«Τον πρώτο καιρό πού ήρθε ο Αντώνης στη Λαύρα, ήταν «σημείον αντιλεγόμενον» μέσα στο Μοναστήρι, γιατί ειχε τις αυστηρές αρχές με τις όποιες ζούσε στην Αθήνα. Εμείς τον κοιτάζαμε άφ’ υψηλού.

Είχε όμως υπομονή, και σε άλλαζε με τη στάση του…(όπως λέει σε απομαγνητοφωνημένη αφήγησή του στις 19 Ιανουαρίου 1996).

»Διέφερε από όλους μας. Γνώριζε καλά γιατί ήρθε στο Μοναστήρι… Εκείνος ήταν καλλιεργημένος και δίδαξε κι εμάς με τη ζωή του… Είχε συμπάθειαν θεάρεστον και ευσπλαγχνίαν άδολον. Αν έβλεπε ότι κάποιος δυσκολευόταν να πάει για μια διακονία, τον συνέτρεχε.

Ήταν αεικίνητος… έτρεχε παντού να βοηθήσει, χωρίς να εξετάζει αν μια εργασία ήταν δικό του διακόνημα η κάποιου άλλου, όπως αναφέρει σε προφορική αφήγησή του στις 22 Ιουνίου 1995. Εκδήλωνε την αγάπη του και με λόγια και με έργα….

»Για όλα τα θέματα της Μονής και για τους μοναχούς, όταν αρρώσταιναν, εκείνος έτρεχε. Δεν πήγαινε άλλος. Όταν είχαμε κάποιο δύσκολο θέμα στο Μοναστήρι, εκείνον στέλναμε να το διεκπεραιώσει. Λέγαμε: «ο π. Ευσέβιος θα τα καταφέρει». Δεν άναβε, δεν θύμωνε. Δεν μπορούσαμε εμείς να τον μιμηθούμε…» όπως και πάλι ανέφερε σε αφήγησή του στις 22 Ιουνίου 1995.

Ο Γέροντας του τον αγαπούσε πολύ για την τέλεια υπακοή και την προθυμία του. Ξεψύχησε με το όνομα του π. Ευσεβίου στα χείλη του. «Ευσέβιε, παιδάκι μου, Ευσέβιε, παιδάκι μου», έλεγε.

«Τα τρία χρόνια υποταγής μου στο Γέροντα Σεραφείμ ήταν τα καλύτερα της ζωής μου. Δεν έκανα τίποτα το δικό μου και είχα απέραντη χαρά» έλεγε ο ίδιος αργότερα», νουθετώντας τις Μοναχές του.

Τον Οκτώβριο του 1943 εκοιμήθη ο Γέροντάς του, και τον Δεκέμβριο ο π. Ευσέβιος έζησε το δράμα της εκτέλεσης των Πατέρων και της καταστροφής της Μονής από τους Γερμανούς.

Στις 13 Δεκεμβρίου έγινε η φρικτή εκτέλεση των 1300 Καλαβρυτινών και η πυρπόληση της πόλης από τους Γερμανούς. Η είδηση δεν έφθασε στην Αγία Λαύρα, διότι οι Γερμανοί είχαν κλείσει τις εξόδους και εισόδους.

Όμως οι Μοναχοί από μέρες είχαν αρχίσει να κρύβουν τα πολύτιμα κειμήλια της Μονής. Στην προσπάθεια αυτή πρωτοστάτησε ο π. Ευσέβιος, ο όποιος ήταν τότε εκκλησιαστικός (νεωκόρος).

Το πρωί της 14ης Δεκεμβρίου, αν και έπρεπε να σημάνει το τάλαντο κανονικά στις 4.30, εκείνος σήμανε στις 3.15. «Είχα μέσα μου μια πολύ κακή προαίσθηση… μια τρομερή ανησυχία. Σαν να έβλεπα μπροστά μου τους Γερμανούς να δρουν. Σήμανα μια ώρα νωρίτερα, όμως ούτε ο Ηγούμενος ούτε κανείς άλλος δεν μου έκανε παρατήρηση».

Έκ των υστέρων φάνηκε ότι αν εσήμαινε κανονικά, οι Γερμανοί θα τους έβρισκαν όλους μέσα στην Εκκλησία, και δεν θα γλύτωνε κανείς. Έτσι φώτισε ο Θεός τον π. Ευσέβιο, και χάρη σ’ εκείνον σώθηκαν οι περισσότεροι Πατέρες.

Στη θεία Λειτουργία εκείνο το πρωί κοινώνησαν όλοι. Είχε αρχίσει να ξημερώνει όταν βγήκαν από το Ναό. Συνάχτηκαν οι Πατέρες και συζητούσαν τί θα έπρεπε να κάνουν σε περίπτωση πού θα έρχονταν οι Γερμανοί στο Μοναστήρι.

Ξαφνικά κάποιος φώναξε: «οί Γερμανοί στα κυπαρίσσια»!

Οί περισσότεροι Πατέρες έτρεξαν και κρύφθηκαν στο δάσος. Ο π. Ευσέβιος με κάποιον άλλον υποτακτικό και κάποιον δόκιμο μόλις πού πρόφθασαν να κρυφθούν κάτω από ένα μεγάλο πουρνάρι, πενήντα περίπου μέτρα πιο πέρα. Λίγο αν πήγαιναν προς τα κει οι Γερμανοί, θα τους έβρισκαν.

Εκεί, κάτω από το πουρνάρι, άκουγαν τις φωνές και τα γέλια των Γερμανών. Εντός ολίγου ολόκληρο το Μοναστήρι παραδόθηκε στις φλόγες. Ακούσθηκαν και πέντε μεμονωμένοι πυροβολισμοί. «Πολύ φοβούμαι για τους Πατέρες», ψιθύρισε ο π. Ευσέβιος στους άλλους δύο. Μετά από λίγο ακούσθηκαν οι Γερμανοί να φεύγουν χαχανίζοντας.

Άφησαν να περάσει κάμποση ώρα. Βγήκαν από το πουρνάρι και προχώρησαν προς το Μοναστήρι πού καιγόταν ακόμα. Ήταν οι πρώτοι επιζώντες πού επέστρεφαν. Προπορευόταν ο π. Ευσέβιος.

Εκεί κάτω από τον ιστορικό πλάτανο, τί να δει; Τέσσερις Πατέρες σκοτωμένοι, μαζί και ένας εργάτης της Μονής. Ποιος μπορεί να περιγράψει την οδύνη της ψυχής του; Χύνοντας άφθονα δάκρυα μετέφεραν οι τρεις τους με την κουβέρτα τους νεκρούς στο παρεκκλήσιο του κοιμητηρίου.

Την άλλη μέρα ήλθε ο Ηγούμενος και οι άλλοι Μοναχοί πού είχαν κρυφθεί στο βουνό. Ενταφίασαν με βαθιά οδύνη τους εκτελεσθέντες Πατέρες.

Από το Δεκέμβριο έως τον Απρίλιο πού έφυγαν οι Γερμανοί, ο π. Ευσέβιος και οι άλλοι Μοναχοί διανυκτέρευαν στο δάσος. Την ήμερα επισκεύαζαν όπως μπορούσαν τις χαμοκέλλες (κοτέτσια) του Μοναστηρίου, για να κατοικήσουν.

Παράλληλα ο π. Ευσέβιος πρωτοστατεί στα έργα της αγάπης στην προσπάθεια να βοηθηθούν οι χήρες και τα ορφανά των Καλαβρύτων.

Οι μοναχοί έβαζαν στην άκρη ένα μέρος από τα τρόφιμα πού τους έδινε το Μοναστήρι, και ο π. Ευσέβιος τα συγκέντρωνε και τα πήγαινε στα Καλάβρυτα. Ο ίδιος έδινε όλο το μερίδιό του.

 http://www.pemptousia.gr


Τό ἔργο του στό Ἱπποκράτειο Νοσοκομεῖο.



Τό 1951, ἔρχεται στήν Ἀθήνα νά σπουδάσει στή Θεολογική Σχολή. Τό 1952 χειροτονεῖται Πρεσβύτερος. Τόν ἑπόμενο κιόλας μήνα διορίζεται ὡς ἐφημέριος στό Ἱπποκράτειο Νοσοκομεῖο Ἀθηνῶν. Τό ἴδιο ἔτος ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν κυρός Θεόκλητος, τόν ἔκανε Πνευματικό, καί τοῦ ἀπένειμε τό ὀφφίκιο τοῦ ἀρχιμανδρίτου.

Ἔκτοτε ἀσκοῦσε τό ἐπίπονο ἔργο τῆς πνευματικῆς πατρότητας μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του. Ἐπιτέλεσε πράγματι ἔργο μοναδικό καί ἀνεπανάληπτο.

Τριανταπέντε σχεδόν χρόνια ἔζησε μέσα στό νοσοκομεῖο ὁ π. Εὐσέβιος σάν ἀσκητής. Ἦταν ἕνα ἄνθος τῆς ἐρήμου μέσα στόν κόσμο. Χάρη στίς προσευχές του καί στίς ἀκάματες προσπάθειές του, παρά τίς ἀντιδράσεις, θεμελιώθηκε ὁ ἱερός Ναός τοῦ νοσοκομείου τό Φεβρουάριο τοῦ 1958, σέ καίρια γωνιακή θέση ἐπί τῆς Βασιλίσσης Σοφίας. Ὁ Ναός ἐγκαινιάσθηκε τό 1965.

Λειτουργοῦσε τρεῖς μέ τέσσερις φορές τήν ἑβδομάδα τό πρωί 4.30-7.30 π.μ., γιά νά κοινωνήσουν ἐγκαίρως οἱ ἀσθενεῖς, καί γιά νά προλάβει τό προσωπικό τοῦ νοσοκομείου καί ἄλλοι ἐργαζόμενοι καί φοιτητές πού σύχναζαν ἐκεῖ νά ἐκκλησιασθοῦν.

• Ἐπί τρεῖς καί πλέον δεκαετίες τό Ἱπποκράτειο ὑπῆρξε καταφύγιο ψυχῶν καί πολυσύχναστη πνευματική κυψέλη, χάρη στήν ἁγιοσύνη τοῦ Γέροντα. Σύχναζαν ἐκεῖ οἱ φιλακόλουθοι, οἱ φιλομόναχοι καί πολλές χριστιανικές οἰκογένειες, νέοι δέ πάρα πολλοί, ἐργαζόμενοι καί φοιτητές...

• Ὁ ἅγιος Γέροντας, ὡς πνευματικός Πατέρας, ἦταν ἀνεξάντλητος στήν προσφορά ἀγάπης πρός τίς οἰκογένειες τίς ὁποῖες στήριζε καί ὑλικά. Ἐπί χρόνια ὁλόκληρα πλήρωνε τό ἐνοίκιο ἄπορων οἰκογενειῶν. Μέ πολλή στοργή περιέβαλλε παιδιά ὀρφανά ἀπό πατέρα ἤ μητέρα. Φρόντιζε γιά ὅλες τίς ἀνάγκες τους.

• Σ’ ὅλη του τή ζωή τόνιζε τήν ἀναγκαιότητα τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἐξομολογήσεως. «Ἄριστο εἶναι νά ἔχει ὅλη ἡ οἰκογένεια ἕναν Πνευματικό πατέρα» ἔλεγε, πού νά γνωρίζει τά θέματά της καί νά προσεύχεται, καί μέ τήν εὐλογία του ὅλα τά μέλη νά κοινωνοῦν συχνά τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Ἐκεῖ εἶναι ἡ χαρά καί ἡ εἰρήνη.

• Ὁ π. Εὐσέβιος ἦταν πολύ αὐστηρός στήν προσωπική του ζωή, ἀσκητικός καί ἀθόρυβος. Ἐντούτοις εἵλκυε κοντά του πλῆθος νέων ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι τόν ἀγαποῦσαν καί ἔτρεφαν πρός τό πρόσωπό του ἀπέραντο σεβασμό καί ἀφοσίωση. Ἦταν ὁ φωτισμένος ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα παιδαγωγός.
 

Παράλληλα μέ τήν ἐξαντλητική ἐργασία καί διακονία του στό Νοσοκομεῖο, ἵδρυσε καί ἐκ βάθρων ἀνήγειρε τήν Ἱερά Γυναικεία Κοινοβιακή Μονή Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου στό Μαρκόπουλο Ὠρωποῦ, ὅπου ἀναλώθηκε ἐπί εἴκοσι ἔτη (1967-1987) ὡς Κτήτωρ καί πνευματικός Πατέρας.

Τό 1987, πού ὁ π. Εὐσέβιος εἶχε πλέον συνταξιοδοτηθεῖ, ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ ὁδήγησε τά βήματά του στήν Ἱερά Μητρόπολη Καλαβρύτων καί Αἰγιαλείας μέ μιά ὁμάδα εὐλαβῶν νεανίδων, πνευματικῶν του τέκνων πού ἐπιθυμοῦσαν νά μονάσουν.

Ὁ Σεβασμιώτατος Ἅγιος Καλαβρύτων κ. Ἀμβρόσιος θεώρησε ξεχωριστή εὐλογία τήν ἄφιξη τοῦ π. Εὐσεβίου στή Μητρόπολή του. Τόν περιέβαλε μέ πηγαία υἱική ἀγάπη καί τοῦ ἔδειξε δύο Μοναστήρια τῆς Ἐπαρχίας του.

Ὁ ἱερός λόφος τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, μέ τό πανέμορφο φυσικό τοπίο μέ τόν ἀνοικτό ὁρίζοντα, ἐνέπνευσε τόν Γέροντα, ὥστε νά ἐπιλέξει τό ἐρειπωμένο Μετόχι τῆς ἱ. Μονῆς Ταξιαρχῶν, γιά νά ἐγκατασταθεῖ ἐκεῖ ἡ Ἀδελφότητα.

Ἡ ζωή του ἦταν ἡ θεία Λειτουργία, καί ἡ μνημόνευση ὀνομάτων στήν ἁγία Προσκομιδή ἡ προσφιλέστερη ἀπασχόλησή του.

Μνημόνευε ἀμέτρητα ὀνόματα, ἐπί τέσσερις καί πλέον ὧρες.

Στά 52 χρόνια Ἱερωσύνης του οὐδέποτε κάθισε στό Ἱερό κατά τή διάρκεια τοῦ Ὄρθρου καί τῆς θείας Λειτουργίας.

Ἀπό τίς 4.30 ἕως τίς δώδεκα, πού ἔβγαινε ἀπό τό Ἱερό, ἦταν ὄρθιος καί δέν ἔνιωθε καθόλου κούραση• τό Ἱερό Βῆμα γιά τόν Γέροντα ἦταν ὁ πιό εὐχάριστος χῶρος ἐπάνω στή γῆ.

Ἡ ἀρετή πού κυρίως διέκρινε τόν π. Εὐσέβιο ἦταν ἡ βαθιά ταπείνωσή του. Ζοῦσε στήν ἀφάνεια καί ἐργαζόταν ἀθόρυβα γιά τή δόξα τοῦ Θεοῦ, τόν Ὁποῖο ἀγαποῦσε ἐξ ὅλης ψυχῆς, διανοίας καί ἰσχύος. Ὁ ἴδιος ἐπιμελῶς ἀπέκρυπτε τόν ἑαυτό του γιά τόν ὁποῖο εἶχε πολύ ταπεινή ἰδέα. Ἀνεξίκακος συγχωροῦσε ἀμέσως ὅσους τόν ἔβλαπταν καί τούς εὐεργετοῦσε, τόσο, πού ἡ ἀγάπη του τούς ἄλλαζε.


Τό ὁσιακό τέλος του...

 

Τήν ἁγία ζωή του σφράγισε τό κατά πάντα ὁσιακό τέλος του τό ὁποῖο καί προγνώρισε. Ἀντιμετώπισε τήν ὀδυνηρή νόσο τοῦ καρκίνου μέ θαυμαστή καρτερία καί δοξολογία στόν Θεό. Μέσα στούς φρικτούς πόνους του ἀκατάπαυστα δόξαζε τόν Θεό.

Ἐπί ἕνδεκα συνεχεῖς ἡμέρες ἐτελεῖτο Ἀγρυπνία στήν ἱ. Μονή καί ὁ π. Εὐσέβιος περίμενε μέ πολλή λαχτάρα κάθε φορά τή θεία Κοινωνία. Μιλοῦσε ἀνοικτά καί χωρίς φόβο γιά τό θάνατό του: «Τό μοναδικό ταξίδι, τό ὑπέροχο, τό ἄφθαστο ταξίδι»!

Τή 19η Ἰουνίου ὁ Γέροντας, ἄν καί ἦταν τόσο βαριά, κατέβασε τά πόδια του ἀπό τήν κλίνη καί κοινώνησε καθιστός γιά τελευταία φορά. Στίς 10.15 π.μ. ἀνάσαινε μέ πολλή δυσκολία.

Ξαφνικά, σήκωσε ζωηρά τό κεφάλι του, κοίταξε ψηλά καί δεξιά μέ μιά ἔκφραση εὐχάριστης ἐκπλήξεως.

Τό πρόσωπό του ἔλαμψε. «Χαίρω, χαίρω, χαίρω! » εἶπε ( σάν να μιλούσε σέ κάποιον ; ), καί ἡ ψυχή του πέταξε στά οὐράνια σκηνώματα.