμ (1431-1450), με τη συμμετοχή του Πατριάρχου Αντιοχείας Δωροθέου (1435-1451) και του Πατριάρχου Αλεξανδρείας Φιλοθέου (1435-1459).

Επίσης συμμετείχε ο Μητροπολίτης Καισαρείας της Καππαδοκίας και έξαρχος πάσης Ανατολής Αρσένιος όπως και άλλοι επίσκοποι από την Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως.

Ο λόγος για την σύγκληση αυτής της Συνόδου, ήταν η έκκληση ενός Ιεράρχη του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, του Μητροπολίτη Αρσενίου, προς τους Πατριάρχες της Ανατολής, λόγω του σοβαρού προβλήματος που δημιούργησε ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, με τον διορισμό ουνιτών επισκόπων, στις Ορθόδοξες επισκοπές.

Δεν μπορούσε να απευθυνθεί στον Πατριάρχη του ο Αρσένιος και απευθύνθηκε στη Σύνοδο των Πατριαρχών της Ανατολής.

Στην Σύνοδο καταρτίστηκαν και εγκρίθηκαν διάφορες αποφάσεις, οι οποίες καταδίκασαν την ουνία στη Φεράρα-Φλωρεντία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως με τη Ρώμη και επίσης καταδικάστηκε ο ουνίτης Πατριάρχης Μητροφάνης Β΄ (1440-1443) καθώς και όλοι Ιεράρχες που αποδέχτηκαν την ένωση.

Στην απόφαση αυτής της Συνόδου, η γενομένη στην Ιταλία, Σύνοδος Φεράρας-Φλωρεντίας μεταξύ των Ιεραρχών της Κωνσταντινουπόλεως και των Λατίνων, κηρύχθηκε ως «μιαρά» και οι χειροτονίες Ιεραρχών και άλλων κληρικών που έγιναν από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος αποσχίσθηκε από την Ορθοδοξία, κηρύχθηκαν ως «κενές και μη ιερές…μέχρι της Ιεροκανονικής διευθετήσεώς τους, καθολικά από την Εκκλησία».

Επίσης, ο Μητροπολίτης Αρσένιος, ως «κήρυξ της ευσεβείας και της Ορθοδοξίας», εξουσιοδοτήθηκε από την Πανορθόδοξη Σύνοδο της Ιερουσαλήμ να πληροφορήσει σύμπασα την Ορθόδοξη Εκκλησία για την απόφαση αυτή, και διατασσόταν «να κηρύττει παντού την Ορθόδοξη ακρίβεια χωρίς να φοβάται, ούτε τον αυτοκράτορα ούτε τον Πατριάρχη ή οποιονδήποτε άλλον, μη ορθοτομούντα τον λόγον της αληθείας».

--- Αυτό είναι το μοναδικό παράδειγμα μια τέτοιας Συνόδου στα Ιεροσόλυμα κατά τους μετα-αποστολικούς χρόνους;

--- Όχι. Η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν πολλά παραδείγματα από την ιστορία της Εκκλησίας.

Στην Εκκλησία των Ιεροσολύμων πραγματοποιήθηκαν πολλές τέτοιες Σύνοδοι. Εάν πρέπει να αναφερθώ σε όλες, θα έπρεπε να γράψω μια ολόκληρη διατριβή.

Για παράδειγμα, στους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού, το 190, πραγματοποιήθηκε η Σύνοδος των Ιεροσολύμων, η οποία προσπάθησε να επιλύσει τις έριδες για το Πάσχα και να καθορίσει μια κοινή ημερομηνία εορτασμού του Πάσχα για όλους τους χριστιανούς.

Το 393, η Εκκλησία των Ιεροσολύμων πραγματοποίησε μια Σύνοδο στην Παλαιστίνη της Καισάρειας, όπου εξετάστηκε η έριδα για την κανονική εκλογή του Πατριάρχη Αντιοχείας Φλαβιανού (381-404), του οποίου η νομιμότητα αμφισβητήθηκε από το θρόνο της Ρώμης.

