Πρώτος λόγος. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι δὲν πεθαί­­νουν ὑπὸ ὁμαλὲς συνθῆκες· δὲν ἐκπνέουν στὸ σπίτι, ἔχοντας δίπλα τους τὰ προσ­φιλῆ πρόσω­πα· δὲν συνοδεύονται ὅλοι στὴν τε­λευταία κα­τοικία ἀπὸ συγγενεῖς καὶ φίλους· δὲν ψάλλεται σὲ ὅλους ἡ νεκρώσιμος ἀκολουθία· δὲν γεμίζει τὸ φτυάρι ὁ ἱερεὺς μὲ χῶμα καὶ νὰ πῇ «Γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ» (Γέν. 3,19 καὶ Ἐξόδ. ἀκολ.).
Πολλοὶ ἄνθρωποι «ἐξεμέτρησαν τὸ ζῆν» ὑπὸ συνθῆκες δραματικές. Ἄλλοι ταξίδευαν στοὺς ὠκεανούς, ναυάγησαν τὰ πλοῖα καὶ ἡ θάλασσα ἔγινε τάφος μυριάδων νεκρῶν. Ἄλλοι διέσχιζαν μεγάλες ἐρήμους, χάθηκαν μέσα σὲ δά­ση καὶ τοὺς κατέφαγαν θηρία.

Ἄλλοι κατα­πλακώθηκαν ἀπὸ σεισμούς, ἄλλοι ἔγιναν κάρ­βουνο ἀπὸ κεραυνούς, ἄλλοι ἐγκλωβίσθηκαν στὰ βάθη μεταλλείων, ἄλλοι κάηκαν σὲ πυρκα­ϊὲς ἐργοστασίων, καὶ ἄλλοι ἀπὸ διάφορες ἄλλες αἰτίες τελείωσαν τὴ ζωή τους· χθὲς π.χ. ἐ­γράφη στὸν τύπο, ὅτι μία χιονοθύελλα στὴν Περσία σάρωσε κυριολεκτικῶς χιλιάδες ἀνθρώ­πους καὶ ἔγιναν ἄφαντοι.

Τί εἶνε ὁ ἄνθρωπος! ἕνα ἄχυρο εἶνε, τίποτα δὲν εἶνε. Ὅλους λοι­πὸν αὐτοὺς μνημονεύει σήμερα ἡ Ἐκκλησία.
Ὑπάρχουν ἀκόμη καὶ τὰ λεγόμενα φτωχαδάκια· ἄνθρωποι ποὺ κηδεύονται χωρὶς νὰ τοὺς συνοδεύῃ καν­είς, ἢ ποὺ οἱ συγγενεῖς τους δὲν εἶνε εἰς θέσιν νὰ τοὺς κάνουν μνημόσυνα.

Ὑπάρχουν ὅμως καὶ κάτι πλούσιοι –πῶς νὰ τοὺς περιγράψω;–, πού, ἐνῷ ἄ­φησαν τεράστι­ες περιουσίες (σπίτια, πολυκατοικίες, πλούτη), ἐν τούτοις τὰ παιδιά τους δὲν τοὺς θυμοῦν­ται, δὲν φέρνουν στὸν τάφο τους ἕνα λου­λούδι, ἕνα πιάτο κόλλυβα. Ἂν μπορούσαμε νὰ τοὺς ἀ­κούσουμε θὰ μᾶς ἔλεγαν·

Τί κάναμε οἱ ἀνό­ητοι! ἀντὶ νὰ μοιράσουμε τὰ ὑ­πάρχοντά μας σὲ φιλανθρωπικὰ ἱδρύματα καὶ ναούς, τ᾽ ἀφήσαμε σὲ ἄσπλαχνα τέρατα… Δι­ότι τέρας εἶνε πράγματι ὅποιος δὲν θυμᾶται τοὺς προγό­νους του. Λαὸς ποὺ δὲν θυμᾶται τοὺς νεκρούς του εἶνε ἀνάξιος νὰ ζῇ πάνω στὴ γῆ.

Στὴν Ἰαπωνία τιμοῦν τοὺς νεκρούς· τοὺς τάφους ἐκεῖ τοὺς ἔχουν περιβόλια, κι ὅταν πρόκειται κάποιος νὰ στεφανωθῇ καὶ νὰ δημιουργήσῃ οἰ­κογένεια, θὰ πάῃ στοὺς τάφους τῶν παππούδων. Ἀντιθέτως ἐδῶ πολλὰ νεκροταφεῖα εἶνε ἐγκαταλελειμμένα. Δείκτης πολιτισμοῦ ἑνὸς ἔθνους εἶνε καὶ τὰ νεκροταφεῖα. Δεῖξτε μου τὸ νεκροταφεῖο σας καὶ θὰ καταλάβω.
Γι᾽ αὐτὸ λοιπὸν ὥρισε ἡ Ἐκκλησία νὰ τελοῦ­­με σήμερα γενικὸ μνημόσυνο, γιὰ νὰ περιλαμ­βάνῃ καὶ ὅλους αὐτοὺς ποὺ ὁ κόσμος λησμο­νεῖ.

Ἂν ὁ κόσμος καὶ οἱ δικοί τους τοὺς λησμο­νοῦν, ἡ Ἐκκλησία, ἡ «γλυκειὰ μάνα» ὅπως εἶ­πε ὁ ποιητὴς Κρυστάλλης, δὲν τοὺς λησμονεῖ. Κάθε φορὰ ποὺ τελεῖ τὴ θεία λειτουργία θυ­μᾶται τοὺς νεκρούς, κατ᾽ ἐξοχὴν δὲ σήμερα. Αὐτὸς εἶνε ὁ πρῶτος λόγος.
Ο  δεύτερος λόγος ποὺ τελοῦμε γενικὸ μνη­μόσυ­νο εἶνε, ὅτι αὔριο ξημερώνει Κυριακὴ τῆς Ἀπόκρεω, μιὰ ἡμέρα ποὺ ἀστράφτει καὶ βρον­τᾷ. Διαβάζεται τὸ φοβερώτερο εὐαγγέλιο, τὸ εὐ­αγγέλιο τῆς Κρίσεως· ἀ­νατριχιάζει ὁ ἄν­θρω­­πος ὅταν τ᾽ ἀκούει. Κατ᾽ ἐμὲ ἡ Κυριακὴ αὐτὴ ἀπὸ γαστρονομικῆς ἀπόψεως λέγεται «τῆς Ἀ­­πόκρεω», ἀπὸ πνευματικῆς ὅμως ἀπόψεως πρέπει νὰ λέγεται Κυριακὴ «τῆς Κρίσεως».

Τί λέει τὸ Εὐαγγέλιο;

Ἔτυχε κανεὶς ἀπὸ σᾶς νὰ εἶνε κατηγορούμενος, καὶ μάλιστα σὲ ἡμέρες δύσκολες, νὰ ὁδηγῆται στὸ δικαστήριο, ἡ καταδίκη νά ᾽νε σίγουρη, καὶ νὰ σκέπτεται πῶς θ᾽ ἀπολογηθῇ; Ὅπως λοιπὸν ὁ ὑπό­δικος περιμένει τὴν ἡμέρα τῆς δίκης, ἔτσι κ᾽ ἐ­μεῖς –νὰ εἶστε ἑκατὸ τοῖς ἑκατὸ βέβαιοι–, κ᾽ ἐγὼ ποὺ σᾶς μιλῶ κ᾽ ἐσεῖς ποὺ μ᾽ ἀκοῦτε καὶ ὅ­λα τὰ δισεκατομμύρια τῶν ζώντων καὶ τῶν νε­κρῶν, θὰ παρουσιαστοῦμε ὑπόδικοι ἐνώπι­ον τοῦ Κυρίου. Κριτής μας θὰ εἶνε ὁ ἐσταυρω­μένος Λυτρωτής.

Θὰ μᾶς κρίνῃ μὲ νόμο ὄχι ἀν­θρώπινο ἀλλὰ μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ εἶ­νε ζυ­γαριὰ φαρμακείου, ζυγίζει καὶ τὸ τελευταῖο γραμ­μάριο, καὶ τὸν τελευταῖο δηλαδὴ λο­γισμό· οἱ σκέ­ψεις, τὰ λόγια, τὰ ἔργα μας θὰ παρελάσουν ἐνώπιον τοῦ Κυρίου σὰν κινηματογραφι­κὴ ταινία. Θὰ δικαστοῦμε. Καὶ πρέπει ν᾽ ἀνησυ­χοῦμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας, τί ἀπολογία θὰ δώσουμε.
Ν᾽ ἀνησυχοῦμε καὶ γιὰ τοὺς νεκρούς μας· ποῦ θὰ πᾶνε, στὴν κόλασι ἢ στὸν πα­ράδεισο;

