ΕΙΚΟΝΕΣ  ΚΟΛΑΣΕΩΣ ...



 Σέ όλες σχεδόν τίς παραδόσεις τών αρχαίων λαών,  από τά πολύ παλαιά χρόνια, υπήρχε η αντίληψη τού άλλου κόσμου καί τής άλλης ζωής.                     

Ομως, ο ερχομός τού Χριστού στήν γή, καί η ενημέρωση τών ανθρώπων  γιά τόν "άλλο  κόσμο" μέ κάθε λεπτομέρεια, αύξησε αυτόν τόν προβληματισμό  καί τήν προετοιμασία... 

Ο Χριστός, στήν παραβολή τού πλουσίου καί  τού φτωχού υπηρέτη του,  πού συμβολικά ονομαζόταν Λάζαρος , σκιαγράφησε τά συμβαίνοντα  "μετά θάνατον " , καί προειδοποίησε τό τί περιμένει τούς ανθρώπους εκείνους πού θά αδιαφορήσουν γιά τόν κίνδυνο.

Μίλησε ακόμη γιά αποπομπή τών ανθρώπων αυτών στήν φωτιά τήν αιώνια, λέγοντας τά χαρακτηριστικά εκείνα λόγια, 

" ... πορεύεσθε απ΄ εμού, οι κατηραμένοι είς τό πύρ τό αιώνιον τό ητοιμασμένον τώ διαβόλω καί τοίς αγγέλοις αυτού ..., 

καί αλλού, μιλώντας γιά τήν μεγάλη Κρίση, στήν Β΄ παρουσία, προειδοποίησε,

 " καί απελεύσονται ούτοι ( οι αμαρτωλοί ) , είς Κόλασιν αιώνιον ... " (Ματθ.ΚΕ¨41-46). 

Ανέφερε ακόμη, τό σκότος τό "εξώτερον" υπονοώντας ότι υπάρχει  καί σκότος "εσώτερον" , πιό βαθύ δηλαδή καί πιό αποτρόπαιο, καί κατέληξε λέγοντας, 

" Εκεί έσται, ο τριγμός καί ο βρυγμός τών οδόντων... ( Ματθ. ΚΒ΄30 )

Στήν Αποκάλυψη μιλάει ακόμη γιά " λίμνη καιομένη πυρί καί θείω..." καθώς επίσης ότι " ο καπνός τού βασανισμού αυτών, είς αιώνας αιώνων αναβαίνει, καί ούκ έχουσιν ανάπαυσιν ( οι τιμωρούμενες ψυχές ) ημέρας καί νυκτός ...) Αποκάλ. ΙΔ΄11

Δέν μίλησε βέβαια γιά καζάνια πού βράζουν καί γιά πηρούνια τεράστια, πού θά τρυπούν τούς ανθρώπους, όπως πολλοί αναφέρουν κοροϊδεύοντας. Εδωσε όμως εικόνες υλικές καί κατανοητές από τόν κόσμο πού ζούμε, γιά νά μπορέσουμε κάπως νά καταλάβουμε τήν φρίκη τήν αιώνιο στούς τόπους εκείνους...

Μίλησε, σάν έναν δάσκαλο ορεινού χωριού κάποτε, πού απευθυνόμενος στούς μαθητές του, πού ποτέ τους δέν είχαν δεί τήν θάλασσα, τούς είχε ειπεί. 

-- Η θάλασσα παιδιά, είναι σάν μιά μεγάλη στέρνα. Σάν κι΄αυτή πού ποτίζετε τά πρόβατα, αλλά ασύγκριτα μεγαλύτερη. Φανταστείτε ένα κάμπο, γεμάτο νερό...

-- Καί τό πλοίο κύριε, πώς είναι τό πλοίο;

-- Τό πλοίο παιδιά, είναι σάν μία μεγάλη σκάφη πού πλέει μέσα στήν στέρνα...

Αλλά όποια ασύγκριτη διαφορά υπάρχει μεταξύ στέρνας καί θάλασσας, σκάφης καί τάνκερ, τόση ακριβώς καί περισσότερη είναι η διαφορά γεγονότων καί  καταστάσεων πού θά κληθούμε κάποτε νά αντιμετωπίσουμε ...

                        
ΧΕΙΡΟΥΡΓΕΙΟ  ΘΑΝΑΤΟΥ ...


Θά παραθέσουμε τώρα μία απομαγνητοφωνημένη συνέντευξη, όπως τήν βρήκαμε σέ ένα ηχητικό ντοκουμέντο, κασέτα  θαυμάτων, τής Παναγίας τής Μαλεβή, μιάς εικόνας μέ έναν παράξενο τρόπο συμπεριφοράς, γιά τήν οποία λεπτομερώς αναφέρουμε , στήν στήλη   "Tώ καιρώ ετούτω "  

Είναι μία μαρτυρία, ότι ένας άλλος κόσμος μάς περιμένει, μέσα από μία διαδικασία,  ελέγχου καί Κρίσεως...

Μιλάει η ασθενής.

"Ημουν πολύ καλά όταν μού παρουσιάσθηκε μία μικρή αιμορραγία. Μέ πίεσαν καί πήγα στόν γιατρό, τό είχα σάν αστείο εγώ, βρέθηκε όμως πράγματι ένα μικρό ινομύωμα. Ομως μετά,  μού είπε ο γιατρός, ότι τό αίμα δέν είναι από τό ινομύωμα, αλλά προέρχεται από πολύποδα. Θά κάνεις μία απόξεση καί θά γίνεις καλά, μέ καθησύχασε ...

Εκανα πράγματι τήν απόξεση κάναμε καί κάποιες άλλες αναλύσεις, βρέθηκαν σχετικά καλές, καί καταλήξαμε μέ τόν γιατρό, ότι άν ήθελα, μπορούσα καί νά μή  κάνω τήν εγχείρηση.

Ομως, ένα βράδυ είδα στόν ύπνο μου ότι μέ είχαν στό χειρουργείο. Αυτό μέ έβαλε σέ σκέψεις, μήπως ήταν κάποια προειδοποίηση. Δούλευα τότε σέ μιά κλινική καί συζητώντας μέ μία συνάδελφο, μού είπε νά πάω νά εγχειρισθώ. 

Παρακαλούσα τήν Παναγία μία βδομάδα  νωρίτερα νά μέ βοηθήσει, καί νά μού δείξει άν πρέπει νά εγχειρισθώ ή όχι. Δυσκολεύθηκα αρκετά στήν προετοιμασία ναρκώσεως, τόσο, πού απορούσαν καί οι γιατροί βλέποντάς με άγρυπνη.


ΚΙ΄ ΟΜΩΣ , ΘΑ  ΥΠΑΡΞΕΙ  ΕΛΕΓΧΟΣ...




Οπως βρισκόμουν ξύπνια, ξαπλωμένη στό κρεββάτι, βλέπω μπροστά μου δυό άγνωστα πρόσωπα, όχι γιατρούς. Μού λένε,

-- Πάμε..                                                                   

-- Πού θά πάμε, τούς λέω, θά γίνει εγχείρηση τώρα.

-- Πάμε, θά γίνει καί η εγχείριση... 

Τήν ώρα όμως πού μού έλεγαν αυτά,  ξεκίνησε από τό στόμα τους κάτι σάν μουσική, μέ λέξεις συνεχώς επαναλαμβανόμενες " η εγχείριση θά γίνει, η εγχείριση θά γίνει ..."

Ητανε λέξεις ανακατεμένες μέ μουσική έτσι καθώς  περπατούσαμε στόν διάδρομο. Φθάσαμε κάπου, καί ανεβαίνοντας τρία σκαλιά, τά μέτρησα, άνοιξε μία πόρτα καί μπήκαμε σέ ένα γραφείο. Ηταν καθισμένος εκεί ένας άνθρωπος. 

Δέν μπορούσα νά διακρίνω τό πρόσωπό του, έβλεπα όμως τό σώμα  καί τά χέρια του πάνω στό γραφείο. Δίπλα του υπήρχε ένα πακέτο, σάν μπλόκ  λογιστικών αποδείξεων. Κρατούσε ανοιχτό ένα βιβλίο, μεγέθους Ευαγγελίου τό οποίο καί συμβουλεύτηκε, πρίν μέ ρωτήση,

-- Είσαι παντρεμένη; 

-- Ναί. 

-- Εχεις παιδιά;

-- Ναί. 

-- Πόσα παιδιά έχεις;

-- Τρία.

-- Ήσουν πιστή στό στεφάνι σου; 

-- Μάλιστα !  

-- Γιατί  3  παιδιά; Τού λέω πάλι κλαίγοντας,

-- Τρία.

-- Θέλω νά μού εξηγήσεις, μού λέει, γιατί μόνο τρία παιδιά; Είχες κάνει εκτρώσεις;

-- Οχι. Εκανα μία, αλλά δέν γνώριζα ότι ήταν αμαρτία. Τό εξομολογήθηκα όμως σέ ιερέα...

Μόλις είπα, ότι τό εξομολογήθηκα σέ ιερέα, υπέγραψε βιαστικά τό δελτίο αποδείξεων, έκοψε τό χαρτί καί τό έδωσε στόν δεξιό συνοδό μου.

-- Πάμε, μού λένε οι συνοδοί μου. 

( Εν τώ μεταξύ, η μουσική καί οι λέξεις " η εγχείριση θά γίνει " ακούγονταν συνεχώς ). Μπήκαμε σέ δεύτερο γραφείο. Μέ ρωτούν πάλι.

-- Εκκλησιάζεσαι; 

-- Μάλιστα.

-- Εξομολογείσαι; 

-- Ναί.

-- Κοινωνάς; 

--Μάλιστα.

-- Νηστεύεις; Λέω πάλι,

-- Μάλιστα.

Υπέγραψε καί αυτός στίς αποδείξεις πού είχε μπροστά του, έκοψε τό χαρτί καί τό έδωσε στόν δεξιό συνοδό μου. Ξεκινήσαμε τώρα γιά τό τρίτο γραφείο. Εκεί, είδα διαφορετικά φώτα, άλλες διακοσμήσεις... 

Αρχισα νά σκέπτομαι μήπως έγινε η εγχείριση καί έχω πεθάνει καί βρίσκομαι στήν άλλη ζωή, γιατί έβλεπα άλλα πράγματα, άλλο κόσμο, έξω από τήν ζωή πού καθημερινά βλέπουμε. Προσπαθούσα νά καταλάβω άν ήμουνα σέ μέρος πού ήταν μέ τόν Θεό,  ή μέ πήγαιναν γιά τήν Κόλαση.

Σηκώθηκε ξαφνικά ένας δυνατός αέρας, σάν σίφουνας, καί πρόσεξα ανάμεσα στά ανακατωμένα φύλλα τών δένδρων, πολύχρωμα μικρά σταυρουδάκια νά στριφογυρίζουν στόν αέρα. Η θέα τών Σταυρών μέ καθησύχασε. Μπήκαμε στό τρίτο γραφείο. Μέ ρωτούν πάλι,

                 

ΑΓΑΠΑΤΕ   ΑΛΛΗΛΟΥΣ ...



-- Κάνεις βοήθειες ; ( ελεημοσύνες )

-- Είμαι φτωχιά, αλλά ότι μπορώ κάνω...

-- Επισκέπτεσαι ανάπηρους, φτωχούς, αρρώστους; 

-- Κάνω καί τήν νοσοκόμα, καί μού αρέσει νά περιποιούμαι αρρώστους,   γι΄αυτό πάω...

Υπόγραψε κι΄αυτή τήν απόδειξι καί τήν έδωσε στούς συνοδούς μου. Πήγαμε στό τέταρτο γραφείο. Μέ ρωτάνε εκεί,

-- Μήπως είσαι "αρπαώνης " ( Κυπριακή διάλεκτος, "γραπώνεις, αρπάζεις" ).

     Αυτή  τήν λέξι όμως, προσωπικά, δέν τήν είχα ακούσει ποτέ μου. Τού λέω, 

 --Τί σημαίνει αυτό κύριε; Δέν τήν ξέρω αυτή τήν λέξη...

-- " Αρπαώνεις, αρπαώνεις ; " μού λέει.

-- Δηλαδή άν αρπάζω, άν κλέβω , θέλεις νά πείς;

-- Ναί.

-- Αμα είναι καί πεινάω, τού λέω, τά παίρνω. Αμα είναι, καί κάτι πού δέν τό έχω, αλλά τό βρίσκω διπλό, ( στήν δουλειά μου ή καί αλλού ), κι΄ αυτό τό παίρνω...

Μού τράβηξε μία γραμμή πάνω στό χαρτί, σάν κάτι νά σημείωσε, δέν τό υπόγραψε,  (όπως υπόγραφαν οι  άλλοι νωρίτερα ), έκοψε τό χαρτί καί τό έδωσε. Μπήκαμε στό πέμπτο γραφείο. Ερώτηση,

-- Κατακρίνεις τόν αδελφό μου; 

   Τού λέω,

-- Μέ συγχωρείτε κύριε, δέν ξέρω τόν αδελφό σας.

   Θύμωσε, καί μού ξαναείπε,

-- Τόν αδελφό σου, τόν συνάνθρωπό σου, τόν κατακρίνεις; Τού λέω,

-- Ναί, κύριε, τόν κατακρίνω.

-- Γιατί τόν κατακρίνεις;

-- Γιατί, δέν μού αρέσουν οι πράξεις του...

-- Τίς δικές σου πράξεις,  τίς κατακρίνεις;

-- Κύριε, νά σάς εξηγήσω...

-- Οχι, μού λέει, πές μου γιατί κατακρίνεις; 

-- Κατακρίνω, τού λέω, προσπαθώντας νά δικαιολογηθώ ...

-- Μέ τόν συνάδελφό σου πώς είσαι;

-- Οχι καί καλά. Εκεί πού δουλεύω υπάρχουν παρεξηγήσεις καί φασαρίες.   Ομως εξομολογούμαι τακτικά καί τά λέω στόν πνευματικό μου...

Κοίταξε τό χαρτί, σημείωσε κάτι, καί δέν υπόγραψε τήν απόδειξη, (όπως δέν είχε υπογράψει κι΄ο άλλος στό προηγούμενο γραφείο ). Παρ΄ όλο πού είπα ότι τά εξομολογούμαι τακτικά σέ ιερέα,  (αλλά τά ξανακάνω πάλι ...)

Τό " αρπαώνης-κλέβεις" , καί τίς κατακρίσεις,  δέν τίς υπέγραφε...                                                                                 

Βγήκαμε έξω καί βαδίζοντας γιά τό επόμενο, έκτο γραφείο, η μουσική καί τά λόγια πού συνεχώς άκουγα πρίν, ότι " η εγχείριση θά γίνει, η εγχείριση θά γίνει"  τώρα άλλαξαν. Τώρα άκουγα, σέ γρήγορο πλέον ρυθμό " η εγχείριση τελείωσε, η εγχείριση τελείωσε ...". 

                                

               ΠΑΡΤΕ  ΤΗΝ  ΠΙΣΩ ....



Μπήκαμε σέ νέο γραφείο. Δέν υπήρχε κανένας, μόνο μία μεγάλη πολυθρόνα καί κάθε λίγο έβλεπα, πότε ένα αστεράκι, πότε ένα πολύχρωμο σταυρουδάκι, νά εμφανίζεται πάνω στήν καρέκλα αυτή καί νά φεγγοβολάει μέ αστραπές... 

Από μία μικρή , χαμηλή πόρτα μπήκε ένα πρόσωπο, σάν κοπέλα, πολλή ωραίο, μέ μεγάλα μάτια ( μού θύμιζε άγγελο ), καί τό μόνο πού πρόσεξα ιδιαίτερα ήταν τά χρυσά περιβραχιόνια πού είχε στά χέρια του ( ενδεικτικό κάποιας εξουσίας ), μέ μία μεγάλη πέτρα επάνω τους πού έβγαζε αστραπές.  

Μπήκε μέ έναν σεμνό αέρα, κάθισε  στήν καρέκλα, καί μέ κοίταξε ερευνητικά από τό πρόσωπο ώς τά πόδια. Άπλωσε τό χέρι  καί ο συνοδός μου  έδωσε τά χαρτιά πού μέ αφορούσαν. Εβλεπα τό πρόσωπο αυτό πολύ καθαρά, καθώς διάβαζε τά σημειώματα. 

Σταμάτησε ξαφνικά, καί στρεφόμενος πρός τήν πόρτα εξόδου είπε υπομονετικά, τρείς φορές, σάν κάποιον νά ρωτούσε απ΄ έξω...

-- Νά τήν περάσω, νά τήν περάσω, νά τήν περάσω;

Δέν άκουσα τήν απάντηση. Γύρισε μόνο καί φώναξε, δείχνοντας τήν έξοδο.

