Ασπάσθηκε τα πόδια της, τα χέρια της και την άκρη της μύτης. Έπειτα κάθησαν στον μικρό διάδρομο, όπου υπήρχε ένα μπαουλάκι και ένα σκαμνάκι, και η Αγία του διηγήθηκε τον βίο και τα μαρτύριά της. Την ώρα που τα διηγείτο, ο Όσιος δεν τα άκουγε απλώς, αλλά ένιωθε ότι τα έβλεπε και τα ζούσε. Την ρώτησε:

-- Πως άντεξες τόσα μαρτύρια;
– Αν ήξερα πόση δόξα έχουν οι Άγιοι στον Ουρανό, θα ήθελα να περάσω ακόμη μεγαλύτερα μαρτύρια.

Έπειτα, την συμβουλεύθηκε για τρία θέματα που τον απασχολούσαν:

Το ένα θέμα ήταν εκκλησιαστικό· του είχαν ζητήσει την γνώμη του για ένα ζήτημα, και η Αγία του επιβεβαίωσε ότι η απάντηση που είχε δώσει ήταν σωστή. Το δεύτερο ήταν η έκδοση του Βίου του Αγίου Αρσενίου και το τρίτο θέμα ήταν δύο ζητήματα που αφορούσαν το Ησυχαστήριο.

Όταν η Αγία έφυγε, άφησε τον Όσιο σε κατάσταση «θείας τρέλλας».

Έμεινε κλεισμένος στο Καλυβάκι του, μέσα στην παραδεισένια ατμόσφαιρα που είχε φέρει η Αγία με την επίσκεψή της και όπου ήταν διάχυτη μία ουράνια ευωδία. Ο νούς ήταν προσηλωμένος στην ιερή μορφή της, η δε καρδιά του κόντευε να σπάσει από γλυκειά αγάπη και μέ ανέκφραστη χαρά φώναζε: «Με παλάβωσες, με παλάβωσες, Αγία Ευφημία! Ξέρεις πως με έκανες; Τέτοια λεπτή γλυκύτητα!».

Ύστερα από 12 ημέρες ο Όσιος επισκέφθηκε το Ησυχαστήριο, θέλοντας να κάνει και τις αδελφές κοινωνούς της ουράνιας ευφροσύνης που ο ίδιος ζούσε... Τις ημέρες που έμεινε εκεί ήταν φανερό ότι ζούσε ακόμη στην ατμόσφαιρα της θείας επισκέψεως. Ένα βράδυ, μία αδελφή τον βρήκε να ασπάζεται με θερμό πόθο μία εικόνα της Αγίας Ευφημίας. Ήταν όλος αλλοιωμένος από θεία αλλοίωση. Και, καθώς κόχλαζε μέσα του η θεία αγάπη, ο αέρας της αναπνοής του έβγαινε ηχηρός, σαν θερμός ατμός. Η κατάσταση αυτή έμοιαζε με εκείνη που τέσσερις μήνες νωρίτερα είχε περιγράψει σε επιστολή του: «Η ακριβή αγάπη προς τον Θεό, με τις θυσίες της, γλυκοβράζει την καρδιά, και σαν τον ατμό πετιέται ο θείος έρως, ο οποίος δεν μπορεί να συγκρατηθή, και ενώνεται με τον Θεό».

Αργότερα, εις ανάμνησιν αυτής της θείας επισκέψεως ο Όσιος έγραψε ένα τροπάριο που το έψαλλε «εν όλη καρδία», όταν ήταν μόνος του:

«Ποίοις εὐφημιῶν ᾄσμασιν, εὐφημήσωμεν τὴν Εὐφημίαν, τὴν καταδεχθεῖσαν ἀπὸ ἄνωθεν, καὶ ἐπισκεφθεῖσαν κάτοικον μοναχόν, ἐλεεινὸν ἐν τῇ Καψάλᾳ. Ἐκ τρίτου τὴν θύραν πάλιν τοῦ ἔκρουσε, Τετάρτη ἠνοίχθη μόνη ἐκ θαύματος, καὶ εἰσελθοῦσα μὲ οὐράνιον δόξαν, τοῦ Χριστοῦ ἡ Μάρτυς, προσκυνοῦντες ὁμοῦ Τριάδα τὴν Ἁγίαν, βεβαιοῦσα οὕτω τὴν ἀσφάλειαν, τῆς εἰρήνης καὶ τῆς θείας εὐφροσύνης».

 

Βοήθησε επίσης τις αδελφές να αγιογραφήσουν και την εικόνα της Αγίας Ευφημίας σε στάση να χτυπάει την πόρτα του Κελλιού του. Ένα ξύλινο εικονάκι με φωτογραφία αυτής της εικόνας το είχε για πολύ καιρό επάνω στο προσκέφαλό του, στο κελλί του στο Άγιον Όρος. Το εικονάκι αυτό, από τους συνεχείς θερμούς ασπασμούς του, ξεφλουδίσθηκε, και δεν φαινόταν πλέον η μορφή της Αγίας· έφυγε από το χαρτί και τυπώθηκε στην καρδιά του.

Έγραψε ο Όσιος σε επιστολή του: «Οι Άγιοι χαίρονται, όταν τυπώνονται στις καρδιές των ανθρώπων. Όταν ασπάζεται ο Χριστιανός τις άγιες εικόνες και ζητάει βοήθεια, εάν έχει ευλάβεια, με τον ασπασμό που κάνει με την καρδιά του ρουφάει όχι μόνον την Χάρη του Χριστού, της Παναγίας η των Αγίων, αλλά ρουφάει μέσα στην καρδιά του και τον Χριστό ολόκληρο η την Παναγία η τους Αγίους και τοποθετούνται πιά στο Τέμπλο του Ναού του. Ναός του Αγίου Πνεύματος ο άνθρωπος».

Η μεγάλη του αγάπη για την «Μεγάλη αυτή Αγία, η οποία, ενώ του ήτο άγνωστη, του έκανε αυτή την μεγάλη τιμή», έκαιγε άσβεστη μέσα του, μέχρι την ημέρα που, 20 χρόνια αργότερα, το 1994, την επομένη της εορτής της, πήγε να την συναντήσει στον Παράδεισο.
(από το βιβλίο: «Ο Άγιος Παίσιος ο Αγιορείτης», Ιερόν Ησυχαστήριον «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος»)

 iconandlight.

Διαβάστε επίσης:Η Αγία Ευφημία: ο βίος και το θαύμα της Αγίας και ο Άγιος Παΐσιος  

Η αγία Ευφημία και οι αιρετικοί Μονοφυσίτες