Μετ
π τν ποκάλυψη νέβηκε στν Μον το Θεολόγου, πέβαλε τ σέβη του στν γούμενο κα πατριαρχικξαρχο, κα κατέβηκε στν γέροντα μφιλόχιο. Τοκανε βαθει μετάνοια. Γέροντας τν ρώτησε ν εναι ερεύς. Δειλ-δειλ το επε τν διότητά του.

–Τότε, πάτερ Σάββα, γιατί μο
κάνεις δαφιαία μετάνοια; Σο επανε τι δ πο θλθης θ δς κάποιον γιο; Λάθος σο επανε· εμαι μαρτωλός.

π. Σάββας κτοτε, σάκις πήγαινε ν πάρη τν εχ το Γέροντα, πάντα κανε βαθει
μετάνοια.

Τ
ν φιλοξένησε στ Κάθισμα τογίου ωσήφ, τ λεγόμενο Κουβάρι. θελε ν λειτουργ κάθε μέρα. πρεπε νξοικονομήσουμε πρόσφορο, σφαλς κα ψάλτη, γι ν λειτουργ στ γύρω Καθίσματα (γιος Γεώργιος, γία Παρασκευ στν κάβο, γιος Χριστόδουλος στν Σταυρό). Ο συνθκες γι καθημεριν θεία Λειτουργία ταν δύσκολες, λλ π. Σάββας εχε πάντα τν νο του στραμμένο στγιο Θυσιαστήριο. Τοταν ντελς δύνατο ν περάση μέρα χωρς Λειτουργιά.

λεγε πολ λίγα λόγια. ποτραβιόταν στν μόνωση κα στ κομποσχοίνι. να βράδυ μοκμυστηρεύθηκε τι φυγε π μικρ παιδπ τ σπίτι του κα ποτέ δν παυσε ννθυμται κα νγαπ τν μητέρα του, γιατ ατ τν νέθρεψε ν παιδεί κα νουθεσί Κυρίου. Θεωροσε τν αυτό του χρεώστη στν μάννα του κα γι ατ πάντοτε τν μνημόνευε.

γώ, παιδί μου Μανώλη, –μο επε– πηρέτησα 15 χρόνια στν Γολγοθ κα λειτουργοσα κάθε μέρα. Τελειώνοντας τν θεία Λειτουργία, σκυβα κάτω π τν γία Τράπεζα, βαζα τ πρόσωπό μου μέσα στν π τς πέτρας, στν ποία στήθηκε Σταυρς το Κυρίου καλεγα:

«Μνήσθητι τς μητρός μου...».

ταν τέλεσα τν θεία Λειτουργία γι τελευταία φορ στν Γολγοθά, πάλι μνημόνευσα τν μάννα μου μέσα στν π τς πέτρας κακουσα π μέσα τν φωνή της: «Σ εχαριστ, παιδί μου». Ατ τχω διηγηθ πολλς φορς κα δν χω κανένα λόγο μέσα μου ν τμφισβητ· τ κρατς γεγονός.


GRHGORdoxeiar1

¨Ενα ιδιόγραφο σημείωμα ανηρτημένο στό αίθριο τής Μονής Δοχειαρίου Αγίου Όρους από τον ίδιο τον ηγούμενο "πρός γνώση καί συμμόρφωση" τών προσκυνητών τής Μονής.

----------------------------------------

Ἔτυχα όμως καὶ σὲ μιὰ ἄλλη καλογερικὴ σκηνή...


μοναχς Νικηφόρος, Καλύμνιος τν καταγωγή, γαποσε κα τ ψάρεμα κα τ ψάρια. Μετ τν πόδειπνο προσευχή, κανε πρόταση στν δόκιμο λία ν ρίξουν τν σαγήνη στν θάλασσα. φερε ντιρρήσεις δόκιμος: « πονεμένη μου μέση δν μοπιτρέπει οτε ν ρίχνω δίχτυα οτε ν τνασύρω π τν θάλασσα».

λήθεια, τ σπάγγινα δίχτυα ρουφοσαν νερ κα γίνονταν σήκωτα. δελφς δν σταμάτησε τν μουρμούρα τν Καλύμνικη: «Ἒ, ψό, κάθε μέρα θ τρμε σπρια κα μακαρόνια;».

δόκιμος, βλέποντας τν πιμον το μοναχοδελφο, επε: «Νά ναι ελογημένο· πμε. Πάω ννάψω τ φανάρι καρχομαι». π. Νικηφόρος μως δν σταμάτησε τ μοιρολόι το ψαρέματος.

νάμεσα στος διαλεγόμενους στεκόταν π. Σάββας σιωπηρς μ τ κομποσχοίνι του. ταν εδε τν πιμον το μοναχο, τν πλησίασε καπιτακτικ το επε:

φόσον δόκιμος σο επε «Ελόγησον» κασξακολουθες νπιμένης κα ν μουρμουρς, δαιμόνιον χεις...

Κα
φυγε γι τ κελλί του. λλ καγ φοβισμέμος πγα στ κρεβάτι μου κα κουκουλώθηκα μέχρι τ μπούνια μ χίλιους φόβους τι πόψε δαίμονας πισκέφθηκε τν δελφό. Μετπ χρόνια συνάντησα τν μοναχ ατν σνα Κάθισμα στ νησ τς Καλύμνου. Τν ρώτησα:

–Γιατί, πατέρα,
φυγες π τ Κουβάρι;

–Γιατ
εδα τν δαίμονα ν κάθεται στος μους μου κα δν μουν σ θέση ν τν διώξω!


ΤΟ  ΔΕΥΤΕΡΟ  ΒΙΒΛΙΟ...



Παρουσίαση το
βιβλίου το Καθηγουμένου τς . Μονς Δοχειαρίου κατ τν φέστιον ατς ορτν τν ρχαγγέλων

Ε
oρτάσθηκε κα φέτος μ κάθε μεγαλοπρέπεια ορτ τν Παμμεγίστων Ταξιαρχν στν . Μον Δοχειαρίου προεξάρχοντος το σεβ. μητροπολίτου Καστορίας κ. Σεραφείμ, συλλειτουργούντων τν Οκρανν πισκόπων γαπητο καων κα μ συμμετοχ πλήθους εσεβν χριστιανν.

Κατ
τν ορταστικ τράπεζα καθηγούμενος τς Δοχειαρίου ρχιμ. κ. Γρηγόριος πεφύλαξε μία κπληξι.

Παρουσίασε τ νέο βιβλίο του ποχει τίτλο «ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΣΥΜΠΟΡΕΥΣΙΣ» κα εναι φιερωμένο στος Γεροντάδες το Αγαίου, σιο μφιλόχιο (Μακρ) τς Πάτμου, κασιο Φιλόθεο (Ζερβάκο) τς Πάρου.

Τ
βιβλίο ατ τ περιμέναμε μ πόθο κα λαχτάρα χρόνια τώρα, διότι πιστεύαμε τι τ βιβλίο ατ δν θ εναι πλς να βιβλίο γραμμένο στ γραφεο, λλτι θ εναι γραμμένο μ τ μελάνι τς καρδις του, πως κριβς τ εδε κα τζησε διος. Παραθέτουμε πι κάτω τ λόγια τογίου γουμένου κριβς, στποα ποτυπώνεται παλμς τς καρδις του.


«Ν
μοπιτρέψετε σήμερα ν κάνω παρουσίασι νς βιβλίου.

E
ναι κόπος κα μόχθος πολλν τν. Γράφει, ,τι ζησα, ,τι εδα, ,τι κουσα, κα α χερες μου ψηλάφησαν. Δν ντέγραψα κανένα. Πολλογραψαν γι ατος τος δύο σίους.

Τν μφιλόχιο τν Πάτμιο κα τν σιο Φιλόθεο τν Ζερβκο, γούμενο τς Μονς Λογγοβάρδας. Στ δύσκολα χρόνια ποζησαν, μεταξ τν δύο πολέμων, πρξαν χι μόνο νθρωποι κκλησιαστικολλ καθνικονδρες.

Δν διάβασα τίποτα π᾽ὅ,τι χουν γράψει λλοι. γραψα τ βιώματά μου, ληθιν κα πραγματικά. Οτε τν παραδελφόν μου, τν π. Γαβριήλ, ποδ μαζ συνασκητεύουμε περίπου 50 χρόνια· δν τοζήτησα ν μο πε τ γνώμη του.

τσι γώ, τρελλός, χω ν σς παραδώσω ατ τ βιβλίο, τ βιώματα λων τν τν ποζησα κασκήθηκα στ μοναχικ σκάμμα.

Ε
χας τν σίων πατέρων μν μφιλοχίου κα Φιλοθέου Θες ν μς λεήσει, Θες ν φυλάξει τν πατρίδα μας γιατταν λληνες, πραγματικταν λληνες καγαποσαν τν Ελλάδα, ν κα εχαν μέσα τους ατ πο λέει ‟πρ τς ερήνης το σύμπαντος κόσμου”.

Μ
ν τ πετάξετε. Διαβάστε. Εναι ληθινό, δν εναι φτιαχτό. Παρ τ διαβήτη μου νος μου λειτουργεκόμη. σως πολλο περίμεναν, ν τό χω χαμένο. Τό χω π πολλος πι πολ βρισκάμενο...

Κάποτε
να παιδφυγε μακρυπ τος γονες του. ραία εναι κασωτεία λλ στν ρχή, στ τέλος εναι φαρμάκι. ταν ρχισε ν στερται τν πάντων, πρε να γράμμα π τ σπίτι του.

Κα λέει, δν μο φτάνουν τ βάσανά μου, μο στείλατε κασες τώρα τάχατες γράμμα. Τνοιξε κιόλας, δν βρκε κα κανένα φράγκο μέσα, τ πέταξε.

φο ζω τν στρίμωξε, λέει· μωρέ, ς τ κοιτάξω κα ατ τ γράμμα π τος γονες μου.

Κα τ γράμμα γραφε, " σο πληρώνουμε τ εσιτήρια ν γυρίσς πίσω ! " 

Ναί, αλλμως χρόνος εχε περάσει κα ο γονες εχαν πεθάνει καταν πινώφελο τ γράμμα. Λοιπν μ τ πετάξετε κι σες ατ τ γράμμα. Πάρτε το σν να μήνυμα, σν να κίνητρο γι τ ζωή σας.

σο κα ν μ τ δεχόμαστε, μοναχισμς εναι μι μεγάλη γεννήτρια, πόσα βάττ δν ξέρω.

ποιος μως προσαρμοσθ στ γεννήτρια ατ θ πάρη κίνησι κα πνευματικ κα σωματική. Εναι γεννήτρια ποχει ελογηθπ τ Θε κα ελογεται κάθε μέρα κα δίνει κίνησι στ πάντα. Κα σ μένα τν λικιωμένο κα τν ρρωστο ξέρετε πόση κίνησι μο δίνει; σοπεδώνω λα τ μπαΐρια τς Δοχειαρίου…».

Παραθέτουμε κα
δύο ποσπάσματα π τ βιβλίο·

«
σιος μφιλόχιος

ς νέος εχε τν ατοθυσία,

ς μοναχς τν κρίβεια,

ς λειτουργς τν εχαριστία,

ς πνευματικς τν οκονομία,

ς διδάσκαλος τν παράκληση,

ς χριστιανς τν ελάβεια,

ς νθρωπος σέβιζε τν συνάνθρωπο,

ς λληνας τν γάπη τν ρώων γι τν πατρίδα,

κα
ς ρθόδοξος τ καύχημα τς ρθς πίστης κα ζως» (σελ. 185).

Γι
τν σιο Φιλόθεο·

«
ποια πέτρα κα ν σηκώσεις στ νησι το Αγαίου κα τν ρωτήσης:

-
πρξε Φιλόθεος σιος;

Θ
σοπαντήση:

-
γιος κα πατέρας φιλόστοργος κα πραγμάτωση το Εαγγελίου στν κόσμο...

Μ
μεγάλη πλότητα πορεύθηκε, σν νὰ᾽ταν τελευταος ρασοφόρος τς κκλησίας τς λλάδος. ν ρνηθ τν σιακή του ζω κα τν γιότητα το βίου του κα δν διηγομαι τσκητικά του παλαίσματα, φοβμαι τι θ κολλήση γλσσα μου στν λάρυγγά μου κα θ χάσω τν νο μου κα σν φρενοβλαβς θ γυρίζω στ καντούνια το μοναστηριο.

Θες θαυμάστωσε τν σιον ατο κι γ θ σιωπήσω; Θες τν νέδειξε φωστρα, φς πάνω ρους κείμενον, κι γ θ πκάμυσαν οφθαλμοί μου κα δν βλέπουσι”;

σιέ μου, βοήθα με ν πιάσω στεριά, τν νω στεριά, πομοπέδειξες π τ παιδικά μου χρόνια.
μήν”» (σελ. 254-255).

Κα
ν κατακλεδι πιλέγει:«σοι μφισβητετε τν γιότητα ατν τν νδρν ρωτστε τν γ πο πατοσαν, τ κλαρι κα τς πέτρες πο δρασκέλισαν, κα θ σς βεβαιώσουν: “γιοι τανε κα ντος τιμτε κα ν τος προσκυντε ς τν γγέλων σοστασίους κατν π αἰῶνος σίων Πατέρων μν συγχορευτς κα συμπρεσβευτς στ θρόνο τς Χάριτος”.

ποιος ρνεται τν γιότητα μφιλοχίου κα Φιλοθέου, ρνεται τι κα σήμερα στν κκλησία τς λλάδος νθίζει γαρος καξυ κα τ θυμάρι, κακκλησία, στν ποία πάντοτε βρίσκουμε λύθρο ζυμωμένο μ αμα Μαρτύρων κα δάκρυα σίων, κατήντησε γ κατάξερη, νυδρη, γεώργητη· ρνεται τπερφυσικ στοιχεο μέσα στν κκλησία· ρνεται τι Χριστς χθς κα σήμερον ατς κα ες τος αἰῶνας.

μήν» (σελ. 258).

Κυκλοφορε στ θρησκευτικ βιβλιοπωλεα κα στ τηλέφωνο 6942435805 (κ. Σπύρο).