Η έριδα είχε γενικό χριστιανικό χαρακτήρα και η Εκκλησία των Ιεροσολύμων αντέδρασε έντονα προς την Εκκλησία της Ρώμης και αποφάσισε να αναγνωρίσει τον επίσκοπο Φλαβιανό και να τον μνημονεύει ως τον μοναδικό Προκαθήμενο της Εκκλησίας της Αντιόχειας.

Το 415 ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Ιωάννης Β΄ συγκάλεσε μια Σύνοδο, η οποία εξέτασε τις κατηγορίες του Ισπανού πρεσβυτέρου Παύλου Οροσία σχετικά με τις διδασκαλίες των μοναχών Πελαγίου και Κελεστίνου, οι οποίοι στη Ρωμαϊκή Εκκλησία ήταν σε έριδα με τον Άγιο Αυγουστίνο.

Και το 453 από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Ιουβενάλιο συγκλήθηκε Σύνοδος στα Ιεροσόλυμα με την οποία καταδικάστηκαν οι αποφάσεις της "ληστρικής" Συνόδου της Εφέσου του 449, η οποία διεξήχθη υπό την προεδρία του Πατριάρχη Αλεξάνδρειας Διοσκόρου, ο οποίος έπεσε σε μονοφυσιτισμό.

Μια άλλη πολύ γνωστή Σύνοδος που έγινε στα Ιεροσόλυμα ήταν το 513, κατά την οποία καταδικάστηκε η μονοφυσιτική αίρεση που επικρατούσε την εποχή εκείνη στην Κωνσταντινούπολη και γενικότερα στο Βυζάντιο.
Υποστηρικτής του μονοφυσιτισμού ήταν τότε ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Αναστάσιος (491-518).

Υπό την επιρροή του, ο μονοφυσιτισμός άρχισε να κυριαρχεί στην Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως και την Εκκλησία της Αντιόχειας.

Οι μονοφυσίτες, με την υποστήριξη των αρχών, πραγματοποίησαν πραξικόπημα και ανέτρεψαν τον νόμιμο Πατριάρχη Φλαβιανό Β΄, ο οποίος αρνήθηκε να αποδεχθεί αυτή τη διδασκαλία.

Τότε η Σύνοδος, που συγκλήθηκε στα Ιεροσόλυμα, καταδίκασε τη νέα διδασκαλία και τις ταραχές που γίνονταν στις Τοπικές Εκκλησίες και έστειλε επιστολή διαμαρτυρίας στον Βυζαντινό Αυτοκράτορα Αναστάσιο.
Ακολουθεί ακόμα ένα άλλο παράδειγμα.

Η Σύνοδος στα Ιεροσόλυμα, η οποία πραγματοποιήθηκε το 764, κατά την οποία ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Θεόδωρος (735-770) μαζί με τους Πατριάρχες Αλεξάνδρειας Κοσμά (727-765) και Αντιοχείας Θεόδωρο καταδίκασαν την εικονομαχική αίρεση και επιβεβαίωσαν τις αποφάσεις των έξι Οικουμενικών Συνόδων.

Μια άλλη «πανορθόδοξη» Σύνοδος στην Ιερουσαλήμ έλαβε χώρα το 836, στην οποία, εκτός από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Βασίλειο (820-838) που την συγκάλεσε, συμμετείχαν οι Πατριάρχες Αλεξανδρείας Χριστοφόρος (817-841) και Αντιοχείας Ιώβ (813-843) καθώς και πλήθος μοναχών από διάφορα μοναστήρια.

Η Σύνοδος καταδίκασε την εικονομαχική αιρέση και έστειλε επιστολή προς τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Θεόφιλο στην Κωνσταντινούπολη για την υπεράσπιση της προσκύνησης των εικόνων, η οποία και συμπεριελήφθη στον κώδικα των επισήμων Ορθοδόξων Συνοδικών Όρων.

Μπορούμε να θυμηθούμε επίσης την «πανορθόδοξη» Σύνοδο της Ιερουσαλήμ του 1522, η οποία συγκλήθηκε από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Δωρόθεο Β΄ (1506-1537) και συμμετείχαν οι Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμίας Α΄ (1522-1545), Αλεξανδρείας Ιωακείμ (1487-1567) και Αντιοχείας Μιχαήλ Δ΄(1523-1529).

Σε αυτήν την Σύνοδο καταδικάστηκε η υφαρπαγή του πατριαρχικού θρόνου Κωνσταντινουπόλεως από τον Μητροπολίτη Ιωαννίκιο Σωζοαγαθουπόλεως και η παράνομη ενθρόνισή του ως Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως.

Το 1672 ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσιθέος Β΄(1669-1707) συγκάλεσε μια Σύνοδο στα Ιεροσόλυμα, όπου συμμετείχαν εκπρόσωποι άλλων τοπικών Εκκλησιών.

Η Σύνοδος ενέκρινε την Ορθόδοξη Ομολογία Πίστεως 18 Κεφαλαίων, η οποία αργότερα καθιερώθηκε ως ένα σημαντικό κείμενο διδασκαλίας ολόκληρης της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Στην Σύνοδο απέρριψαν τις Προτεσταντίζουσες αλλοιώσεις της «Ομολογίας Πίστεως», που δημοσιεύτηκαν με το όνομα του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Κυρίλλου (Λουκάρη) και επίσης διορθώθηκε και συμπληρώθηκε η «Ομολογία Πίστεως» του Μητροπολίτη Κιέβου Πέτρου (Μογίλα).

Η Σύνοδος της Ιερουσαλήμ διαπίστωσε επίσης ως εσφαλμένη την απόφαση της Συνόδου Κωνσταντινουπόλεως του 1638 σχετικά με το ανάθεμα του Πατριάρχη Κυρίλλου (Λουκάρη).

Όπως βλέπουμε, ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, είχε το δικαίωμα να συγκαλεί Συνόδους και συνάξεις, οι οποίες συχνά είχαν «Πανορθόδοξο» χαρακτήρα.

---- Σε κάποια ΜΜΕ εκφράζονται κατηγορίες εις βάρος του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, ότι δήθεν εγείροντας το ουκρανικό ζήτημα στην Συνάντηση του Αμμάν, αναμειγνύεται στις υποθέσεις άλλης Τοπικής Εκκλησίας. Κατά πόσο είναι ιστορικά βάσιμες τέτοιες κατηγορίες;

--- Πάλι πρέπει να πούμε, ότι εξαρτάται από ποια πλευρά εξετάζουμε το ζήτημα.

Στην πραγματικότητα, το πεπρωμένο της Ουκρανίας και της ουκρανικής Ορθοδοξίας ιστορικά δεν ήταν ποτέ ξένο για το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων.

Αρκεί να θυμηθούμε, ότι ο ίδιος ο Απόστολος Ανδρέας ο Πρωτόκλητος ήρθε να κηρύξει το Ευαγγέλιο στα εδάφη μας προερχόμενος από τα Ιεροσόλυμα.

Παρατηρώντας αυτή την παράδοση, στις επαρχίες της Κριμαίας και στα Σκύθηκα και παραθαλάσσια εδάφη της Μαύρης θάλασσας, την εκκλησιαστική μέριμνα είχαν για πολύ καιρό οι Πατριάρχες των Ιεροσολύμων.

Το 310 από τα Ιεροσόλυμα έρχονται στην Ταυροσκυθία οι πρώτοι γνωστοί μας επίσκοποι - ιεραπόστολοι Βασίλειος και Εφραίμ, που έχουν ιδρύσει εδώ της τοπικές Εκκλησίες - της Χερσονήσου και της Σκύθης.

Λίγο αργότερα ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Ερμών στέλνει εκεί άλλους τρείς επισκόπους - ιεραποστόλους - τον Ευγένιο, Ελπίδιο και Αγαθόδωρο, οι οποίοι ιδρύουν τις Τοπικές Εκκλησίες - της Φούλης, Βοσπόρου και Φαναγορίας (της Τμουταρακάν).

Ακόμα στην εποχή του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, οι Πατριάρχες των Ιεροσολύμων μεριμνούσαν στα εδάφη μας και έστελναν εδώ τους επισκόπους τους.

Οι επαρχίες της Ταυροσκυθίας στερήθηκαν της μέριμνας των Πατριαρχών των Ιεροσολύμων μόλις το 451, στην Σύνοδο της Χαλκηδόνας.

--- Υπάρχουν ίδια δείγματα των στενών σχέσεων της Ουκρανικής Εκκλησίας με το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων στα μεταγενέστερα χρόνια;

--- Βεβαίως. Το 2020 κλείνονται 400 χρόνια από την αποκατάσταση της Ορθόδοξης Ιεραρχίας στην Ουκρανία, από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Θεοφάνη Γ΄.

Όπως είναι γνωστό, μετά από την Ουνία της Μπρέστης του 1596, ο μητροπολίτης Κιέβου Μιχαήλ (Ρογόζα) και σχεδόν όλη η Ορθόδοξη Ιεραρχία στην επικράτεια του Πολωνικού κράτους είχε δεχτεί την Ουνία με την Ρώμη.
Μέχρι τις αρχές του 1620 η Ορθόδοξη Μητρόπολη Κιέβου και επί 24 χρόνια ήταν χηρεύουσα και για όλη την επικράτειά της (στα εδάφη της σημερινής Ουκρανίας και της Λευκορωσίας) είχε μείνει μόνο ένας επίσκοπος, ο Λεώπολης Ιερεμίας (Τισσαρόβσκι).

Μετά από την μετάβαση της Ορθόδοξης ιεραρχίας στην Ουνία η Ρωμαιοκαθολική πολιτική εξουσία του Πολωνικού κράτους θεωρούσε, ότι νομικά η Ορθόδοξη Εκκλησία στην χώρα έπαψε της ύπαρξή της.

Όμως έγινε κίνηση υπέρ της αναγέννησης της Ορθοδοξίας, της οποίας ηγήθηκαν απλοί ιερείς, μοναχοί και Κοζάκοι.

Μετά από παράκληση του γετμάν Πέτρου Σαγαϊδάτσνι και των Κοζάκων της Ζαπορόζιε, ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων κ. Θεοφάνης Γ΄, περνώντας το 1620 από τα εδάφη της Ουκρανίας και κρυφά από τις Πολωνικές αρχές, ετέλεσε επισκοπικές χειροτονίες και με αυτό τον τρόπο είχε αποκαταστήσει την Ορθόδοξη Ιεραρχία στην Ουκρανία και την Λευκορωσία.

Η πρώτη επισκοπική χειροτονία τελέστηκε από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων κ. Θεοφάνη Γ΄ στις 6 Οκτωβρίου 1620.

Ο Ηγούμενος της Ι. Μ. Μεζιγόριε κ. Ησαΐας (Κοπίνσκι), χειροτονήθηκε επίσκοπος και ο Πατριάρχης τον όρισε για τις περιοχές της Περεμίσλ και Σαμπόρ.

Εκτός του Πατριάρχη Θεοφάνη Γ΄ σε αυτή την χειροτονία είχε λάβει μέρος ο Βούλγαρος Μητροπολίτης Σόφιας κ. Νεόφυτος και ο Έλληνας επίσκοπος Σταγών κ. Αβραάμιος.

Λόγω του φόβου των Ουνιτών, η χειροτονία του κ. Ησαΐα έγινε την νύχτα, πολύ μυστικά στον Ι. Ναό των Θεοφανείων της Ι. Μ. Κιέβου-Μπράτσκι στην Κιεβηνή περιοχή Ποδόλ.

Την Λειτουργία την τέλεσαν σχεδόν ψιθυρίζοντας και αντί μιας ολόκληρης χορωδιας έψαλε μόνο ένας ψάλτης από την συνοδεία του Πατριάρχη.

Τα παράθυρα της εκκλησίας ήταν κλειστά με παραθυρόφυλλα και κουρτίνες, μη τυχόν και καταλάβει τίποτα κανείς από τους τυχαίους περαστικούς.

Τρείς μέρες μετά, στις 9 Οκτωβρίου, στον ίδιο Ι. Ναο των Θεοφανείων και με τον ίδιο τρόπο κρυφά χειροτονήθηκε επίσκοπος ο ηγούμενος της Ι. Μ. Αγίου Μιχαήλ της Χρυσοτρούλλης κ. Ιώβ (Μπορέτσκι), ο οποίος έγινε ο πρώτος μετά την Ουνία, Μητροπολίτης Κιέβου, Γαλικίας και πάσης Μικράς Ρωσίας.

Με τον ίδιο τρόπο χειροτονήθηκε και ο επίσκοπος Πολότσκ κ. Μελέτιος (Σμοτρίτσκι).

Λίγο αργότερα, στο ίδιο το Κιεβινό Ποδόλ, ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων κ. Θεοφάνης Γ΄, φυλασσόμενος από τον γετμάνη Π. Σαγαϊδάτσνι και τους Κοζάκους, κρυφά χειροτόνησε άλλους τρεις Ορθοδόξους επισκόπους: τον πρώην Αγιορείτη μοναχό και Ηγούμενο της Κοζακικής Ι. Μ. Τραχτεμίρωβ κ. Ιωσήφ (Κουρτσέβιτς - Κοριατόβιτς) στην Επισκοπή Βλαδίμηρ και Μπρέστης, τον πρώην Αγιορείτη μοναχό και Ηγούμενο της Ι. Μ. Τσέρντσι κ. Ισαάκιο (Μπορισκόβιτς) στην Επισκοπή Λούτσκ και Οστρόγ και τον Ηγούμενο της Ι. Μ. του Αγίου Νικολάου της Μελέσκ κ. Παΐσιο (Ιππολιτόβιτς - Τσερκόφσκι) στην Επισκοπή Χόλμης και Μπέλζκης.

Οι καθολικοί ιεράρχες και η εξουσία του Πολωνικού κράτους κατηγορούσαν τότε τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων για παρέμβαση στα εδάφη άλλης Τοπικής Εκκλησίας και οι πολωνικές αρχές τον είχαν χαρακτηρίσει σαν "ξένο κατάσκοπο".

Ότι και να έκαναν όμως, το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων είχε σταθεί υπεύθυνα τότε απέναντι στην Ορθοδοξία και είναι αυτό το οποίο αποκατέστησε την Ιεραρχία της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας 400 χρόνια πριν.

---- Και όμως η μεσαιωνική ιστορική και φιλοσοφική θεωρία "Κίεβο - δεύτερα Ιεροσόλυμα" κατά κάποιον τρόπο σχετίζεται με αυτά τα γεγονότα;

--- Αυτή η θεωρία εμφανίζεται πιο νωρίς ακόμα, από τα χρόνια του πρίγκιπα του Κιέβου Γιάροσλαβ του Σοφού μεταξύ των κύκλων των γραμματέων της Λαύρας των Σπηλαίων του Κιέβου, οι οποίοι ήθελαν να επιχειρηματολογήσουν για την ανεξαρτησία της Εκκλησίας του Κιέβου από την Κωνσταντινούπολη.

Για πρώτη φορά η σύγκριση του Κιέβου με τα Ιεροσόλυμα συναντιέται στον Μητροπολίτη Κιέβου κ. Ιλαρίωνα (πρώτος Ρώσσος, δηλαδή ντόπιος Μητροπολίτης μετά από τους Έλληνες) στον περίφημο κείμενό του: "Λόγος περί Νόμου και Χάριτος".

Μετά από εκείνον, αυτή την ιδέα αναπτύσσει ο Ιάκωβος ο Μοναχός στο κείμενό του: "Μνήμη και έπαινος στον πρίγκιπα Βλαδίμηρο".

Εκεί ακριβώς λέει: "Τί θαύμα! Ως τα δεύτερα Ιεροσόλυμα αναδείχθηκε το Κίεβο".

Με την κατάπτωση της κρατικής οργάνωσης των Ρως του Κιέβου ξεχάστηκε για κάποια περίοδο η σχέση με τα Ιεροσόλυμα και η εκκλησιαστική θεωρία "Κίεβο - δεύτερα Ιεροσολύμα".