Ποῦ βρίσκονται ὁ πατέρας, ἡ μητέρα, οἱ συγ­γενεῖς; Καὶ στὴ ζυγαριὰ ξέρετε ὅτι, καθὼς ἀμφιταλαν­τεύεται, λίγο βάρος τὴν κάνει νὰ γείρῃ πρὸς τὸ ἕνα μέρος. Λίγα γραμμάρια ἀπαιτοῦνται· μιὰ προσευχὴ δηλαδή, ἕνα μνημόσυνο, λίγες ἐλε­ημοσύνες εἶνε ἱκανὲς κατὰ τὴν ὀρθόδοξο πίστι νὰ κλείνουν τὴ ζυγαριὰ δεξιά – ἀλλοίμονο ἂν κλείνῃ ἀριστερά. Δεξιὰ εἶνε ὁ παράδεισος, ἡ ἀνέκφραστη μακαριότης· ἀριστερὰ κόλασις.

Ἐπειδὴ λοιπὸν αὔριο σαλπίζει ἡ σάλπιγξ τοῦ Αρχαγγέλου, γι᾽ αὐτὸ σήμερα, ἐν ἀναμομονῇ τῆς παγκοσμίου κρίσεως, κάνουμε μνημόσυνα γιὰ ν᾽ ἀνακουφίσουμε τοὺς νεκρούς.


Καὶ τρίτος λόγος εἶνε, ὅτι πρέπει νὰ θυμόμα­στε διαρκῶς τὸ θάνατο, ποὺ εἶνε μία πραγμα­τικότης. Ὅπως ἔλεγαν καὶ οἱ ἀρ­χαῖοι πρόγονοί μας, «ὅρος φιλοσοφίας μνήμη θανάτου»· ἂν θέλῃς νὰ βρῇς τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ ζῇς σὰν ἄγγελος, νὰ θυμᾶσαι τὸ θάνατο· σὲ παίρνει καὶ σὲ ἀνεβάζει σὲ ἄλλη σφαῖρα.

Πήγαινε στοὺς τάφους, στάσου ἐκεῖ λίγα λεπτὰ καὶ πές· Ἄχ μάνα, γιατί νὰ σὲ λυπήσω· ἄχ πατέρα, γιατί νὰ σὲ πικράνω· ἄχ ἄντρα, γιατί νὰ σὲ ἀτιμάσω· ἄχ γυναίκα, γιατί νὰ σὲ ἀπατήσω· ἄχ παιδί μου, γιατί νὰ σὲ ἀμελήσω. Ἐάν, ἀντὶ νὰ διανυκτερεύουμε στὰ κέντρα διασκεδάσεως, πηγαίναμε ἐκεῖ, κανένας δὲν θὰ ἁμάρτανε.

Εἴμαστε Χριστιανοί, ἀλλ᾽ ἂς διδαχθοῦμε ἀ­πὸ ἕνα πρόγονό μας πρὸ Χριστοῦ. Εἶνε ὁ Μακεδὼν Φίλιππος, ὁ πατέρας τοῦ Μεγάλου Ἀλε­ξάνδρου. Αὐτὸς εἶχε ὁρίσει, κάθε πρωί, μόλις ἀνατέλλει ὁ ἥλιος, ἕνας στρατιώτης νὰ παρου­σιάζεται ἐνώπιόν του καὶ νὰ τοῦ λέῃ·

«Φίλιππε, μέμνησο ὅτι θνητὸς εἶ»· ἂν καὶ εἶσαι βασιλιᾶς κ᾽ ἐξουσιάζεις λαούς, πρόσεξε γιατὶ θὰ πεθά­νῃς. Αὐτὰ ὁ Φίλιππος. Ἐνῷ ἐμεῖς, ἀποφεύγον­τας μὲ κάθε τρόπο τὴ μνήμη τοῦ θανάτου, καὶ τὰ γραφεῖα κηδειῶν τὰ μετωνομάσαμε «γραφεῖα τελε­τῶν», νὰ μὴ μᾶς τὸν θυμίζουν. Μνημονεύ­ετε τοῦ θανάτου! εἶνε ὁ καλύτερος δάσκαλος, χαρίζει τὰ μεγαλύτερα διδάγματα.

* * *

Ἀδελφοί μου, δὲν εἴμαστε ὑλισταὶ καὶ ἄπιστοι, ὥστε νὰ λέμε «Μετὰ θάνατον μηδέν». Ὄχι μηδέν! Οἱ νεκροὶ ζοῦν καὶ θ᾽ ἀναστηθοῦν. Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη πραγματικότης ἀπὸ τὴν ἀλήθεια τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος