Εκεί τον είδα…ψηλό, αδύνατο, βρώμικο μία μορφή λες και βγήκε από την Βίβλο, τον ρώτησα :

--Πώς σε λένε ;

--Φώτη! απαντάει !

Μένω άναυδος και έκπληκτος, δεν μπορώ να μιλήσω αρχίζουν τα δάκρυα να τρέχουν από τα μάτια μου…

---Γιάννη δεν θέλω τέτοια… έλα να με βοηθήσεις, μού απαντάει ( λέγοντας μάλιστα και το όνομά μου! Μυστήριο, πού το ήξερε, ο Θεός ασφαλώς του το είπε… )

--Τι να κάνω τον ρωτώ;

---Να με βοηθήσεις να μαζέψω τις γόπες που πετούν οι άνθρωποι στο δρόμο και μην νομίζεις ότι θα μαζέψω εγώ όλες τις γόπες του Βόλου, παράδειγμα δίνω γιατί ο δρόμος είναι προέκταση των σπιτιών μας και πρέπει να το διατηρούμε καθαρό. Πού θα μείνεις απόψε; με ρωτάει…

Εγώ ώς τότε δεν είχα πει ούτε το όνομά μου, ούτε ότι είχα έρθει από την Αθήνα.

---Φώτη του λέω, εγώ ήρθα από την Αθήνα για να μιλήσουμε, τι με νοιάζει που θα μείνω;

---Θέλω να είμαστε όλο το βράδυ μαζί και να μιλάμε, γίνεται αυτό ; Θέλεις να μείνεις εκεί που μένω και εγώ ;

---Όπου θέλεις, μαζί σου να είμαι! του λέω.

Συνεχίσαμε μέχρι τον Άγιο Νικόλαο. Μπήκαμε μέσα, ανάψαμε κεριά, μου πρόσφερε ξερά λουλούδια από μια εικόνα, που τα έχω ακόμη φυλαγμένα και λέει στην Νεωκόρο:

----τηλεφώνησε γιά ταξί, ο Γιάννης θα μείνει μαζί μου απόψε.

Σε λίγο εκεί πίσω από την εκκλησία στη γωνία στο φούρνο, έρχεται ένα ταξί με οδηγό ένα νέο παιδί που ήταν και ψάλτης στην εκκλησία, κατευθυνόμαστε προς το γήπεδο του Βόλου, μέσα στο ταξί ο Φώτης να μιλά για τον Χριστό μας συνεχώς, να λέει πράγματα που με αφορούσαν προσωπικά με τρόπο πού να μην καταλαβαίνει ο άλλος που άκουγε.. από τα ρούχα του να βγαίνει  ευωδία, από το στόμα του μία μυρωδιά σαν λιβάνι, αυτό το είχα παρατηρήσει και από πριν που τον είχα συναντήσει στον πεζόδρομο…

Φτάνουμε στην είσοδο του γηπέδου του Βόλου, σταματάμε, οι φύλακες του δίνουν ένα μπιτονάκι με νερό, συνεχίζουμε και φτάνουμε σε ένα μέρος πιο μακριά γεμάτο με ελιές, νύχτα, σκοτάδι...

Κατεβαίνουμε, το ταξί φεύγει και αρχίζουμε να ανεβαίνουμε κάτι σκαλιά σκαμμένα στο έδαφος, φτάνουμε σε μία παράγκα υπερυψωμένη  περίπου ενάμισι μέτρο. Δύο δωματιάκια μικρά, ανοίγει το πρώτο δεξιά χωρίς κλειδί με ένα σύρμα ήταν κλεισμένη η πόρτα…μου λέει αμέσως:

---Για να μπορεί να μπει εύκολα όποιος θέλει και να πάρει ότι θέλει, για τα ζώα το βάζω το σύρμα.Εδώ θα μείνεις εσύ! Άνοιξε εκείνες τις φλοκάτες να ξαπλώσεις σε μία άκρη, α, δεν έχει μαξιλάρι ! Μισό λεπτό να σου φέρω. Πάει μου φέρνει νάιλον σακούλες από το σούπερ μάρκετ, η μία μέσα στην άλλη, ορίστε το μαξιλάρι σου.

Στο χέρι του κρατά ένα σκαλιστήρι, πάρε και αυτό αν θέλεις να κάνεις το χοντρό σου, να πας εκεί στην ελιά να σκάψεις ένα λάκκο και μετά να τα σκεπάσεις, αυτά γίνονται λίπασμα και έχω τις καλύτερες ελιές.

Ανάβει ένα κερί αρχίζω να βλέπω ένα γύρω το δωμάτιο… και να! δύο γυμνές Αφροδίτες! αγάλματα, αυτά που βάζουν σε σιντριβάνια στους κήπους.

Ο Φώτης δικαιολογήθηκε : ξέρεις πόσο σκανδαλίζονται που τα βλέπουν αυτά εδώ; μου λένε: εσύ Χριστιανός άνθρωπος να έχεις γυμνές Αφροδίτες στην παράγκα σου ; και εγώ τους απαντώ : το μωρό όταν γεννιέται έτσι είναι γυμνό !

---Φώτη του λέω, να βάλεις ακόμη δύο τρία γιατί αλλιώς θα σε λένε Άγιο και δεν σε συμφέρει…

---Καλά λές! έτσι θα κάνω, μού λέει. Είπαμε πολλά, πάρα πολλά εκείνο το βράδυ που είναι προσωπικά και δεν μπορώ να τα αναφέρω.

Ο Φώτης πήγε στο δικό του δωμάτιο δίπλα όλο το βράδυ να προσεύχεται, να κάνω και εγώ ότι μπορούσα, να φωνάζει και να μιλά με κάποιον ή κάποιους δεν ξέρω « μα εμείς αγαπάμε όλο τον κόσμο » στην στέγη να γίνεται παρέλαση από ( δαιμονικούς ) θορύβους, περπατήματα να τρίζει όλη η παράγκα και εγώ να μην έχω κανένα φόβο καμία ανησυχία να νοιώθω ότι είμαι κοντά σε έναν Άγιο.

Κοιμάμαι, έναν ύπνο τόσο γλυκό που δεν θα ξεχάσω ποτέ, ξυπνώ το πρωί , ψιλοβρέχει…Ο Φώτης με μία αρχαία σκούπα χορτάρινη που έχει μείνει σχεδόν η μισή από την χρήση, τάχα σκουπίζει τα νερά έξω από την παράγκα με το ένα χέρι κρατά την σκούπα και στο άλλο έχει μία εφημερίδα και μέσα ένα αρχαίο κουλούρι Θεσσαλονίκης.

--Το πρωϊνό σου, μου λέει χαμογελώντας και ενώ έτρωγα το κουλούρι άρχισε πάλι να μου μιλά και να με συμβουλεύει και  μεταξύ άλλων μου είπε : σήμερα τα προβλήματα έχουν κουκουλώσει τα αισθήματα, οι άνθρωποι με τόσα προβλήματα πώς να βγάλουν τα αισθήματά τους για τους άλλους ανθρώπους ;

Νεύρα, κρίση, κατάκριση, εγωϊσμός αυτό βγάζουν.

--Μα… ο τάδε παπάς…  μου έκανε…» πάω εγώ να πώ, και πριν προλάβω να πω ολόκληρη τη φράση, άλλο μάθημα αυτό να κόψουμε τις κατακρίσεις, γυρίζει και μου λέει:

---« Άστα αυτά, δεν μας σώζουν! Εμείς κοιτάμε τι μας σώζει αυτό να λέμε και να σκεφτόμαστε, μπροστά μας έχουμε θάνατο και  μετά αιώνια ζωή, είμαστε έτοιμοι; »

 

Η ώρα περνά γρήγορα με τον Φώτη, ξεκινώ γύρω στις 10.00 να κατέβω στον Βόλο με τα πόδια βρίσκω ένα αγροτικό που με πηγαίνει στο ΚΤΕΛ, μπαίνω στο λεωφορείο γεμάτος χαρά και χάρη που πήρα, φτάνω στην Αθήνα αρχίζει να μού λέει ο λογισμός μου : «πλανεμένος είναι! Τρελός! βλακείες σου είπε έχασες τον χρόνο σου !»

Μένω το βράδυ σπίτι και το πρωί το λεωφορείο πάλι στον Βόλο, τον βρίσκω πάλι σχεδόν στο ίδιο σημείο. Πάλι το ίδιο σκηνικό , με μία διαφορά τον ρωτάω «ποιος είναι ο Πνευματικός του».

Μου απαντάει, «δεν το λέω σε κανέναν πλέον, γιατί όταν το έλεγα όλοι έτρεχαν σε αυτόν, είναι γεροντάκι και κάνει πολύ προσευχή δεν έχει χρόνο να βλέπει κόσμο…»

Κατεβαίνω στον Βόλο πάλι με ωτοστόπ, δεν φεύγω όμως, τηλεφωνώ σε κάποιον Επίσκοπο γνωστό μου που κατάγεται από την περιοχή του Βόλου.

---Σεβασμιώτατε ο Φώτης;

---Ε, τι ο Φώτης ;

---Τι είναι ; Πλανεμένος; Άγιος;

---A, δεν ξέρω μου λέει, σε εκκλησίες τον βλέπω μόνο απέξω, μέσα να κοινωνεί και να εκκλησιάζεται ποτέ, έχω επιφυλάξεις !

Τον ρωτώ πάλι :

---Ποιός θα μου πει για αυτόν ;

---Θα πας στην τάδε εκκλησία και θα δεις τον τάδε ιερέα.

Πηγαίνω αμέσως, τον βρίσκω και τον ρωτάω για τον Φώτη, για να πάρω την απάντηση :

---Ο Φώτης είναι ασκητής ! και εξομολογείται, και κοινωνεί και αγιασμό ’κάνει στην παράγκα του κάθε μήνα φωνάζοντας για αυτό τον ιερέα!

Έτσι έφυγα από τον Βόλο πριν πέντε χρόνια γεμάτος χαρά και βεβαιότητα ότι γνώρισα έναν άνθρωπο του Θεού έναν δια Χριστό Σαλό της εκκλησίας μας.  Έναν άνθρωπο που δεν έμοιαζε ότι ταιριάζει με τον κόσμο!

Αυτός ο ελεύθερος άνθρωπος με τον τρόπο της ζωής του ενέπαιζε τον κόσμο, τα έβλεπε όλα με τρόπο υπέρλογο με τρόπο δυσανάγνωστο για εμάς, αλλά ο Φώτης πάντα ο ίδιος ελεύθερος άνθρωπος. Ενας άνθρωπος με τεράστια αγάπη για όλους και ιδιαίτερα για τα παιδιά, τα παιδιά του «Θεόφιλου» αυτό μου το είχε τονίσει από τότε, να προσέχεις τα παιδιά των Πολυτέκνων, σε χρειάζονται, είχε επάνω του την αγάπη της εικόνας του Χριστού.

Έκτοτε δεν ξαναπήγα να τον δω γιατί ξέρω ότι αυτούς τους ανθρώπους δεν πρέπει να τους ενοχλούμε πολύ, αλλά συχνά σε δύσκολες στιγμές της ζωής μου τον είχα επικαλεστεί στην προσευχή μου έντονα, και αυτόματα τα πράγματα θαυματουργικός άλλαζαν…

Πιστεύω πως και εκείνος θα το καταλάβαινε και ένοιωθα από μακριά πως βλέπω το γλυκό πατρικό του χαμόγελο.