-- Πάρτε την πίσω, πάρτε την πίσω...

Ηταν στ΄ αυτιά μου ακόμη ο αντίλαλος τών λέξεων " πάρτε την πίσω, πάρτε την πίσω " , όταν ένοιωσα ένα χέρι στό μέτωπό μου. Ακουσα μιά φωνή.

-- Μάμα, μάμα, τέλειωσε η εγχείρισή σου, τέλειωσε. Ηταν η κόρη μου, καί άρχισα νά συνέρχομαι. 

Γιατί δέν μ΄ αφήσατε, τούς έλεγα. 

Οι νοσοκόμες πέσαν επάνω μου, ζητούσαν νά μάθουν τί είχε συμβεί. Σέ όλη τήν διάρκεια τής εγχειρίσεως, μού έλεγαν, κάπου τρισήμιση ώρες,  σέ ακούγαμε πού συνομιλούσες. Μέ ποιούς μιλούσες καί κουνούσες τά χέρια σου; Πές μας τί συνέβη; 

Μαζεύτηκαν  50  περίπου νοσοκόμες, όλο σχεδόν τό προσωπικό, καί ζητούσαν επίμονα νά τούς ειπώ. Τί έβλεπα, αυτές τίς ώρες στό χειρουργείο; 

Αν καί τά θυμάμαι όλα έντονα, ζήτησα στυλό καί χαρτί γιά νά μή τά ξεχάσω. Ηλθε ένας θεολόγος καί μού πήρε συνέντευξη. 

Σέ συζήτηση πού είχα μέ πνευματικούς ανθρώπους, μού είπαν ότι όλα αυτά, συμβαίνουν στίς ψυχές μετά θάνατο. Εκεί θά υπάρξει Κρίση. Γιά λόγους πού δέν γνωρίζουμε, μού είπαν, οι άγγελοι πού διακονούσαν σάν συνοδοί τήν ψυχή σου, πήραν τήν τελευταία στιγμή, εντολή από τόν Θεό νά μέ γυρίσουν στόν κόσμο, νά διορθωθώ καί νά μετανοήσω...

-- " Πάρτε την πίσω...."

Ο πνευματικός μου, μού είπε.

Σύμφωνα μέ τήν Παράδοση τής Ορθοδόξου Εκκλησίας, από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερα, υπάρχουν  9  τελώνια , σταθμοί ελέγχου τών ψυχών πού πεθαίνουν. Πέρασες τά πέντε, μέ τά τελευταία τρία ανυπόγραφα. 

Ο έλεγχος στόν έκτο σταθμό υπήρξε απορριπτικός γιά τήν ψυχή σου. Είχες νά περάσεις καί τά υπόλοιπα. Είχες τά κατάλληλα έργα γιά νά περάσεις;                                                                     

           

ΜΗ  ΜΕ  ΔΙΚΑΖΕΤΕ ...    




 Διηγείται ένας φίλος, αυτόπτης μάρτυρας τού συμβάντος.

 " ... πέθαινε η μάνα μου, μού είπε. Καί πάνω στό τέλος της δέν ανεγνώριζε ούτε εμάς, τά παιδιά της. Τά μάτια της σφαλισμένα. Καί μόνο η αναπνοή της έδειχνε ένα υπόλειμμα ζωής πού ακόμα είχε. 

Τότε, εκεί πάνω στό τέλος, άρχισε η μάχη. Κι΄  εμείς τά παιδιά της, οι παρατηρητές. Ενώ δηλαδή είχε τά μάτια κλειστά, καί δέν αναγνώριζε ούτε εμάς τά παιδιά της, όμως αυτή  "έβλεπε... ".

" Εβλεπε " άλλους. Ποιούς; Πρόσωπα, πού είχαν έλθει νά τήν  "παραλάβουν " . Καί τότε, μέσα στήν ησυχία τήν νεκρική τού περιβάλλοντος, άρχισε νά φωνάζει .

-- Φύγετε. Φύγετε. Μή μέ παίρνετε. Μή μέ δικάζετε. Δέν έκανα τίποτα ...