Όμως, η συμμετοχή του Πατριάρχη Ιεροσολύμων κ. Θεοφάνη Γ΄ στην αποκατάσταση της Ιεραρχίας της Ιεράς Μητροπόλεως Κιέβου το 1620 έδωσε μια ώθηση για αναγέννηση αυτής της παλαιάς ευσεβούς ιδέας των ασκητών της Λαύρας των Σπηλαίων.

Έτσι, ο πρώτος μετά από την Ουνία Ορθόδοξος Μητροπολίτης Κιέβου κ. Ιώβ (Μπορέτσκι, +1631) μιλάει για την Εκκλησία του Κιέβου και ότι εκείνη, σε αντίθεση με την ρωμαιο-κεντρική Ουνία "βασίζεται σε μια καλή και στέρεα βάση, την ευλογία της Σιών", και την καθέδρα του την ονομάζει "νέα Ρωσικά Ιεροσόλυμα".

Στην δική του εγκύκλιο επιστολή της 15ης Δεκεμβρίου 1621, ο Μητροπολίτης Ιώβ καλούσε όλους τους πιστούς να στρέφονται "προς της θεόσωστη πόλη Κίεβο, την δευτέρα Ρωσική Ιερουσαλήμ".

Σε άλλα γράμματα του ο Μητροπολίτης ονομάζει το Κίεβο "αληθινό άγιο τόπο κατά τρόπο Ιεροσολυμιτικό", και για την Καθέδρα του μιλάει περί του "αγιοτάτου θρόνου της Μητρόπολης Κιέβου Ιεροσολύμων".

Περί του Κιέβου σαν "τα δεύτερα Ιεροσόλυμα" γράφει και ο Αθ. Καλνοφόϊσκι στο "Τερατούργημα" του, που εκτυπώθηκε στο τυπογραφείο της Λαύρας των Σπηλαίων του Κιέβου το 1638.

Είναι συμβολικό το γεγονός, ότι ο διάδοχος του Μητροπολίτη Ιώβ (Μπορέτσκι) ο Μητροπολίτης-ησυχαστής κ. Ισαΐας (Κοπινσκι, +1640), στρέφοντας την προσοχή στην αναγκαιότητα της ανεξάρτητης πνευματικής και εθνικής ανάπτυξης, απευθύνεται σε εκείνους, που ασπάστηκαν την Ουνία και λέει: "Θρηνεί πικρά και η Εκκλησία του Θεού, επειδή εσύ αποσχίζεσαι από αυτήν ...

Η Ρώμη άραγε είναι καλύτερη από τα Ιεροσόλυμα; Εκεί ο Κύριος μας, δεν έδωσε την σωτηρία μας με το Άγιο Αίμα Του;

Από εκεί δεν διαδόθηκε η πίστη του Χριστού σε όλο τον κόσμο και έχει φτάσει έως τη Ρώμη;

Εδώ ο τοποτηρητής του Ιησού Χριστού είναι ο Πατριάρχης, και στην Ρώμη ο τοποτηρητής του Αποστόλου Πέτρου είναι ο Πάπας, εδώ είναι ο Τάφος του Χριστού, και εκεί ο τάφος του Πέτρου...

Γιατί περιφρονούν τα Ιεροσόλυμα - την μητέρα όλων των Εκκλησιών, και απευθύνονται στην Ρώμη; την Ιερουσαλήμ ταπεινώνουν και την Ρώμη την ανεβάζουν;"

Μετά από το 1620, η Ουκρανία είχε ακόμα τους ίδιους δεσμούς με το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων;

Όταν ο Μπογδάν Χμελνίτσκι το 1648 απελευθέρωσε το Κίεβο, τότε στην πόλη τον υποδέχθηκε επίσημα ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων κ. Παΐσιος, ο οποίος ήρθε γι΄αυτό τον λόγο στο Κίεβο, για να ευλογήσει τον γετμάνη και όλο το στρατό των Κοζάκων της Ζαπορόζιε, για τον πόλεμο υπέρ της εθνικής και θρησκευτικής απελευθέρωσης.

Ήταν ο ίδιος ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων, που έδωσε στην μεγάλη επανάσταση την πνευματική και θρησκευτική νομιμοποίηση, πράγμα το οποίο απέφευγαν τότε άλλοι Ιεράρχες.

Ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων ευλόγησε τότε τον γετμάνη Μπογδάν Χμελνίτσκι σαν "Τσάρο και Γετμάνη" και τον ανακοίνωσε "πρίγκιπα της Ρωσίας" σαν "νέο Μωϋσή" και σαν "Μακκαβαίο" - "απελευθερωτή του ρωσικού λαού, νέο Κωνσταντίνο - Ιδρυτή".

Υπό την επίδραση του Πατριάρχη Ιεροσολύμων ο γετμάνης τότε ανέπτυξε την ιδέα της ίδρυσης μιας Ιεράς Συμμαχίας των Ορθοδόξων κρατών με την βοήθεια της οποίας η απελευθερωτική ιδέα θα διευρυνόταν από την Ουκρανία έως την Ελλάδα, την Σερβία και την Βουλγαρία και από εκεί όλοι μαζί στην κοινή στρατιωτική συμμαχία θα απελευθέρωναν από τους μουσουλμάνους και τα άλλα Ορθόδοξα κρατη, συμπεριλαμβανομένου του Παναγίου Τάφου στα Ιεροσόλυμα.

Λίγο αργότερα στο Κίεβο έφτασε ο απεσταλμένος από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Μητροπολίτης Κορίνθου κ. Ιωάσαφ, ο οποίος επίσης ευλόγησε τον Χμελνίτσκι για τον αγώνα του και συμβολικά του δώρισε μια ρομφαία, που είχε ευλογηθεί στον Πανάγιο Τάφο στα Ιεροσόλυμα.

Αυτός ο Ιεράρχης διορίστηκε απο τον Χμελνίτσκι σύμβουλός του σε πνευματικές υποθέσεις και αργότερα έλαβε ενεργό μέρος στα γεγονότα του εθνικού και απελευθερωτικού πολέμου και μαρτύρησε για την ελευθερία της Ουκρανίας.

Την 22 Ιουνίου 1651 ο μητροπολίτης Ιωάσαφ κατά την μάχη των Κοζάκων κατά των Πολωνών κοντά στην πόλη Μπερεστέτσκο ευλογούσε τους Κοζάκους, εμπνέοντας τους να πολεμούν υπέρ της Ορθόδοξης πίστης, για την οποία και ο ίδιος θυσίασε τη ζωή του και σκοτώθηκε από τους Πολωνούς.

Εκτός του Μητροπολίτη Ιωάσαφ, σταλμένος από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων ήρθε στον Μπογδάν Χμελνίτσκι και ο μητροπολίτης Ναζαρέτ κ. Γαβριήλ και άλλοι πνευματικοί, οι οποίοι προσπάθησαν να ενισχύσουν τον Ουκρανικό λαό στον αγώνα για την απελευθέρωση του.

Αργότερα υπήρξε, κατά τρόπον τινά, μια γέφυρα, η οποία συνέχισε να κρατάει τις πνευματικές και ιστορικές σχέσεις μεταξύ του Κιέβου και των Ιεροσολύμων. Ήταν το Μετόχι της Ι. Μ. Αγίας Αικατερίνης του Σινά, που λειτούργησε στο Κίεβο από 1748 έως 1926 και κανονικά ήταν συνδεμένο με το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων.

Επί του κομμουνιστικού καθεστώτος καταργήθηκε το Μετόχι της Σινά και ανατίναξαν τον Ι. Ναό του.

Σήμερα στα κτήρια του πρώην Μετοχίου του Σινά βρίσκεται η Εθνική Τράπεζα της περιφέρειας Κιέβου.

Έτσι λοιπόν, όπως βλέπουμε, κατά την διάρκεια πολλών αιώνων η Ουκρανία είχε άρρηκτους πνευματικούς και ιστορικούς δεσμούς με το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων.

Για το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων η Ουκρανική Ορθοδοξία ήταν πάντοτε στο κέντρο του πνευματικού του ενδιαφέροντος.

https://www.romfea.gr/epikairotita-xronika/35454-patriarxeio-ierosolumon-kai-oukraniki-ekklisia-pneumatiki-sxesi-aionon