Πάντα μάθαινα από κοινούς γνωστούς που τον έβλεπαν τα νέα του και του διαβίβαζα τα σέβη μου και την αγάπη μου, ο Χριστός μας δεν μας άφησε ποτέ χωρίς Αγίους ανθρώπους, χωρίς την συμπαράσταση την δική του και των Αγίων του.

Συγκλονισμένη η τοπική κοινωνία από την Τετάρτη που έφυγε ο Φώτης, ήταν ένας σοφός άνθρωπος, ένας μεγάλος Θεολόγος, ένας μεγάλος φιλόσοφος, ένας άνθρωπος βγαλμένος από τα συναξάρια, ένας άνθρωπος δια Χριστόν Σαλός όπως ο Άγιος Ανδρέας ο σαλός και άλλοι... Επιτελούσε την Αποστολή που του έδωσε ο Χριστός μας, ένας άνθρωπος που δεν είχε χρήματα, ότι του έδινε ο κόσμος τα έδινε σε άλλους ανθρώπους, δεν είχε τίποτα και αυτό το λίγο που του έδιναν το έδινε σε άλλους συνεχίζοντας αυτήν την Αγιολογική παράδοση της Εκκλησίας μας εκπέμποντας τον λόγο του Χριστού χωρίς τον έπαινο των ανθρώπων που πολλές φορές γίνεται η αυτοκαταστροφή των ανθρώπων.

Σήμερα γίναμε όλοι πιο φτωχοί !

Χωρίς δεύτερη σκέψη έγραψα λοιπόν αυτό το κείμενο και σας το αφιερώνω με αγάπη.

Ιωάννης Ναυπλιώτης

(Σημ. Υπεύθυνος της Πολυτεκνικής οργάνωσης «Θεόφιλος» )

14/12/2017

 

Υ.Γ. Πολλοί με ρώτησαν γιατί πήγα στην κηδεία. Πήγα θεωρώντας καθήκον μου και υποχρέωσή μου να προσκυνήσω αυτόν τον Άγιο Άνθρωπο

===================

Ανεχώρησε για την αιωνιότητα ο ''ερημίτης" Φώτης του Βόλου…

Τα ξημερώματα της 13ης Δεκεμβρίου 2017 άφησε την τελευταία του πνοή στο Αχιλλοπούλειο Γενικό Νοσοκομείο «ο Φώτης του Βόλου» (κατά κόσμο Λαδόπουλος), η πιο αναγνωρίσιμη φιγούρα της πόλης, που τον περασμένο Απρίλιο υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο και, έκτοτε, μετά την απαραίτητη παραμονή του στο Νοσοκομείο, φιλοξενούνταν στο Ίδρυμα «Γηροκομείον Βόλου».


FOTHS kideia


Η αγάπη του κόσμου τόν γέμισε τριαντάφυλλα...



Η εξόδιος ακολουθία θα τελεσθεί στον Ιερό Ναό Αγίων Πάντων του Γηροκομείου αύριο στις 9:00 π.μ. και θα ακολουθήσει η ταφή στο Δημοτικό Κοιμητήριο Βόλου με δαπάνη του Ιδρύματος.

Η σορός θα βρίσκεται από τις 8.15 π.μ. εντός του Ιερού Ναού ώστε όλοι οι φίλοι του Φώτη να προσέλθουν και να του αποδώσουν τον τελευταίο χαιρετισμό.

Στις 6 Μαρτίου 2016 η “Θεσσαλία” είχε δημοσιεύσει αφιέρωμα στην ασκητική ζωή του Φώτη Λαδόπουλου με τίτλο “Αποστάγματα ψυχής από τον Βολιώτη ασκητή”.

Μέσα από τα μάτια του Φώτη Λαδόπουλου, η ζωή δείχνει να αποκτά ένα ξεχωριστό νόημα.

Ο Φώτης, τον οποίον όλοι στο Βόλο γνωρίζουν με το μικρό του όνομα, αποτελεί μία από τις πλέον οικείες φιγούρες αυτής της πόλης.

