ν πίσης νομίζετε, πς διαφορ αματος κα διαφορ λαο κάνει πι εκολο πι δύσκολο τν δρόμο γι τν σωτηρία, τότε πρέπει ν σς πτι ο δικοί σας γιοι, ποχουν τδιο αμα κανήκουν στν διο λα μέ σς, νέβηκαν τν διο δρόμο στν πορεία τους πρς τν Θεό, πως κα ογιοι πο κατάγονται π τν Αγυπτο, π τν Παλαιστίνη, π τν Συρία, π τν ρμενία, π τν λλάδα, π τν Βουλγαρία, π τν Ρωσία.

Μπορε ν νομίζετε, πς τ παραδείγματά μου σως εναι κάπως παλι γισς. σως θ πετε πς ογιοι στος ποίους ναφέρθηκα, ζησαν τν ποχ το μεσαίωνα. Θὰ πεῖτε πὼς εἶστε ἄνθρωποι τῆς σύγχρονης ἐποχῆς καὶ δὲν σᾶς εἶναι σαφές, γιατί ἡ μετάνοια σήμερα εἶναι τόσο ἀναγκαία ὅσο ἦταν καὶ στὰ παλαιότερα χρόνια. Γι’ ατ τν λόγο γ θναφέρω παραδείγματα σημερινπνθρώπους πο ζον δίπλα μας.

--------------

Πρν π μερικς μέρες μπισκέφτηκε νας μπορος, πο μο επε γι τν αυτό του τξς:

«Κληρονόμησα μία ἐμπορικὴἐπιχείρηση ἀπὸ τὸν πατέρα μου καὶἐπιθυμοῦσα μὲ κάθε τρόπο νὰ τὴν ἐπεκτείνω. Χρησιμοποιοῦσα κάθε τρόπο καὶ κάθε μέσο γιὰ νὰ πετύχω τὸ στόχο μου. Ἐξαπατοῦσα τοὺς ἀνθρώπους, χρησιμοποιοῦσα πλαστὰ χρήματα, ὁρκιζόμουν ψεύτικα τὴν ὥρα ποὺ πουλοῦσα καὶ τὴν ὥρα ποὺἀγόραζα, ἔβαζα μεγάλο τόκο στοὺς ὀφειλέτες μου, ἔκλεβα ἀπὸ τὸν καθένα καὶ ἤμουν τσιγκούνης μὲ ὅλους.

Κασο γ βυθιζόμουν μλη μου τν ψυχ στς μπορικές μου δραστηριότητες, διάβολος μπκε στ σπίτι μου π τν λλη πόρτα καρχισε ν τ καταστρέφει συθέμελα.

Δηλαδή, ἡ γυναίκα μου παραδόθηκε στὴν ἀκολασία καὶ ὁ μοναχογιός μας, περιφρονώντας καὶ ἐμένα καὶ τὴν μητέρα του, ἔφυγε μακριά, ἐγκατέλειψε τὸ σπίτι χωρὶς νὰ πεῖ τίποτα.

Μι Κυριακή, πρν ν βραδιάσει, καθόμουν στ σπίτι δίπλα στ παράθυρο, σκεπτόμενος τν δουλειά μου. Τότε κουσα δύο νθρώπους ν μιλον, στν δρόμο κάτω π τ παράθυρό μου. νας ρώτησε τν λλο:

— Πο βρισκόμαστε;
Κα
ό λλος επε:

— Ατ εναι τ σπίτι το τάδε μπόρου.
κούγοντας τνομά μου επε πρτος:

Θες ς συγχωρέσει τν ψυχ το τίμιου πατέρα του. Καλύτερα θὰ ἦταν αὐτὸς ὁ ἄσπλαχνος γιός του, νὰ σβήσει ἀπὸ τὴν ταμπέλα τὸ ὄνομα τοῦ τίμιου πατέρα του καὶ νὰ γράψει τὴν ἐπιγραφὴ «Διάβολος καὶ Σία».

κείνη τν στιγμν νας κεραυνς χτυποσε τ σπίτι μου, λιγότερο θ μ τάραζε π ατ τ λόγια. Τν δια νύχτα, παρόλο ποταν σκοτάδι καβρεχε, πγα στν τάφο το πατέρα μου καμεινα κε μέχρι τ ξημέρωμα, κλαίγοντας μ λυγμούς.

Τ πρωγκατέλειψα τ πάντα κα βρκα καταφύγιο σ’ να πομακρυσμένο μοναστήρι. κε παρέμεινα μέχρι τώρα, μετανοώντας βαθι μ νηστεία κα προσευχή. Σήμερα νιώθω πς εμαι ντελς διαφορετικς νθρωπος. Βρκα τν ψυχή μου, τν μοναδικό μου θησαυρό. ρχισα ν σκέφτομαι κα ν φροντίζω γι τν σωτηρία τς ψυχς μου, περισσότερο π καθετλλο στν κόσμο».

Ατστορία μξέπληξε γινα λόγο. Δν μξέπληξε στορία π μόνη της, λλ μντυπωσίασαν ομοιότητες ποχει μ τς στορίες κάποιων μετανοημένων νθρώπων καγίων, ποζησαν πρν π δέκα πέντε αἰῶνες.

Μιὰ φορὰ μὲ ἐπισκέφτηκε μία γυναίκα καὶ μὲ κλάματα μοῦ διηγήθηκε τὴν σκοτεινὴ ἱστορία τῆς ζωῆς της.

Ἡ ἱστορία της εἶναι τόσο σκοτεινή, ποὺ εἶναι ντροπὴ νὰ τὴν πεῖ κανεὶς στὸ καπηλειό. Πῶς λοιπὸν νὰ τὴν πεῖ κανεὶς ἀπὸ τὸ ἱερὸ βῆμα τοῦ ναοῦ; Ὅσο αὐτὴ ἐξομολογοῦνταν τὶς ἁμαρτίες της, στὸn νοῦ μου εἶχα ἱστορίες ἄλλων ἁμαρτωλῶν γυναικῶν ἀπὸ τὸ χριστιανικὸ παρελθόν. Ὄχι μόνο οἱ ἁμαρτίες τῆς σύγχρονης ἁμαρτωλῆς γυναίκας ἔμοιαζαν μὲ τὶς ἁμαρτίες τῶν παλαιοτέρων ἁμαρτωλῶν γυναικῶν, ἀλλὰ καὶ ἡ ταπεινὴ καὶ ἡ «ἐκ βαθέων» καὶ ἀποφασιστικὴ μετάνοιά της ἔμοιαζε ἐπίσης.

Κάποτε, ὅταν ὑπηρετοῦσα σὲ ἕνα ὀρεινὸ χωριό, θυμᾶμαι πὼς ἦρθε ἕνας μορφωμένος, πολυμαθὴς «ἀνήξερος», νὰ μιλήσει σὲ μία συγκέντρωση τοῦ λαοῦ γιὰ τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα.

Ἕνας ἀπὸ τοὺς πολλοὺς ποὺ ὑπάρχουν σ’ αὐτὴ τὴν χώρα καὶ ἐκθέτουν συνεχῶς σὲ κίνδυνο τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἠθικὴ τοῦ λαοῦ. Ἀνέλυε τὰ πάντα λεπτομερῶς, ἀλλὰ μιλοῦσε μὲ σκέψεις ἄλλων ἀνθρώπων, χωρὶς νὰ λέει τὴ δική του γνώμη. Ὅταν τελείωσε τὴν ὁμιλία του, οἱ ἄνθρωποι ἔμειναν σιωπηλοὶ σὰν πέτρες.

Ὁ ὁμιλητὴς πλησίασε ἕναν σκεφτικό, μέσης ἡλικίας, ἁπλὸ ἄνθρωπο καὶ τὸν ρώτησε ποιὰ εἶναι ἡ γνώμη του γιὰ τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα. Αὐτὸς ἀναστέναξε βαθιὰ καὶ ἀπάντησε:

— Γιατί ρωτᾶς ἐμένα, κύριε; Ἐγὼ εἶμαι ὁ πιὸ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος στὸν κόσμο καὶ ἐμένα προσωπικὰ δὲν μοῦ χρειάζεται κανένα δικαίωμα, ἐμένα μοῦ εἶναι ἀπαραίτητη ἡ μετάνοια. Δὲν ἔχω δικαίωμα ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου τοῦ Θεοῦ, οὔτε ἔχω δικαίωμα νὰ ἀναπνέω τὸ θεϊκὸ ὀξυγόνο. Παρατήρησα, πὼς στὴν ὁμιλία σου δὲν τόλμησες νὰ ἀναφέρεις τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, πιθανὸν ἀπὸ τὸν φόβο ποὺ ἔχεις ἀπέναντι στὸν Θεό. Ἀκόμη καὶ ἐγὼ ποὺ εἶμαι τόσο ἁμαρτωλός, ἀξίζω περισσότερο νὰ ἀναφέρω τὸ ὄνομά Του.

Λέγοντας αὐτὰ στὸν «πολυμαθῆ» κύριο, αὐτὸς ὁ ἁπλὸς ἄνθρωπος, στὴν συνέχεια ἄρχισε νὰ μιλᾶ στὸν ὑπόλοιπο λαὸ γιὰ τὴν ἀναγκαιότητα τῆς μετάνοιας. Τοὺς εἶπε πὼς ἡ μετάνοια εἶναι ἡ πρώτη ἀνάγκη κάθε ἀνθρώπου καὶ ὁλόκληρου τοῦ λαοῦ καὶ συνέχισε λέγοντας πὼς οἱ ἄνθρωποι εὔκολα θὰ συμφωνοῦσαν ὅσον ἀφορᾶ στὰ δικαιώματα καὶ θὰ ἔβαζαν σὲ τάξη ὅλα ὅπως πρέπει, στὴν περίπτωση ποὺ μετάνιωναν γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους.

 

Οἱ ἁπλοὶ ἄνθρωποι ἀπὸ τὸ χωριὸ ἄκουσαν τὰ λόγια του μὲ κατάπληξη καὶ τὸν ἐπιδοκίμασαν. Ὁ «ἔξυπνος» κύριος ἐγκατέλειψε τὴν συγκέντρωση μουρμουρίζοντας θυμωμένα καὶ ἔφυγε ἀπὸ τὰ βουνά μας.

--------

Πολλοὶ ἄνθρωποι ποὺ πῆγαν στὸν πόλεμο γυρίζουν χωρὶς νὰ διδαχτοῦν σχεδὸν τίποτε. Προσωπικὰ γνώρισα ἕναν ἁπλὸ ἄνθρωπο, ὁὁποῖος μοῦ ἐξομολογήθηκε πὼς στὸν πόλεμο ἔνιωσε καὶ κατάλαβε τί σημαίνει νὰ ἔχει κανεὶς τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ.

Πρν π τν πόλεμο δν εχε νιώσει ατν τν φόβο. πιστρέφοντας π τν πόλεμο στ χωριό του ς φεδρος ξιωματικός, ρχισε ν καλε τος νθρώπους σ μετάνοια κα κατόρθωσε ν «γιατρέψει» πενήντα σπίτια π κάθε μαρτία. Κα τώρα συνεχίζει μ μεγάλη προθυμία, ν παρακινελο τ χωριό του σ μετάνοια κα δι μέσου τς μετάνοιας ν τδηγε στν ξαγνισμένη χριστιανικ ζωή.

Δν πληρώνεται π κανέναν, οτε –λίμονο– περιμένει κάποια πληρωμπ τος νθρώπους. ληθιν προθυμία πρς τν Θε τν κινε γι ν πράττει ατ τ ελογημένο ργο.

Ὅταν τὸν ρώτησα ποιὰ εἶναι ἡ γνώμη του γιὰ διάφορα θέματα ποὺ σήμερα δημιουργοῦν ἀνησυχία στὴν χώρα μας, αὐτὸς ἀπάντησε μὲ πραότητα:

 

λα ατ τ θέματα εναι δευτερεύουσας σημασίας κα εναι λυτα, μέχρι ν λυθενα βασικ θέμα καρώτημα.

Τὸ βασικὸ θέμα εἶναι ἡ μετάνοια τοῦ λαοῦ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
.            

πάρχουν καλλα, μέτρητα, σύγχρονα παραδείγματα μετανοημένων νδρν κα γυναικν, νθρώπων πο ζον στν σημεριν κοινωνία, τποα γνωρίζω προσωπικ κα τποα θ μποροσα μέχρι αριο νπαριθμ. Μοιάζουν πίστευτα μ κλασικ παραδείγματα νθρώπων πορθόδοξη κκλησία διαφύλαξε κα τόνισε ς σωστ παραδείγματα γι τος πιστούς.

 Ὅπου ὑπάρχει ἁμαρτία, ἐκεῖ μπορεῖ νὰὑπάρξει καὶ μετάνοια. Ὅπου ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ὑπάρχει καὶ ἁμαρτία. Ἴδιες εἶναι οἱ ἁμαρτίες καὶ σήμερα, ὅπως ἦταν καὶ πρὶν δύο χιλιάδες χρόνια, ἴδιο εἶναι τὸ φάρμακο γιὰὅλες τὶς ἁμαρτίες: ἡ μετάνοια!

Τ φάρμακο –πρτο κα βασικ φάρμακο– γιλες τς μαρτίες εναι μετάνοια! μετάνοια εναι πρώτη πνευματικατρική, πο παρέχεται στν σθεν γι τν μαρτία!
.            

Σκεφτετε τξς: καθαρσία στν γ σήμερα εναι δια πως ταν κα πρν δύο χιλιάδες χρόνια, διο εναι κα τ νερ πο τν καθαρίζει. Φανταστετε, λοιπν πς ταξιδεύετε π τν Θεσσαλονίκη ς τ Βλαδιβοστκ στν βόρεια κρη τς Ρωσίας κα πς λερώνεστε π τν σκόνη.

Θ πλενόσασταν στν Θεσσαλονίκη μ νερν στ Βλαδιβοστκ θ πλενόσασταν μ πετρέλαιο; Κατ τν διάρκεια το ταξιδιο σας στν σκονισμένο δρόμο, δν θ πλενόσασταν μ νερό; Φυσικ μ νερό. Τ βάδισμα τς νθρωπότητας δι μέσου τς στορίας εναι να μακριν ταξίδι. Σ’ ατ τ μακριν ταξίδι, νθρωπότητα «λερώνεται» κα «σκονίζεται» πάντα μ τν δια σκόνη κα «πλένεται» πάντα μ τδιο νερό. σκόνη εναι μαρτία κα τ νερ εναι μετάνοια.


Η  ΑΥΤΑΠΑΤΗ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ  ΑΝΘΡΩΠΟΥ...
          

δελφοί μου, μετάνοια τονθρώπου εναι μία πράξη κατὰ τὴν ὁποία ὁ άνθρωπος ἀπὸ μόνος ὅταν συνειδητοποιήσει πὼς ὁ ἐχθρὸς βρίσκεται μέσα του!

σο νθρωπος ζε μ τν αταπάτη, πς λοι οχθροί του εναι ξω π τν διο του αυτό, ς τότε δν ξεγείρεται ναντίον τοαυτο του.

Ὅταν ὅμως μία στιγμὴἀνοίξουν τὰἀνθρώπινα μάτια καὶἀναγνωρίσουν πὼς οἱ «κλέφτες» καὶ οἱ «ληστὲς» βρίσκονται μέσα στὴν οἰκία του, τότε ξεχνάει κείνους ποπιτίθενται στ σπίτι π’ ξω κα χρησιμοποιελη τν δύναμή του ν βγάλει ξω κείνους ποπρόσκλητοι μπκαν μέσα καγκαταστάθηκαν.
.            
Θ
ταν στεος νας  ρχιστράτηγος, ν περασπιζόταν μία πόλη βλεπε τι χθρς μπκε μέσα στν πόλη ππόγειους διαδρόμους, καμουφλαρισμένος μ τν στρατιωτικ στολ το στρατο του κα παρόλα ατ παρέμενε παθς κα συνέχιζε ν πυροβολεπ τς πάλξεις τς πόλης τν χθρ πο εναι ξω π τν πόλη.

πειδή, σ τί τν βοηθλη προσπάθεια πού κάνει γι νξοντώσει τος ξωτερικος χθρούς, φο  χθρς μ μορφ φίλου προκαλε τος στρατιτες σπειθαρχία, ληστεύει, βάζει φωτιές, σπέρνει τν πελπισία;

Μήπως σ’ ατ τν περίπτωση, ρχιστράτηγος πολεμ μ τν πλευρ τοχθρο, ναντίον τοχθρο; Μήπως βλάπτει τν δια του τν πόλη;

Μήπως
μύνεται μάταια, νομίζοντας πς θάνατος βρίσκεται ξω π τς πάλξεις τς πόλης, ν θάνατος νενόχλητα, πίσω π τν πλάτη του, στήνει τς κρεμάλες κα το βάζει τν θηλι στν λαιμό;