Ας πάμε όμως τώρα λίγο στη σχολική ηλικία. Στα μέσα του 1946, κατεβήκαμε στην Κέρκυρα, στην Πόλη, και μείναμε στο κέντρο περίπου της Πόλεως, στη Β΄ πάροδο Νικηφόρου Θεοτόκη. Κοντά στην εβραϊκή Συναγωγή. Υπήρχαν ακόμη κάποιοι Εβραίοι, με τους οποίους δεν είχαμε προβλήματα. Μάλλον τους στήριξαν πολλές φορές οι Κερκυραίοι και εκκλησιαστικά πρόσωπα. Είχα πάντοτε όμως τη νοσταλγία του χωριού.

Το πράσινο, τις ελιές, τα μικροκυνήγια που κάναμε ως παιδιά. Τα μεγαλύτερα παιδιά έστηναν πρωί πρωί τα αγκίστρια, για να πιάσουν τσίχλες. Κίχλες τις λέμε εμείς. Μετά πήγαιναν και έπαιρναν τις τσίχλες που είχαν παγιδέψει. Ήταν ένα από τα πιο ευχάριστα παιχνίδια.

Ο πατέρας μου παρέμεινε στον στρατό, επιστρατεύτηκε πάλι με τον εμφύλιο πόλεμο και η έδρα του ήταν στα Γιάννενα. Ήταν αξιωματικός του Α2, του Γραφείου Πληροφοριών, επειδή ήταν δικαστικός και όπως σας είπα, αποστρατεύτηκε το 1952 με τον βαθμό του υπολοχαγού.

Μετά κατοικήσαμε στη Β΄ Πάροδο Δημάρχου Μπιτζάρου, κοντά στον Μητροπολιτικό ναό και αυτό έχει σημασία ιδιαίτερη, διότι έζησα την Εκκλησία πλέον από κοντά. Στο χωριό δεν είχαμε λειτουργία κάθε Κυριακή. Εκεί, κοντά στη Μητρόπολη, ξυπνούσα, όταν είχα διακοπές, από τις 6 το πρωί και πήγαινα να ανοίξω εγώ τον ναό, 7-8 ετών παιδί.

Θυμάμαι μάλιστα, Θεοφάνεια, που ήθελα να πάω πρωί στην Εκκλησία και δεν είχαμε ρολόι, ξυπνητήρι. Βλέπω φως έξω και σηκώθηκα. Ήταν 5 η ώρα και το φως ήταν από το ηλεκτρικό του δρόμου.

Μου λέει η γιαγιά μου: «Παιδί μου, είναι πολύ νωρίς. Μην πας».

Πήγα λοιπόν, στον ναό και έμεινα έξω μέχρι τις έξι και μισή, που ήρθε ο νεωκόρος. Λοιπόν, αυτό ήταν χάρις Θεού. Δεν μπορεί ένα παιδί να το αποφασίσει μόνο του. Δοξάζω τον Θεό, ο Οποίος μου ενέπνευσε αυτόν τον ζήλο, αυτή την αγάπη.

Από το βιβλίο των Α. Μακατούνη & Κ. Παππά, «Ονομάζομαι Γεώργιος Μεταλληνός» – ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΟΡΦΥΡΑ

UP