Πλανιέται στους δρόμους πολλές δεκαετίες τώρα, αλλά πάντοτε με το χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη του κι έναν καλό λόγο για όλους.

Ο 86χρονος γέροντας έχοντας μεγάλη πίστη στο Θεό και με τη βαθιά ανθρωπιά που τον διακρίνει, μοιράστηκε το απόσταγμα της εμπειρίας και της σκέψης του κι έδωσε πολύτιμες συμβουλές για το πώς μπορεί ο άνθρωπος να γίνει καλύτερος.

Επέλεξε να ζει ασκητικά και μακριά από τους ανθρώπους. Στην αρχή τον χλεύασαν, αλλά στη συνέχεια τον αποδέχθηκαν και πλέον όλοι όσοι τον συναναστρέφονται, έχουν να πουν μόνο καλά λόγια για εκείνον.

Το μονοπάτι που ακολουθεί για τη σωτηρία της ψυχής του στους περισσότερους φαντάζει δύσβατο, αλλά ο Φώτης παραμένει αφοσιωμένος στα «πιστεύω» του και καθημερινά μοχθεί να βρίσκει λύσεις, προκειμένου να ξεφεύγει από τα αδιέξοδα της σύγχρονης ζωής.

Η συνάντηση μαζί του υπήρξε τυχαία. Ξεκουραζόταν σε ένα παγκάκι στην παραλία. Άφηνε το βλέμμα του να πλανηθεί στη θάλασσα και γαλήνευε, καθώς αντίκριζε τα γαλάζια νερά του Παγασητικού.

Ωστόσο, η σκέψη του ταξίδεψε πολλά χρόνια πίσω στο παρελθόν, όταν ο ίδιος παιδί ακόμη έκανε περιπάτους στην παραλία του Βόλου:

«Θυμάμαι τον παππού μου, ο οποίος με έπαιρνε από το χέρι, με κατέβαζε στην παραλία και με την παρουσία του μού έδινε την ευκαιρία από τότε να δω κάτι καλύτερο. Φώτιος κι εκείνος, το όνομά του έχω. Είχε έρθει πρόσφυγας από την Κωνσταντινούπολη. Από την Πόλη ήταν η καταγωγή της οικογένειάς μου. Τότε μέναμε στην Ανάληψη. Εκεί γεννήθηκα και μεγάλωσα. Στην εκκλησία της Ανάληψης έγινε και η βάπτισή μου. Επτά μηνών μωρό ήμουν, όταν με βάπτισε ο παπα-Λάμπρος, ο ιερέας που είχαμε τότε στην Ανάληψη».

Οι ιστορίες που συνοδεύουν τον Φώτη είναι πάμπολλες, αλλά γνώριμες στους περισσότερους Βολιώτες, πολλοί εκ των οποίων τον χαρακτηρίζουν ως έναν από τους «διά Χριστόν σαλούς».

Η εποχή που επέλεξε να αφήσει το τσαγκάρικο που εργαζόταν όταν ήταν νέος, για τον ίδιον φαντάζει πολύ μακρινή πλέον. Ωστόσο, δεν φαίνεται μετανιωμένος για το δρόμο που επέλεξε να χαράξει: «Όσοι με ρωτούν εάν έχω παράπονα από τη ζωή, τους απαντώ: «Κανένα απολύτως». Δεν υπάρχει κάτι που θα ήθελα να έχω κάνει και δεν το έπραξα. Αντίθετα, προσπαθούσα πάντοτε να μην πικραίνω τους άλλους. Κρατούσα μέσα μου τα λάθη και προσπαθούσα, όπως και τώρα, να λύνω τα προβλήματά μου και να γίνομαι καλύτερος άνθρωπος».

Να αποφεύγουμε τα λάθη

Ο 86χρονος ερημίτης, ο οποίος για πολλά χρόνια διαβίωσε σε μία σπηλιά στο λόφο της Γορίτσας και πλέον βρήκε καταφύγιο σε μία καλύβα που του προσφέρθηκε σε ένα κτήμα στα Κογιάτικα της Νέας Ιωνίας, μπορεί να έχει όψη πένητα, αλλά ο πλούτος της ψυχής του είναι μοναδικός.

«Τα βράδια που πέφτω για ύπνο, πάντοτε προσεύχομαι στο Θεό. Λέω το «Πάτερ ημών», μία ολοκληρωμένη προσευχή για κάθε Έλληνα και Ελληνοπούλα. Πόσοι προσεύχονται πλέον καθώς πλαγιάζουν στο κρεβάτι τους; Ελάχιστοι πια», σημείωσε με νόημα ο Φώτης, για να συμπληρώσει με την ταπεινότητα που τον διακρίνει:

«Ένας άνθρωπος που αγαπάει τον Θεό και έχει σεβασμό απέναντί του, κοιμάται ήσυχος τα βράδια. Όταν προσπαθείς να μην κάνεις λάθη, δεν περπατάς στη γη, αλλά πετάς και μοιάζεις σαν να έχεις αποκτήσει δύο φτερά αγγελικά».

Ζωή καμωμένη με αγάπη…

Άνθρωπος που απεκδύθηκε τα υλικά αγαθά, έδωσε τη δική του διάσταση για το πώς μπορεί κάποιος να νιώθει ευτυχισμένος:

«Μόλις ξυπνάμε το πρωί, ας μην είναι η πρώτη σκέψη μας πόσα χρήματα θα βγάλουμε. Να κοιτάζουμε τη ζωή με αγάπη, χωρίς απαιτήσεις. Οι απαιτήσεις τον άνθρωπο τον αποπροσανατολίζουν και δεν μπορεί να αναγνωρίσει εύκολα την αποστολή που έχει. Η εξέλιξη κούρασε τον άνθρωπο. Κι εφόσον συνέβη αυτό, είναι λογικό να κάνουμε λάθη. Ο καθένας μας πρέπει να πάρει μία ευθύνη για την παρουσία του και το έργο που θα επιτελεί πάνω σ’ αυτή τη γη που περπατάμε. Έτσι θα ξεφύγουμε και από όλα εκείνα που μας κρατούν φυλακισμένους».

Σκέψεις καθάριες, αλλά απόλυτα φιλοσοφημένες, με τον Φώτη να υπογραμμίζει: «Τα προβλήματα υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν για όλους. Όμως και πάλι μπορούμε να καλυτερέψουμε τις ζωές μας. Το πιστεύω ακράδαντα αυτό. Αρκεί ο καθένας να βάζει το δικό του λιθαράκι. Μόνο εάν γνωρίσεις καλύτερα τον εαυτό σου, μπορείς να ελπίζεις. Όταν σηκώνεσαι το πρωί και βγαίνεις έξω στην κοινωνία, να προσπαθείς να δώσεις εκείνο που δεν έδωσε ο άλλος. Κάθε μέρα που αντικρίζουμε το φως του ήλιου, να είμαστε χαρούμενοι και να αντιλαμβανόμαστε την ευλογία που κρύβει η ζωή».

Η πίστη είναι το παν…

Όσο για το πού κρύβεται η πραγματική ευτυχία των ανθρώπων; Ο ευσεβής γέροντας απάντησε με τρόπο αφοπλιστικό:

«Κάθε άνθρωπος είναι ένα τέλειο δώρο από τον Θεό, ο οποίος μας χαρίζει άπειρα πράγματα από την πρώτη στιγμή που ερχόμαστε στον κόσμο ετούτον. Πιστεύοντας στο Θεό, μπορούμε να βρούμε λύσεις και να νιώσουμε ευτυχισμένοι. Η πίστη είναι το παν. Όταν αγαπάμε τον Θεό και δεν κάνουμε λάθη, έχουμε τη δυνατότητα να ανακαλύψουμε την ομορφιά της ζωής».

Κείμενο: Χριστόφορος Σεμέργελης