Ὑπάρχουν δύο εἰδῶν ἀγρυπνίες – διαλέ­ξτε· ἀ­γρυπνίες τοῦ διαβόλου, καὶ ἀγρυπνίες τοῦ Θε­οῦ. Αὐτὴ ἐδῶ εἶνε ἀγρυπνία τοῦ διαβό­λου. Αὐ­τὸς ἐδῶ ποὺ ἀγρυπνεῖ βηματίζει νευρι­κὰ μέσα στὸ σπίτι του. Πλησιάστε ν᾿ ἀκούσετε τί λέει. Φωνὴ ἄγχους ἀκούγεται, φωνὴ ἀγωνίας.

---«Τί νὰ κάνω;» λέει. Μὰ ποιός νά ᾿νε ἆραγε αὐτός;
«Τί νὰ κάνω;».

Νὰ τὸ πεί ὁ φτωχὸς οἰκογενειάρχης μὲ τὰ 7-8 παιδιὰ ποὺ ζητοῦν κάθε μέ­ρα τροφή; Νὰ τὸ πῇ ἡ χήρα ἡ παντέρημη, ποὺ δὲν ἔχει στὸν κόσμο στήριγμα; Νὰ τὸ πῇ ὁ ἄνεργος, ποὺ χτύπησε χίλιες πόρτες καὶ καμμιά δὲν ἄνοιξε νὰ τοῦ δώ­σῃ δουλειά; Νὰ τὸ ποῦν οἱ πεινασμένοι καὶ οἱ δυστυχισμένοι… Δὲν τὸ λέει κανείς ἀπ᾿ αὐ­τούς. Τὸ λέει κάποιος ἄλλος.

Τί πρόβλημα ἔ­χει; πρόβλημα Αρχιμήδειο, πρόβλημα Αλγεβρικό Αὐτὰ τὰ προβλήματα τὰ λύνει ὁ ἄνθρωπος· τὸ δυσκολότερο πρόβλημα εἶνε κάποιο ἄλλο, ποὺ ἐξακολουθεῖ καὶ σήμερα νὰ σείῃ τὸν κόσμο. Γι᾿ αὐτὸ τὸ Εὐαγγέλιο εἶνε αἰώνιο. Τὸ ἐρώτημα αὐτό, «Τί νὰ κάνω;», εἶνε τὸ κοινωνικὸ πρόβλημα, ποὺ ἐξακολουθεῖ νὰ βοᾷ στὸν κόσμο.


«Τί νὰ κάνω;». Τί εἶνε αὐτὸς ποὺ τὸ λέει; Εἶνε πλούσιος. Μόνο πλούσιος;

Πλεονέκτης εἶνε. Τί τοῦ συνέβη; Ἐκεῖνο τὸ χρόνο ἦρθε ἐξ­αιρετικὴ εὐφορία στὰ χωράφια του. Τὸ ἀμ­πάρι του γέμισε σιτάρι, τὰ βαρέλια γέμισαν κρασί, τὰ πιθάρια του γέμισαν λάδι. Εἶχε περισσέματα πολλὰ καὶ δὲν χωροῦσαν οἱ ἀποθῆ­κες· ζητοῦσε μεγαλύτερες. Καὶ τί λέει;

Ἀκοῦ­στε τον· δὲν ὑπάρχει λέξις τοῦ Εὐαγγελίου χωρὶς σημασία. Ὅλο τὸ βάρος εἶνε σὲ μιὰ ἀν­τωνυμία.

---«Τί νὰ κάνω», λέει, γιὰ «τὰ γενήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου», τὰ ὑπάρχοντά μου;  Ἄχ νὰ ἔλειπε αὐτὸ τὸ «μου»!
«Τὰ ἀγαθά μου», λέει. Ἦταν δικά του; Ἐὰν δὲν ἔπεφτε ἡ βροχούλα στὰ χωράφια, ἐὰν δὲν φυσοῦσε ἀέρας, ἐὰν δὲν ὑπῆρχαν κατάλληλοι καιροί, θὰ ἔσπερνε ἀλλὰ δὲν θὰ θέριζε. Τὰ ἀγαθὰ λοιπὸν δὲν εἶνε δικά του· εἶνε τοῦ Θεοῦ.

«Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐ­τῆς». Ἀλλὰ αὐτὸς τὰ κάνει κι΄αυτά όλα δικά του.
Καὶ ζητάει ἀποθῆκες. Ἀποθῆκες; Ὑπάρχουν ἀποθῆκες, ποὺ μπορεῖ νὰ ἀσφαλίσῃ 100% τὰ προϊόντα του καὶ κανένας νὰ μὴν τὰ πειράξῃ. Ἀποθῆκες; Νά· κάθε στομάχι πεινασμένου εἶ­νε μιὰ ἀποθήκη. Νὰ τὰ μοιράσῃ σ᾿ αὐτοὺς καὶ νὰ τὰ ἀσφαλίσῃ. Ἀλλ᾿ αὐτὸς δὲν τὸ καταλαβαίνει.

Ὕστερα ἀπὸ πολλὴ σκέψι βρῆκε κάποια λύσι. Θὰ γκρεμίσῃ τὰ μικρὰ κτήρια καὶ θὰ τὰ κάνῃ μεγάλα· κ᾿ ἐκεῖ θὰ συγκεντρώσῃ τὰ ἀγαθά του· καὶ θὰ ζήσῃ μὲ ἕνα πρόγραμμα Σαρδαναπάλου καὶ Λουκούλλου καὶ Ἐπικούρου, «Φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνῄ­σκομεν»

Ὅταν τὰ εἶχε όμως ὅλα τακτοποιήσει ἦταν πιὰ περασμένα μεσάνυχτα. Κουρασμένος ἀπὸ τὴ σκέψι πῆγε νὰ κοιμηθῇ. Ἀλλ᾿ ἐκείνη τὴ στι­γμὴ κάποιος τοῦ χτυπᾷ τὴν πόρτα. Ὤ τὸν αὐθάδη! γίνεται ἐπίσκεψι τέτοια ὥρα; Ἄνθρωπος δὲν κάνει ἐπίσκεψι μεσάνυχτα· αὐτὸς λοιπὸν ποιός εἶνε;

Εἶνε ὁ Χάρος! Ἦρθε σὲ ὥρα ποὺ δὲν τὸν περίμενε.

-–Ποιός εἶσαι; Ρωτάει από μέσα.

–-Εἶμαι ὁ Χάρος καὶ ἦρθα νὰ σὲ πάρω…

Αὐτὸς ἔρχεται τὴν ὥρα ποὺ δὲν περιμένεις, τὸ πρωὶ ποὺ ξυπνᾷς, τὸ μεσημέρι ποὺ τρῶς, τὸ βράδυ ποὺ ξαπλώνεις, στὴ γιορτή, στὴν καθημερινή, στὸ χωρά­φι, στὸ δρόμο, στὴν πλατεῖα, στὸ ἀεροπλάνο ποὺ ταξιδεύεις, τὴν ὥρα ποὺ παντρεύεσαι… Ἔτσι ἔρχεται ὁ Χάρος. Εἶνε ἀναιδέστατος· δὲν ξέρει αὐτὸς ὧρες, δὲν κάνει διάκρισι.
Ἔρχεται λοιπὸν αὐτὸς καὶ τοῦ λέει·

-–Ἔχω ἐντολὴ νὰ σὲ πάρω.

-–Χάρε, ἄφησέ με ν᾿ ἀπολαύσω τὰ ἀγαθά, ἄφησέ με νὰ κάνω διαθήκη νὰ τὰ μοιράσω στοὺς συγγενεῖς μου.

-–Ὄχι· αὐτή τὴ στιγμή. Ὁ οὐρανὸς ἐξέδωκε ἔνταλμα συλλήψεως…

Κι ὁ χάρος τὸν παίρνει στὰ μαῦ­ρα φτερά του καὶ τὸν μεταφέρει στὸν Άδη. Πολλὲς σπηλιὲς ἔχει ὁ Άδης, ἀλλὰ ἡ πιὸ σκοτεινὴ εἶνε ἡ σπηλιὰ τῶν φιλαργύρων καὶ τῶν πλεονεκτῶν. Γιατὶ αὐτοὶ εἶνε οἱ μεγαλύτεροι ἐγκληματίες.

Ἐν τῷ μεταξὺ στὸ παλάτι τοῦ πλεονέκτου γίνεται καυγᾶς μεγάλος. Μαζεύτηκαν σὰν τὰ κοράκια οἱ συγγενεῖς καὶ μαλώνουν γιὰ τὸ πῶς θὰ μοιραστῇ ἡ περιουσία του. Διαπληκτισμοί, δικαστήρια…, ἐνῷ τὸ πρᾶγμα ἦταν ἁπλούστατο.

* * *

Αὐτὴ μὲ λίγα λόγια εἶνε ἡ παραβολὴ τοῦ ἄ­φρονος πλουσίου. Καὶ τὸ συμπέρασμα; Τὸ λέει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός· «Ὁρᾶτε καὶ φυλάσσεσθε ἀπὸ πάσης πλεονεξίας»· ἀνοῖξτε τὰ μάτια σας καὶ φυλαχτῆτε ἀπὸ κάθε πλεονεξία (Λουκ. 12,15). Αὐτὴ εἶνε ἡ ἀρρώστια, ὁ καρκίνος τῆς ψυχῆς, τὸ θηρίο ποὺ δὲν χορταίνει ποτέ.
Τί θὰ πῇ πλεονεξία;

Κατὰ κάποιο τρόπο ὅ­λοι εἴμαστε πλεονέκτες. Μὴ ζυγίζεστε μὲ ζυγαριὲς τοῦ κόσμου· ἐλᾶτε νὰ ζυγιστοῦμε μὲ τὴ ζυγαριὰ τοῦ Εὐαγγελίου. Πλεονεξία εἶνε τὸ νὰ μὴ μένεις εὐχαριστημένος σ᾿ ἐκεῖνα τὰ λίγα ποὺ χρειάζονται γιὰ τὴ συντήρησί σου, στὸν «ἄρτον τὸν ἐπιούσιον» (Ματθ. 6,11), στὰ ἀπολύτως ἀναγκαῖα. Ὅταν ξεπερνᾷς αὐτὸ τὸ μέτρο, τότε πιὰ ἀρχίζει ἡ πλεονεξία.
Καὶ ἡ πλεονεξία εἶνε ἀδηφάγος. Μάζεψε χίλιες λίρες; θέλει νὰ τὶς κάνῃ δυὸ χιλιάδες· τὶς δυὸ χιλιάδες νὰ τὶς κάνῃ τέσσερις, τὶς τέσσερις ὀχτώ… Ἡ θάλασσα μπορεῖ νὰ πῇ στὰ ποτάμια, Φτάνει χόρτασα ἀπὸ τὰ νερά σας· ὁ ᾅδης μπορεῖ νὰ πῇ στὸ χάρο καὶ στοὺς νεκρο­θάφτες, Φτάνει χόρτασα ἀπὸ νεκρούς· μὰ ὁ πλεονέκτης δὲν θὰ πῇ ποτέ Φτάνει. Ἂν ἦταν δυνατόν, κι ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ φτωχοῦ νὰ πά­ρῃ τὴ μπουκιά. Ὑπάρχει ἄλλη μεγαλύτερη ἀ­φροσύνη στὸν κόσμο;

Λέει ἡ μυθολογία γιὰ τὸν Μίδα, βασιλιᾶ τῆς Φρυγίας, ὅτι εἶχε πολύ χρυσάφι, δὲν ἔμενε ὅ­μως ἱ­κανοποιημένος. Προσευχήθηκε λοιπὸν στοὺς θεοὺς τοῦ Ὀλύμπου· Μιὰ χάρι σᾶς ζη­τῶ· ὅ,τι πιάνω, νὰ γίνεται χρυσό – ὤ τὸν ἀ­­νό­ητο! Καὶ οἱ θεοὶ ἄκουσαν, λέει ο μύθος, τὴν προσ­ευ­χή του, κι ἀπὸ τότε ὅ,τι ἔπιανε (χῶ­μα, πέτρες, λουλούδια, δέντρα…) γινό­ταν χρυσάφι.

Πάει στὸ σπίτι, πιάνει ψωμί, γίνεται μέταλλο χρυσό· πιάνει πιάτο, χρυσό· πιάνει ποτήρι, χρυσό. Πάει ἡ κόρη του νὰ τὸν πλησιάσῃ, ἔγινε κι αὐτὴ ἄγαλμα. Φάε τώρα, ἀνόητε, χρυσάφι!
Ἀλλ᾿ αὐτό, ἀδελφοί μου, ἔπαθε καὶ ἡ ἀνθρω­πότης σήμερα.

Γέμισαν οἱ Τράπεζες ἀπὸ ῥάβδους χρυσοῦ. Στὴν Ἀμερικὴ ἄνοιξαν βουνὰ ὁλόκληρα νὰ κρύψουν τὸ χρυσάφι τους μέσα στὴ γῆ. Ποτέ ἄλλοτε δὲν μαζεύτηκε τόσος πλοῦτος, τόσα ἀγαθά· ποὺ ἂν ὑπῆρχε μιὰ δικαία κατανομή, ὄχι αὐτὸ τὸν πληθυσμὸ μόνο ἀλλὰ πολὺ περισσότερα δισεκατομμύρια θὰ μποροῦσε νὰ θρέψῃ ἡ γῆ. Τώρα ὁ χρυσὸς μαζεύτηκε στὰ χέρια ὀλίγων, ποὺ ἐπαναλαμβάνουν σὰν τὸν ἄφρονα «Τὰ ἀγαθά μου», τὰ ὑ­πάρχοντά μου, ἐνῷ οἱ πολλοὶ δυστυχοῦν καὶ ὑποφέρουν. Ἔτσι, ἐνῷ ὑπάρχει ἄφθονο χρυσάφι, πεθαίνουν σήμερα ἄνθρωποι από την πείνα…
Μὰ ἐπὶ τέλους ποιός φταίει; Τὸ χρυσάφι; Ὄχι· μέταλλο εἶνε.

Φταίει ὁ ἄνθρωπος, φταίει ἡ πλεονεξία τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ἔσβησε τὸ Θεὸ καὶ ἔκανε τὸ χρῆμα θεό του· ἕνα θεὸ ψεύτικο, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ φέρῃ στὸν ἄνθρωπο τὴν πραγματικὴ εὐτυχία.
Ὦ εὐτυχία, ποῦ κατοικεῖς;

-–Κοντὰ στὸ Θεό. Τὸ ψάρι δὲν ζῇ ἔξω ἀπὸ τὴ θάλασσα καὶ τὸ πουλὶ ἔξω ἀπὸ τὸν ἀέρα, καὶ ἡ ἀνθρώπινη ψυ­χὴ δὲν ζῇ παρὰ μόνο κοντὰ στὸ Χριστό· ὅν, «παῖδες, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας»· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος