Θά
᾿θελα νά ᾿μουν ζωγράφος. Θά ᾿θελα νά ᾿χα χρώματα ζωηρά, ν πάρω τ πινέλλο κα μπροστ στ μάτια σας ν ζωγραφίσω τν πέροχον ατν εκόνα, τοσυλλήπτου μεγαλείου, τν εκόνα τς θριαμβευτικς εσόδου το Χριστο στεροσόλυμα. Μ ζωγράφος δν εμαι οτε ποιητής, οτε καήτορας εμαι...

Γι᾿ ατποβλέπω σ κάτι λλο. Πρν βγτε π τν κκλησία, κάτι θ πρέπ ν διδαχθτε π ατν τν νδοξο μέρα, τν Βαϊφόρον. λες ο λεπτομέρειες διδάσκουν. Καπ τς λεπτομέρειες τς σημερινς θριαμβευτικς εσόδου θθελα, γαπητοί μου, ν προσέξετε μερικ σημεα.

* * *

   Καν πρώτοις, ς ρωτήσωμεν· Πς εσλθε Χριστς στεροσόλυμα;
Ο
βασιλιδες, ποναφέραμε, κα ο ατοκράτορες κάθηντο πάνω σλογα περήφανα, σλογα σπρα χρυσοστολισμένα, κάθηντο πάνω σμαξες πολυτελέστατες.

Λένε μάλιστα, γι κάποιον τέτοιο βασιλι κα ατοκράτορα τι, γι ν τρομοκρατήσ τ λα κα ν φαντι ατς ενε πι μεγάλος κα πισχυρς π κάθε λλον βασιλι, διέταξε τμάξι του ν μ τ σέρνουν λογα, λλ ν τ σέρνουν λιοντάρια.

 

Φαντασθτε να μάξι ν τ σέρνουν λιοντάρια, τί τρόμος ταν στώμη. Καλλοι κάθησαν πάνω σλέφαντας, καλλοι πάνω σγρια θηρία.

λλ κοιτάξτε, τί διαφορχει Χριστός μας! Ενε βασιλις, ενε ποιητς το παντός.

Ενε κενος ποφτιασε τν λιο, τ σελήνη, τστρα· ποποίησε τν νθρωπο «κατ᾿ εκόνα καμοίωσιν» (Γέν. 1,26). Ενε, πως ψάλλει κκλησία μας, « τος Χερουβμ ποχούμενος καμνούμενος π τν Σεραφείμ» (δοξ. σπ. παπαντς).

Ατός, ξ κρας γάπης κα συγκαταβάσεως πρς τν νθρωπον, συγκαταβαίνει, ταπεινώνεται τόσο πολύ, στε π᾿λα τ ζα ν διαλέξνα γαϊδουράκι, να «πλον νου» (.. 12,15), καπάνω στάχι νς τέτοιου ζου ν καθήσ Χριστός.

Καμς διδάσκει μ τ παράδειγμά του, γαπητοί μου Χριστιανοί, τι πρέπει ν είμεθα ταπεινο στν κόσμο ατόν. Μς διδάσκει ατ τ γαϊδουράκι, «πλος νου», τι πρέπει ν᾿γαπήσωμεν τν ταπείνωσιν, ν θέλουμε ν είμεθα Χριστιανοί.

λλ ατς «πλος νου» δν διδάσκει μόνο ατό. Διδάσκει κα κάτι λλο. Τί μς διδάσκει; Σημαίνει τθο ατ γαϊδουράκι, πως λέγουν ο πατέρες, τλογον μέρος τς πάρξεως τονθρώπου.

Σημαίνει τγριον,  τ πεισματάρικο «γαϊδουράκι», πο κάθε νθρωπος χει μέσα του, κα δν θέλει νποταχθ στν Θεό. Θέλει κάθε νθρωπος ν κάν τ κέφια του, τ δικά του θελήματα, κα δν θέλει νποταχθ στ Χριστό.

Σημαίνει κόμη χι μόνον τ πεισματάρικο τομον, λλ κα τθνη, λέγουν ο πατέρες· τ εδωλολατρικκενα θνη, ποταν βυθισμένα μέσα στ πηχτ σκοτάδι τς εδωλολατρίας κα τς πλάνης.

Τκατομμύρια κενα τν νθρώπων, πο τ πάθη τους τος εχαν κάνει τέτοιους, στε ν καταντήσουν χαμηλότερα καπ τ τετράποδα κόμα, γι τος ποίους επε κα Δαυΐδ, τι «νθρωπος ν τιμν ο συνκε, παρασυνεβλήθη τος κτήνεσι τος νοήτοις καμοιώθη ατος» (Ψαλμ. 48,13).

Πρέπει ν τμολογήσωμεν· τι νθρωπος πο φεύγει π τ Θεό, νθρωπος ποποδουλώνεται στ πάθη κα τς κακίες του, νθρωπος ατς πέφτει σιγ – σιγπ τψη το ορανο κα γίνεται χειρότερος κόμη καπ τ τετράποδα.

Μάλιστα, γαπητοί. Τ γαϊδουράκι ατό, μόλις κατάλαβε τι τ ζητάει Χριστός, ―γιατ κα τ ζα χουν κάποια διαίσθησι―, τρεξε μ πόθο. Μ χαρδέχθη πάνω στάχι του τ Χριστό. Κα πόσο θ καμάρωνε πο εχε τ Χριστπάνω του!  γιατί πως επα, κα τ ζα κάτι ασθάνονται.

νας φίλος μου εροκήρυξ μολεγε τξς.

Κάποτε περιόδευε καφθασε κουρασμένος σ᾿να χωριό. ταν φθασε, πγε στν πλατεα ν μιλήσ. Δν δειξαν μεγάλη προθυμία ονθρωποι γι ν᾿κούσουν τ λόγο το Θεο, μολονότι εροκήρυξ περνοσε μι φορ τ χρόνο· πρεπε ν᾿φήσουν κάθε δουλει κα ν πνε ν᾿κούσουν τ ζωνταν λόγια το Χριστο.

ν λοιπν εροκήρυκας ταν στν πλατεα καβλεπε τι λας δν χει προθυμία, ξαφνικρχεται κα σταματπ κάτω του να πουλαράκι κα τέντωσε τ᾿ ατιά του. ση ρα μιλοσε εροκήρυκας, ατ δν κουνήθηκε π τ θέσι του. Ατκανε μεγάλη ντύπωσι στν εροκήρυκα καρχισε ν λέγ·

"...Ἦρθα στ χωριό σας, κα σες ποχετε ατιά, σες ποχετε λογικό, σες ποκούσατε τν καμπάνα ν χτυπ, δν ρθατε. Τ γαϊδουράκι ατφησε τ μάνα του, φησε τ χορτάρι του, καρθε κα στάθηκε δῶ !"

Ατ κα πολλλλα πράγματα γίνονται, γιατ τ ζα ενε θα, ννθρωπος χει καταντήσει νας διάβολος. Τ ζα ενε πολνώτερα π τν νθρωπον. Καν κανες π σς μφιβάλλ, ς νοίξ τν Παλαι Διαθήκη γι ν δ κάτι νώτερο.

Βλέπουμε να γαϊδουράκι, ατ πο εχε προφήτης Βαλαάμ, νμιλ (βλ. ριθμ. 22,28). λάλησε τ γαϊδουράκι καλεγξε τν προφήτη, ποκανε μιτοπία κα κάποιο παράπτωμα. Γι᾿ ατ μς συμβουλεύει γία Γραφή, τι πρέπει ν᾿γαπομε τ ζα.

Μάλιστα πέρα π τν ορδάνη ποταμ ενε κάποια γρια φυλ ποπίστευσε στ Χριστό, καπ τν καιρκενο τ γαϊδουράκια δν τ φορτώνουν οτε κάθεται κανες στ γαϊδουράκια. Γιατ λένε· π τν ρα ποκάθησε στάχι τους Χριστός, πρέπει ν τ᾿φήσωμε λεύθερα, ν βόσκουν λεύθερα, πέραν τοορδάνου ποταμο.

Νά λοιπν τί μς διδάσκει ατ τ γαϊδουράκι. Τ γαϊδουράκι χει φων κα μς φωνάζει σήμερα· Ταπεινωθτε, πως ταπεινώθηκε Χριστός. Μς φωνάζει· ποταχθτε στ Χριστό· πως γ εχα χαρ ποφερα στάχι μου τ Χριστό, κ᾿σες νποταχθτε στ χρηστ ζυγ το Χριστο.
  

 λλκτς π τ γαϊδουράκι ατό, πο μς ναφέρει σήμερα τ Εαγγέλιο, μς ναφέρει κα κάτι λλο. Κρατοσαν, λέει, «βαΐα»( βάγια ) (.. 12,13).
Μ
ατ τ βάϊα πότε τ κρατοσαν; ταν θελαν νποδεχθον να νικητή. Τ βάϊα ταν, πως ψάλλει κκλησία, «τ τς νίκης σύμβολα».

Καλά στος νικητάς, λλ γιατί νποδεχθον μ βάϊα τ Χριστό;

π ποιόν πόλεμο ρθε; νίκησε κανένα;

Μάλιστα νίκησε! Ποον νίκησε; Δν χετε ατιά;

Σν χθς Χριστς πολέμησε· πολέμησε κανίκησε τν πι μεγάλο χθρό. πολέμησε να χθρό, πομα ατς παρουσιασθ, βλέπεις ατος ποχουν τ στέμματα κα κρατον στ χέρια τ σπαθιά, ν παραλύουν κα ν πέφτουν π τ χέρια τους τ μαχαίρια, τ σπαθι καλα τπλα.

νίκησε Χριστς κενον πο τρέμει κόσμος λος. νίκησε τν ήττητον. Καήττητος ποιός το;

πγε κάτω στν Άδη Χριστός. πάλεψε στθος μ στθος μ τ Χάρο.

Σν χθές, τ Σάββατο, πγε Χριστς στ μνήματα καστάθηκε μπροστ σνα μνμα ποταν μέσα θαμμένος νας, τέσσερις μέρες κα εχε σαπίσει. Κα μ τ φωνή του τν παντοκρατορική, μ τν φωνν πο σείει τστρα το ορανο, επε· «Λάζαρε, δερο ξω» (.. 11,43).

Κα Λάζαρος βγκε λοζώντανος ξω π τν τάφο. Ενε ατ τ μεγαλύτερο θαμα, ποποδεικνύει τ δύναμι ( καί τήν Θεότητα ) το Χριστο μας.

Ατ τ θαμα κανε χθς Χριστός. Γι᾿ ατ λοιπν ρχονται μ τ βάϊα κα λέγουν· Σ χαιρετομε. Χαρε, νικητς το θανάτου. Σ ποθριάμβευσες πάνω στν θάνατο, ποταπείνωνε τος πι μεγάλους στρατηγος κα στρατάρχας καπεδούλωνε λόκληρον τνθρώπινο γένος.

Γι᾿ ατ κρατον τ βάϊα. Κα ν εσθε βέβαιοι, Χριστιανοί μου· πως στάθηκε πάνω στ μνμα το Λαζάρου, θ σταθ πάλιν Χριστός μας.

Τ πιστεύομεν κραδάντως. λλως, δν εμεθα Χριστιανοί. Θ σταθ Χριστς στ μνμα τς μάνας μου κα τς μάνας σου κα το πατέρα σου καλων τν νθρώπων. Θ σταθ κα στ δικά μας μνήματα κα θ᾿κουσθ φωνή· Νεκροί, ναστηθτε! Κα ο νεκρο θ’ ναστηθον.
Α
τ τ σημασία χει ορτ πο κρατοσαν βάϊα καορτάζομεν σήμερα.
   

λλ᾿κτς π τ βάϊα μερικονεβήκανε πάνω σλις κα κόψανε κλαδιλις. Γιατί λοιπν λλοι κρατοσαν βάϊα καλλοι κλαδιλις; Τί μς λέγουν ο πατέρες τς κκλησίας; 

γ δν σς λέγω δικά μου λόγια. Τ δικά μου λόγια δν χουν καμμίαν ξίαν. γ σς λέγω λόγια τν πατέρων. πκε παίρνω κα διδάσκω. ν θέ᾿τε, κοστε τα· ν δν θέ᾿τε, δική σας μαρτία ενε. Γιατί, λοιπόν, κρατοσαν κλαδιλις;

ν διαβάζετε γία Γραφή, θ δτε τι κάπου ναφέρεται λιά. λι ενε να ερ φυτό. λι συμβολίζει πολλ πράγματα.

ταν Νε νοιξε τ θυρίδα τς κιβωτο καδιωξε τ περιστέρι, τ περιστέρι πέταξε, διέγραψε κύκλους κύκλους, λλ παντο συνήντησε πτώματα. Δν ενε κοράκι τ περιστέρι, ν κάθεται στ πτώματα, λλ νά το πάλι γύρισε κουρασμένο. νοιξε τν θυρίδα Νε, τπιασε κα τβαλε μέσα. λλταν δι δευτέραν φορν στειλε τ περιστέρι κα πέταξε πάνω στ γ, παρουσιάστηκαν τ δέντρα. Τ νερ εχαν χαμηλώσει, κα τότε τ περιστέρι κοψε να κλαδάκι π τν λιά, κα τφερε μ τάμφος του (βλ. Γέν. 8,11).

Κα Νε δάκρυσε κα επε· Δόξα σοι, Θεός· πεσαν τ νερά, φάνηκαν ο κορυφές, φάνηκαν τνθη… Κα ενε πιλι τ σύμβολο τς ερήνης. Σημαίνει λι τν ερήνη. Σημαίνει χαρ κα ερήνη.
χλος ποποδέχθηκε τν Χριστό, κρατοσε λι στ χέρια του, γι ν π· Χριστέ, σ μόνον εσαι Θες τς γάπης, Θες τς ερήνης· σ εσαι Θες πο σκορπς στν κόσμο τ πλούσια ατγαθά σου.

Περάσανε, π τότε πο κρατοσε λας στ χέρια του κλαδιλις κα φωνάζανε «ζήτω!», τόσα χρόνια, κα κόσμος διψάει ερήνη. Τίποτε λλο δν διψάει περισσότερο σήμερα κόσμος σο τν ερήνη. Τν ερήνη δός μας, Χριστέ· τν παγκόσμια ερήνη. «πρ τς ερήνης το σύμπαντος κόσμου», εχεται κκλησία μας.
λι λοιπόν, πο κρατούσανε, ενε τ σύμβολον μις ερήνης, τς ερήνης κείνης τν ποία δν θ τν φέρουν τ συνέδρια τ μεγάλα, λλ τς ερήνης τν ποίαν θ τν φέρ μόνον Χριστός, ἐὰν λοι μας, ἐὰν λοι μας ποταχθομε ες τγιόν του θέλημα.
    Κάτι
κόμη κα τελειώνω. Επα γι τν πλον τονου, επα γι τ βάϊα, επα γι τ κλαδι τς λις. Δν επα κάτι λλο.

Είδαμε, τι ατς πλοϊκς λαός, πο τόσον γαποσε τ Χριστό, βγαζε τ ροχα του κα τ ξάπλωνε κάτω, σν περσικ τάπητα, γι ν περάσουν πάνω κα ν τ πατήσουν τ ελογημένα πόδια το Χριστο μας.

Μπορετε ν φαντασθτε ατ τ σκηνή, μπορετε ν φαντασθτε ατ τ λαό, πο δν εχε τάπητας, λλβγαλε τ ροχα γι ν πατήσουν τ ελογημένα πόδια το Χριστο;
Μ
τί σημαίνουν ατ τ ροχα, τ «μάτια»;

Γιατί τ᾿ναφέρει στ σημερινορτ τ Εαγγέλιο (Ματθ. 21,8· Μρκ. 11,8· Λουκ. 19,36); Δν τ λέγω γώ, πόστολος τ λέγει.

Κ᾿σχεις ν βγάλς να ροχο. Κ᾿σύ, γυναίκα, παιδί… Καλοι μας χομε ν βγάλωμε να ροχο. Τ ροχο τ βγάζεις κα τ βάζεις στ μπουγάδα. λλχεις να ροχο πο τχεις μέρες, χρόνια, κα ενε βρωμερν κακάθαρτον.

λα, Χριστιανέ μου. χεις τ μαρο πουκάμισο τς κολάσεως, τ μαρο πουκάμισο πο φορς, τποο κόλλησε μ τ σάρκα σου, μ τ εναι σου, μ τν ψυχή σου. Γι᾿ ατ σ καλε τώρα κκλησία, ν τ βγάλς τ βρωμερ πουκάμισο κα ν τ πς στ πλυντήριο γι ν τ πλύνς.

Γιατ κα τ καθαρώτερα ροχα ν βάλς, κα τ κορμί σου ν᾿ρωματίσς, ν δν βγάλς τ μαρο πουκάμισο πο φορς τόσα χρόνια, σο τ λέγω νώπιον Κυρίου, τ πουκάμισο τς κολάσεως, τς μοιχείας, τς πορνείας, τς ψευτις, τς τιμίας· ἐὰν δν τ βγάλς κα τ πετάξς γι ν τ πατήσ Χριστός μας, Χριστιανς δν εσαι.

Διαβάστε τήν πρς Κολασαες επιστολή (3,9)· «πεκδυσάμενοι τν παλαιν νθρωπον…». Γδυθτε τν παλαινθρωπο, κανδυθτε τν νέον… Κα θκούσωμεν τ νύχτα τς ναστάσεως στν θεία λειτουργία ―σοι μένομεν, γιατδειάζει κκλησία τν ρα κείνη κα ενε ατ μεγάλη μαρτία―, θ᾿κούσωμε·

«σοι ες Χριστν βαπτίσθητε, Χριστν νεδύσασθε. λληλούϊα». σοι, λέγει, πιστεύσανε στ Χριστό, βγάλανε τ πουκάμισο τς μαρτίας κα φορέσανε τ λαμπρ στολή, τνδυμα τν πριγκίπων κα βασιλέων πο δίδει Χριστς σ κάθε ψυχ πο πιστεύει κα ελικρινς κολουθε ατόν.

* * *

 δελφοί μου, δν τελείωσα. κούω; «σαννά…» (ωάν. 12,13). Ποιοί τ ψάλλουνε; Τηδόνια κελαϊδονε; Ποιοί ψάλλουνε; Ο σοφο κα ο μεγάλοι;

Ψάλλουνε τθα παιδάκια!

Ατταν πι κοντ στ Χριστό. Σν τ᾿ηδόνια, πουλι το ορανο, τραγουδοσαν· «σαννά…» (.. 12,13). Τ᾿κουσε ορανς κα χάρηκε. Τ᾿κουσαν ογγελοι κα χάρηκαν, λλ τ᾿κουσε κα διάβολος καπικράνθηκε.

κου, λέει, τ μικρ παιδι ν φθάσουν σ τέτοια ψη, ν ψάλλουν στ Χριστό!… Καμέσως λοιπν βαλε τργανά του, τος γραμματες κα τος φαρισαίους, κα σήμερα πήρανε πόφασι νκτελέσουν τ Χριστό.

Πιάσανε ταβδι ο φαρισαοι κα κυνηγούσανε τ παιδι τθα. Σν τος πατεράδες τος πίστους τς γενες μας. Πρέπει ο πατέρες κα μητέρες ν παίρνουν π τ χέρι τ τέκνα στ ναό, κι χι δάσκαλος.

λλ πο τώρα ατό; λλαξε κόσμος. π᾿ τ χέρι στν κινηματογράφο, ναί· στ ναό, χι.

Σν τος πίστους πατεράδες πο μ ταβδι κυνηγονε τ παιδιά, γι ν τ διώξουν π τ κατηχητικ σχολεα. τσι κα ατο ο φαρισαοι τν μέρα κείνη μ ταβδι κυνηγοσαν τ παιδι πο φωνάζανε τ «σαννά…».

Κα Χριστς τος επε κάτι λόγια, πο δν πάρχει ζυγαρι γι ν τ ζυγίσουμε. Τί τος επε Χριστός; «Καν κόμη τ παιδι σιωπήσουνε, καν κόμη λοι ονθρωποι σιωπήσουνε, καν βουβαθεί κόσμος, ο πέτρες πο πατμε κι ατς κόμα θ φωνάξουνε» (βλ. Λουκ. 19,40).

Δν χει νάγκη π μς τ σκουλήκια Χριστός. Καἐὰν μες δειάσουμε τς κκλησίες, καν μες τν ρνηθομε, καν μες γίνωμεν ντίχριστοι, πάνω τστρα το ορανο κα ο σφαρες κα τ λουλούδια κα ο θάλασσες κα οβυσσοι κα ο τάφοι θ φωνάξουν· «Ες γιος…»· ατν μνετε, ατν περυψοτε ες πάντας τος αἰῶνας. μήν.

πίσκοπος Αγουστνος
(. νας γίου Θωμνω Κυψέλης – θηνν 2-4-1961)