Ποιά ψυχολογία, ποιά κοινωνιολογία, πιά φιλοσοφία, καί πιά... θά μπορούσε νά μάς πεί, τί έβλεπε αυτή η ταλαίπωρη, μέ τά μάτια κλειστά ή, τί πρόσωπα καταλάβαινε αυτή, πού δέν γνώριζε ούτε τά παιδιά της;

Ναί, έλεγε ο φίλος μου. Είναι γεγονός, τό είδα μέ τά μάτια μου. Υπάρχει καί άλλος κόσμος. Καί έρχονται νά παραλάβουν τήν ψυχή μας εκεί, στήν επιθανάτια κλίνη, εκεί στόν τόπο τού τροχαίου θανατηφόρου, μέσα από τίς λαμαρίνες καί τά σίδερα, είτε άγγελοι αγαθοί, είτε πονηροί δαίμονες. 

Ανάλογα μέ τά έργα μας...


ΣΧΕΤΙΚΗ ΑΦΗΓΗΣΗ ΕΝΟΣ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΑΓΙΟΥ...

( τού π. Ιακώβου Τσαλίκη )

 

Όταν είχε κοιμηθεί ο Γέροντας μου, ο πατήρ Νικόδημος, είπα στην προσευχή μου, που να πήγε άραγε η ψυχή του; 

Τότε είδα, όχι σε όνειρο, αλλά πνευματικό τω τρόπω, ότι με φώναξε ο Γέροντας μου να του πάω τα κλειδιά της Μονής γιατί ήρθε ο Μέγας Αρχιερέας !

Πήγα λοιπόν έξω από την πόρτα του κελιού, που είναι πάνω από την είσοδο της μονής, κι όταν έφτασα κοντά, ακούω ομιλίες, ερώτηση, απάντηση. 

Μέσα γινόταν ανάκριση, εξέταση. 

Χτύπησα την πόρτα και μπήκα μέσα στο δωμάτιο και τι να δω!!!....... 

Ο Γέροντας μου στεκόταν όρθιος, ξεσκούφωτος με το κεφάλι κατεβασμένο και τα χέρια σταυρωμένα με πολύ φόβο και ευλάβεια.

Απέναντι του ήταν ο Μέγας Αρχιερέας καθήμενος επί θρόνου. Ο θρόνος ήταν μετέωρος ένα μέτρο πάνω από το δάπεδο. Το πρόσωπο του έλαμπε. Χρυσό, σαν καθαρό κερί, δεν μπορώ να το περιγράψω παιδί μου.

Στα γόνατα του ήταν ανοιχτό ένα βιβλίο και μέσα ήταν γραμμένη η ζωή του Γέροντά μου. Ρωτούσε ο Μέγας Αρχιερέας και απαντούσε ο Γέροντας μου.
Μόλις μπήκα μέσα σταμάτησε η ανάκριση, πήγα στον Γέροντα μου, του έβαλα μετάνοια και του έδωσα τα κλειδιά της Μονής.

«Γέροντα, έφερα και τα κλειδιά της Λειψανοθήκης μην τυχόν θελήσει ο Αρχιερέας να προσκυνήσει τα Αγια Λείψανα», του είπα. Ο γέροντάς μου, τα πήρε. 

Ήθελα να βάλω μετάνοια και στο Μέγα Αρχιερέα, αλλά δεν μου είπε τίποτε ο Γέροντας μου κι επειδή ήμουν υποτακτικός, δεν μπορούσα να κάνω κάτι χωρίς ευλογία.
Έτσι βάζοντας μετάνοια στον Γέροντα μου και υποκλινόμενος από μακριά στον Μέγα Αρχιερέα, βαδίζοντας προς τα πίσω, χωρίς να γυρίσω την πλάτη μου, βγήκα από το δωμάτιο.

Αμέσως μόλις βγήκα άρχισε πάλι η ανάκριση...

Είδα, παιδί μου, ότι όλη μας η ζωή, έργα, λόγια, σκέψεις είναι γραμμένα, καί θα δώσουμε για όλα λόγο.
Όσο για τον Γέροντά μου πληροφορήθηκα ότι η ψυχή του πήγε πολύ καλά."

Από το βιβλίο: "ΛΟΓΟΙ ΑΘΩΝΙΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ
ΑΓΙΩΝ ΜΟΡΦΩΝ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΜΑΣ", Κοζάνη 2006,

πηγή : www.athos.edo.gr