Μετὰ πέρασε ἕνας ἄλλος, λευΐτης αὐτός, ὑπηρέτης τοῦ ναοῦ τῶν Ἰεροσολύμων. Οὔτε αὐτὸς τὸν λυπήθηκε· ἔφυγε ὅπως ὁ ἄλλος. Ὁ ἥλιος πήγαινε πιὰ νὰ βασιλέψῃ καὶ τὸ θῦμα ἔμενε ἐκεῖ μὲ κίνδυνο νὰ πεθάνῃ ἀπὸ αἱμορραγία. Τότε φάνηκε κάποιος ἄλλος. Ἦταν Σαμαρείτης, δηλαδὴ ἀλλόφυλος καί ἐχθρός του...
Οἱ Σαμαρεῖτες εἶχαν μῖσος ἄσπονδο γιὰ τοὺς Ἰουδαίους, ὅπως κι᾿ οἱ Ἰουδαῖοι γιὰ τοὺς Σαμαρεῖτες. Ἀλλὰ ὁ Σαμαρείτης αὐτὸς κατέβηκε ἀπὸ τὸ ζῷο του καὶ τὸν πλησίασε. Περιποιήθηκε τὶς πληγὲς καὶ ἔδεσε τὰ τραύματά του χύνοντας λάδι καὶ κρασί. Κι ἀφοῦ ἔκανε χρέη νοσοκόμου, μετὰ τὸν ἀνέβασε στὸ ζῷο του καὶ τὸν πῆγε σ᾿ ἕνα πανδοχεῖο, δηλαδὴ ξενοδοχεῖο. Ὅλη τὴ νύχτα ἔμεινε στὸ προσκέφαλό του.
Τὸ πρωῒ τὸν ἐμπιστεύθηκε στὸν ξενοδόχο λέγοντας· Ὅ,τι ἐπὶ πλέον δαπανήσῃς, ὅταν ξαναγυρίσω θὰ σοῦ τὸ πληρώσω.
Τελείωσε ἡ παραβολή. Κι ὁ Χριστὸς ρωτάει τὸ νομικό·
–Ποιός ἀπ᾿ αὐτοὺς τοὺς τρεῖς κατὰ τὴ γνώμη σου στάθηκε πλησίον σ᾿ αὐτὸν ποὺ ἔπεσε στοὺς λῃστάς; Ἐκεῖνος ἀπαντᾷ·
–Αὐτὸς ποὺ τοῦ ἔδειξε εὐσπλαχνία.
–Πήγαινε λοιπόν, τοῦ λέει ὁ Κύριος, καὶ κάνε κ᾿ ἐσὺ τὸ ἴδιο.
* * *
Ὁ Θεός, ἀγαπητοί μου, ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο κοινωνικό· τὸν ἔβαλε νὰ ζῇ μὲ ἄλλους. Γι᾿ αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος στενοχωριέται ὅταν μένῃ μόνος, νιώθει μοναξιά. Πλησίον του πρέπει νὰ εἶνε οἱ γονεῖς, τ᾿ ἀδέρφια, οἱ συγγενεῖς, οἱ φίλοι του. Πρὸ παντὸς δὲ στὸ ἀντρόγυνο πλησίον πρέπει νὰ εἶνε ὁ ἄντρας γιὰ τὴ γυναῖκα καὶ ἡ γυναίκα γιὰ τὸν ἄντρα, ἀφοῦ μὲ τὸ ἱερὸ μυστήριο τοῦ γάμου ἑνώνονται μὲ ἀκατάλυτο δεσμὸ καὶ δὲν εἶνε πλέον δύο ἀλλὰ μία σάρκα.
Σήμερα δυστυχῶς οἱ δεσμοὶ αὐτοὶ δὲν εἶνε ἰσχυροί. Οὔτε ακόμη και ὁ δεσμὸς τοῦ γάμου. Στοὺς 100 γάμους οἱ 25 διαλύονται καὶ οἱ ὑπόλοιποι δὲν ἔχουν τελεία ἁρμονία. Τέτοια ἀγάπη καὶ ἑνότης ὑπῆρχε παλαιότερα στὰ ἀντρόγυνα, ποὺ τὸ πρωὶ πέθαινε ὁ ἄντρας καὶ τὸ βράδυ πέθαινε ἡ γυναίκα. Ποῦ εἶνε σήμερα ἡ ἀγάπη αὐτή!
Ἔρχονται στιγμὲς ποὺ ὁ ἄνθρωπος μένει μόνος. Λέει ὁ ψαλμῳδός· «Καὶ οἱ ἔγγιστά μου ἀπὸ μακρόθεν ἔστησαν», καὶ οἱ πιὸ κοντινοί μου δηλαδὴ πῆραν ἀποστάσεις, ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ μένα (Ψαλμ. 37,12).
Θ᾿ ἀπατηθῇς πολὺ ἂν νομίζῃς ὅτι πλησίον σου εἶνε τὸ παιδί σου κι ὅτι θὰ μείνῃ κοντά σου νὰ σὲ γηροκομήσῃ. Πόσα παιδιὰ δὲν ἐγκαταλείπουν τοὺς γονεῖς ἢ τοὺς στέλνουν σὲ γηροκομεῖα! Πλησίον μας πρέπει νὰ εἶνε ἡ μάνα, ἡ σύζυγος, ὁ σύζυγος, τὰ παιδιά, οἱ συγγενεῖς, οἱ φίλοι, οἱ συμπατριῶτες μας. Δυστυχῶς πολλὲς φορὲς δὲν εἶνε, εἶνε μακριά μας...
Ὁ μόνος ποὺ μένει ἀληθινὰ πλησίον, ὁ ἰδεώδης πλησίον, εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Σαμαρείτη τὸν ἔλεγαν οἱ ἐχθροί του, ἔτσι τὸν ἀποκαλοῦσαν περιφρονητικὰ οἱ φαρισαῖοι. Ἀλλ᾿ αὐτὸς κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανό, βρῆκε τὸν πληγωμένο ἀπὸ τοὺς λῃστὰς ἄνθρωπο γιὰ νὰ τὸν θεραπεύσῃ. Λῃσταὶ εἶνε οἱ πονηροὶ λογισμοί, τὰ πάθη, οἱ κακοὶ ἄνθρωποι· λῃστὴς πρὸ παντὸς εἶνε ὁ σατανᾶς.
Αἱμορραγεῖ ὁ ἄνθρωπος καὶ ζητᾷ τὸν πλησίον. Καὶ ὁ Χριστὸς ἔρχεται κοντὰ στὸν πληγωμένο, τὸν περιποιεῖται, καὶ τὸν ὁδηγεῖ στὸ πανδοχεῖο, ποὺ εἶνε ἡ Ἐκκλησία μὲ τὰ ἅγια μυστήριά της. Ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ ἰδεώδης πλησίον. Ἕνας πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας λέει· Ὁ Χριστὸς γίνεται τὰ πάντα. Πεινᾷς; εἶνε ὁ ἄρτος ποὺ τρέφει ψυχές. «Λάβετε φάγετε· τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου» (Ματθ. 26,26. Μᾶρκ. 14,22). Διψᾷς; εἶνε τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν τὸ «ἁλλόμενον εἰς ζωὴν αἰώνιον» (Ἰω. 4,14). Εἶσαι ἄρρωστος; εἶνε ὁ ἰατρὸς ψυχῶν καὶ σωμάτων. Εἶσαι ἁμαρτωλός; Εἶνε ἡ σωτηρία. Ἐλάχιστοι δυστυχῶς τὸ αἰσθάνονται.
Οἱ περισσότεροι θεωροῦν τὸν ἑαυτό τους ἀπηλλαγμένο ἀπὸ ἁμαρτίες. Μέσ᾿ στοὺς χίλιους ἕνας νιώθει τὴν ἁμαρτωλότητά του.
Ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ πλησίον κάθε ἀνθρώπου. Εἶνε πλησίον τῶν παιδιῶν, γι᾿ αὐτὸ εἶπε· «Ἄφετε τὰ παιδία ἔρχεσθαι πρός με, καὶ μὴ κωλύετε αὐτά» (Μᾶρκ. 10,14. Λουκ. 18,16). Εἶνε πλησίον τῶν φτωχῶν. Σὲ βοσκοὺς φανερώθηκε, ποὺ ἄκουσαν τὸ «Δόξα ἐν ὑψίστοις…» (Λουκ. 2,14).
Μὲ ψαρᾶδες συνωμιλοῦσε, ποὺ ἔγιναν μαθηταί του. Ὁ Χριστὸς εἶνε πλησίον ὅλων τῶν δυστυχισμένων. Καὶ ἂν σ᾿ ἐγκαταλείψουν ὅλοι, ἐσὺ πές· «Κι ἂν δὲν μοῦ μείνῃ ἐντὸς τοῦ κόσμου/ ποῦ ν᾿ ἀκουμπήσω, νὰ σταθῶ,/ ἐκεῖ ψηλὰ εἶν᾿ ὁ Θεός μου·/ πῶς ἠμπορῶ ν᾿ ἀπελπισθῶ;» (Γ. Βερίτης).
* * *
Ν᾿ ἀκολουθήσουμε, ἀγαπητοί μου, τὸ παράδειγμα τοῦ Χριστοῦ. Νὰ γίνουμε μικρογραφίες τοῦ Χριστοῦ, μιμηταὶ τῆς ἀπέραντης ἀγάπης του. Νὰ κάνουμε ὅ,τι ἔκανε ἐκεῖνος. Διψᾷ ὁ συνάνθρωπός μας; νὰ τοῦ δώσουμε νὰ πιῇ. Πεινᾷ; νὰ τὸν ταΐσουμε. Εἶνε γυμνός; νὰ τὸ ντύσουμε. Ἂν ὅλοι ἔκαναν ὅ,τι ἔκανε ὁ Χριστός, ἡ γῆ αὐτὴ θὰ ἦταν παράδεισος. Νὰ γίνουμε, ἀδελφοί μου, μικροὶ Χριστοί.
Νὰ γίνουμε πλησίον τῶν συνανθρώπων μας, ἂν θέλουμε τὴν φοβερὰ ἡμέρα τῆς κρίσεως νὰ μὴν ἀκούσουμε «Πορεύεσθε ἀπ᾿ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον» (Ματθ. 25,41). Ὁ Χριστὸς ἀγάπησε τὸν ἄνθρωπο καὶ στάθηκε πλησίον σ᾿ αὐτόν. «Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ἰω. 3,16).
Μόνη ἐλπίδα ὁ Χριστός.
Καὶ ἡ ταλαίπωρη πατρίδα μας, ἡ Ἑλλάδα, ποὺ ἐλπίζει ὅτι θὰ τὴ βοηθήσῃ ὁ ἄλφα ἢ ὁ βῆτα διεθνὴς ὀργανισμός, μάταια περιμένει. Ἀποδείχθηκε στὸ παρελθόν, ὅτι δὲν πρέπει νὰ στηρίζουμε τὶς ἐλπίδες μας σ᾿ αὐτούς. Εἶνε ἕνα μυστήριο ἡ ἀχαριστία τῶν ἐθνῶν πρὸς τὴν πατρίδα μας· προσέφερε ἀνεκτίμητες ὑπηρεσίες στὴν ἀνθρωπότητα, καὶ ὅμως δὲν τὴν ἀγαποῦν.
Τὸ 1922 συνέβη τὸ φοβερὸ δρᾶμα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ἔσφαξαν τὰ ἄγρια θηρία τοὺς Χριστιανούς, γέμισε ἡ προκυμαία τῆς Σμύρνης, τὰ πεζοδρόμια καὶ ἡ θάλασσα ἀπὸ αἷμα ἑλληνικό. Καὶ μέσα στὸ λιμάνι ἦταν μεγάλα θωρηκτὰ τῆς Ἀμερικῆς, τῆς Ἀγγλίας, τῆς Γαλλίας, τῆς Ἰταλίας· δὲν βοήθησαν τοὺς Χριστιανοὺς ποὺ σφάζονταν.
Ὁ Ἀμερικανὸς πρόξενος Τζώρτζ Χόρτον, ποὺ βρισκόταν ἐκεῖ, ἔγραψε ἔπειτα· Ὅταν σκέπτομαι τὸ δρᾶμα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ντρέπομαι ποὺ εἶμαι ἄνθρωπος καὶ Ἀμερικανός…
Νὰ μὴν ἔχουμε λοιπόν ἐμπιστοσύνη καὶ νὰ μὴν περιμένουμε καμμιά βοήθεια ἀπὸ ἀνθρώπινες δυνάμεις. Ἡ Ἑλλάδα –νὰ τὸ πάρουμε ἀπόφασι– εἶνε ἐγκαταλελειμμένη· μοιάζει μὲ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἔπεσε στοὺς λῃστάς. Πολεμεῖται διὰ μέσου τῶν αἰώνων. Εἶνε θαῦμα πῶς ζῇ. Ἀλλὰ ζῇ καὶ θὰ ζήσῃ ὄχι μὲ τὴ συμμαχία τοῦ ἄλφα ἢ τοῦ βῆτα κράτους· ζῇ καὶ θὰ ζήσῃ ὑπὸ ἕναν ὅρο, ἂν καὶ ἐμεῖς πλησιάσουμε τὸ Χριστό.
Ὅταν ὁ Χριστὸς εἶνε μαζί μας, δὲν ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ καμμιά ἄλλη συμμαχία. Ὁ Χριστὸς μᾶς φτάνει, γιὰ νὰ φωνάξουμε κ᾿ ἐμεῖς τὸ «Γνῶτε ἔθνη καὶ ἡττᾶσθε, ὅτι μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός» (Μέγ. ἀπόδ.).
Ἄντρες γυναῖκες παιδιά, νὰ ἔχουμε σύμμαχό μας τὸ Χριστό! Ἂς ἔρθουν νὰ μᾶς πολεμήσουν. Θὰ ἀγωνιστοῦμε ὅπως οἱ πρόγονοί μας καὶ θὰ νικήσουμε, δοξάζοντες Πατέρα Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος