Καί απόδειξις πρώτη· είναι ὁ ἑαυτός μας.

Ἂν ἔχου­με τὸ «γνῶθι σαυτόν», θὰ δοῦμε ὅτι καὶ στὸν ἁ­γιώτε­ρο ἄνθρωπο, καὶ στὸν ἀσκητή, ἔρχονται στι­γμὲς τραγικές, ποὺ κλονίζεται ἀπὸ σκέψεις ἀλλόκοτες, δαιμονικές. Τέτοια πράγματα περιγράφει ὁ Ντοστογιέφσκυ στὸ βιβλίο του «Οἱ δαιμονισμέ­­νοι»· διαβάστε το.

Ὅ­πως τὸ δέντρο σείεται ἀ­­πὸ σφοδρὸ ἄνεμο, ὅπως τὸ μικρόβιο εἰσχωρεῖ στὸν ὀρ­γανισμὸ καὶ δημιουργεῖ κατάστασι νοσηρή, ὅ­πως τὸ σκουλήκι τρώει ἐσωτερικῶς τὸν κόρμο, ἔτσι καὶ ὁ σατα­νᾶς μᾶς ἐξαπατᾷ μὲ λογισμοὺς ποὺ ὑποβάλλει· σφαλερὲς ὑποθέσεις, βρωμε­ρὲς φαν­τασίες, κακίες, ἐγωιστικὰ σχέδια, ζήλειες, ἀπο­γοητεύσεις, ἀπελπισίες…

Πείτε μου, ἀ­δέρ­φια μου, τί σκέ­πτεστε, νὰ σᾶς πῶ τί εἶστε. Διότι τὰ λόγια καὶ οἱ ἐξωτερικὲς ἐκδηλώσεις κινοῦνται ἀπὸ ἐσωτερικὲς σκέψεις καὶ διαθέσεις. Ὅ­πως λέει κάποιος νεώτερος φιλόσοφος, ἡ πονηρὴ καὶ ἁμαρτωλὴ σκέψι εἶνε αὐτοκτονία τῆς ψυ­χῆς. Ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς ἐξαρτῶνται ὅλα...


Ὅτι ὑπάρχει λοιπὸν δαιμονικὸς κόσμος τὸ μαρτυρεῖ ἡ συνείδησί μας. Τὸ μαρτυροῦν ἀ­κόμη ἐγκλήματα, ποὺ διαπράττουν ανθρώπινα τέρατα καὶ φρίττει καὶ ἀπορεῖ ἡ κοινὴ γνώ­­μη, πῶς ἕνας ἄνθρωπος καταντᾷ νὰ γίνῃ ἀ­γριώτερος κι ἀπὸ τὰ θηρία τῆς ζούγκλας. Ὑ­πόδικος δράστης ἀγρίου ἐγκλήματος ἀναγκάζεται ἐνώπιον τῶν δι­καστῶν του νὰ ὁμολογῇ· « Δὲν τό ᾿θελα αὐτὸ ποὺ ἔ­κανα, ὁ διάβολος μ᾽ ἔβαλε νὰ τὸ κάνω…»


Δὲν θὰ παραλείψω ὅμως ν᾽ ἀναφέρω ὅτι τὴν ὕ­παρξι δαιμονικοῦ κόσμου μαρτυροῦν ἐ­πίσης ὁ πνευματισμὸς καὶ τὰ μέντιουμ. Δὲν θὰ ἐπεκ­ταθῶ ἐδῶ. Τί εἶνε πνευματισμός; Εἶνε μιὰ νέα Πυθία τῶν Δελφῶν, μιὰ ἀναβίωσι τῆς εἰ­δωλολατρίας, δηλαδὴ νεκρομαντεία -- ἐπικοινωνία μὲ ὕποπτα, σκοτεινὰ κι ἀ­κά­θαρτα πνεύματα ποὺ ἐμ­φανίζονται μὲ τὸ προ­­σωπεῖο προσφιλῶν νεκρῶν, σπουδαίων προσω­πικο­τή­των καὶ ἁγίων· εἶνε θρησκεία, ποὺ ἀν­τὶ γιὰ ἱερεῖς ἔχει τὰ μέντιουμ καὶ ἀντὶ γιὰ ἁγία τράπεζα ἔχει μία «τράπεζα δαιμονίων» (Α΄ Κορ. 10,21), γύρω ἀπ᾽ τὴν ὁποία μαζεύονται νύχτα τὰ θύματα τῆς ἀπάτης καὶ περιμένουν τὴν ἐ­πίσκεψι τοῦ ἑ­ωσ­φόρου· κι αὐτὸς διὰ τῶν μέν­τιουμ (ἀνθρώπων, γυναικῶν ἢ καὶ ἀντρῶν, ποὺ εἶνε ὄργανά του) λέει τοὺς χρησμούς του ἀνακατεύοντας μὲ τὸ ψέμα καὶ με­ρι­κὲς ἀλήθειες γιὰ νὰ ἐξαπατᾷ τοὺς ἀ­φελεῖς. Δηλητήριο τοῦ σατανᾶ εἶνε ὁ πνευματι­­σμός.

Ἐναν­­τίον του ὑπάρχει καὶ καταδικαστι­κὴ ἀ­πό­­φασι τῆς Ἱερᾶς Συνό­δου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλ­λάδος (βλ. περ. «Σπίθα» φ. 148/Ὀκτ. 1953). Τὰ μέντιουμ εἶνε σαφὴς ἀπόδειξις ὅτι ὑπάρχουν δαιμόνια.
Γιὰ τὸν Χριστιανὸ βέβαια, καὶ ἂν ὅλα αὐ­τὰ δὲν φανοῦν ἀρκετά, ἀρκεῖ ἡ μαρτυρία τοῦ σημερινοῦ εὐ­αγγελίου ποὺ βεβαιώνει τὴν ὕπαρξι τῶν δαιμόνων. Καὶ ὄχι μόνο αὐ­τό· ὅλη ἡ Αγία Γραφὴ καὶ ἡ ἱερὰ πα­ράδοσις ὁ­μιλοῦν περὶ δαιμόνων. Τί μᾶς λένε δηλαδή;

Οἱ δαίμονες δὲν ἦταν ἀνέκαθεν πνεύματα πο­νηρά. Στὴν ἀρχὴ ἦταν ἄγγελοι φωτεινοί. Ὁ δὲ ἀρ­χηγός τους, ὁ σατανᾶς, ἦταν ὁ ἑωσφόρος, τὸ λαμπρότερο ἄστρο. Ἀλλὰ ὁ σατανᾶς ἔ­πεσε κατὰ τὰς Γραφάς (βλ. Ἠσ. 14,13-14). Τί ἁμαρτία ἔκανε ὁ διάβολος; μήπως πορνεία, μοιχεία;

Μικρὰ εἶν᾽ αὐτά, τὸ μεγαλύτερο ἁμάρτημα εἶνε ἡ ὑ­περη­­φάνεια· ἡ ὑπερηφάνεια λοιπὸν ἔρριξε τὸν ἑωσ­­φόρο. Κι αὐ­τὸς μετά, ἀπὸ τὴν κακία του, ἔρριξε καὶ τοὺς πρω­τοπλάστους στὸ προπατορικὸ ἁ­μάρ­τημα· ἀλλ᾽ οὐσία τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήμα­τος εἶνε ἡ ὑπερηφάνεια. Ἀφαιρέστε τὴν ὑπερηφάνεια καὶ γαλήνη θὰ ἐπέλθῃ στὸν κόσμο.

Ὑπερηφανεύτηκε λοιπόν ὁ σατανᾶς. Σκέ­φτηκε νὰ γί­νῃ σὰν τὸ Θεό. Εἶπε μέσα του· «Εἰς τὸν οὐ­ρα­­νὸν ἀναβήσομαι, …ἔσομαι ὅμοιος τῷ Ὑψίστῳ», θ᾽ ἀ­νεβῶ στὸν οὐρανό, θὰ γίνω ὅμοιος μὲ τὸν Ὕψιστο.  Καὶ μόλις σκέφτηκε ἔτσι, ἀμέσως κατρακύ­λισε· ὁ φωτεινὸς ἄγγελος ἔ­γινε σκοτει­­νὸς διά­βολος καὶ ἀρχηγὸς τῶν πονηρῶν πνευμάτων. Καὶ ἔκ­­τοτε δὲν ἡσυχάζει· ταράζει τὸν κόσμο.
Πῶς όμως δρᾷ;

Στὸν Βίον τοῦ μεγάλου Ἀντωνίου, ποὺ ἔγραψε ὁ μέγας Ἀθανάσιος παρακολουθοῦμε τὴν πάλη τοῦ ἀγαθοῦ μὲ τὸ πονη­ρὸ πνεῦμα, τοῦ ἁγίου ἀσκητοῦ μὲ τὸν δι­ά­βολο. Ὁ ὅσιος πατὴρ βγῆκε στὴν ἔρημο, ἀ­­­σκήτευε καὶ προσευχόταν.

Ἐκεῖ δέχτηκε ἐ­πιθέσεις μὲ ἀκάθαρ­τους λογισμούς, μὲ φαν­­τα­σίες ἀπρεπεῖς, μὲ ἀ­πατηλὲς φωνές, ψεύτικα ὁ­ράμα­τα, εἰκονικὲς πα­ραστάσεις καὶ μετα­μορφώσεις σὲ ἄγρια θηρία καὶ ἑρπετά, μὲ τρο­μακτικοὺς θορύβους.

Μιὰ φο­ρὰ τὸ κελ­λί του σειόταν ἀπὸ ἐπιδρομὴ τῶν δαιμόνων· ὁ ἅγιος ἐπικαλέστηκε τὴ θεία βοήθεια μὲ τὸ «Κύριε Ἰ­ησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», ἔ­δε­σε τὸν διάβο­­λο, τὸν ἀνέκρινε καὶ τὸν ὑ­ποχρέωσε ἐν ὀ­­νό­ματι Ἰησοῦ Χριστοῦ νὰ φανε­ρώσῃ τί παγίδες στήνει καὶ πῶς ἐξαπατᾷ καὶ γκρεμίζει τὰ θύματά του.

Ὁ κόσμος βλέπετε κοιμᾶται, οἱ κλη­ρικοὶ ἀδιαφοροῦ­με, οἱ φρουροὶ τῆς τάξεως ἀ­με­λοῦν, ἀλ­λὰ οἱ δαίμο­νες δὲν ἡσυ­χάζουν· ἀνα­πτύσσουν δρα­στηριότητα· σπέρ­νουν στὰ ἀν­τρόγυνα μοιχείες και δι­α­ζύγια, στὶς οἰκογένει­ες διχασμό, στὰ παιδιὰ καὶ τοὺς νέ­ους αὐθάδεια καὶ ἀσέβεια, στὰ σχο­λεῖα ἀ­μέλεια καὶ ὀ­κνηρία, στὰ δι­καστήρια ἀδικία καὶ ψευ­δορκία, στὸ ἐμπό­ριο καὶ τὴν ἀγο­ρὰ αἰ­σχροκέρδεια καὶ κλοπή, στὶς ἐκκλησίες σκάνδαλα καὶ ἀ­σέβειες…

* * *

Μετὰ ἀπὸ όλα αὐτὰ ποιός, ἀδελφοί μου, μπορεῖ ν᾽ ἀμφισβητή­σῃ ὅτι ὑπάρχει δαιμονικὸς κόσμος;
–Ἀλλὰ γιατί, ( θὰ μὲ ῥωτήσετε), ἐπιμένεις στὸ ζήτημα αὐτό; γιατί ­κά­νεις τόσο κόπο ν᾽ ἀποδεί­ξῃς ὅτι ὑπάρχει δαιμονικὸς κόσμος;
Αὐτό, ἀγαπητοί μου, ἔχει «στρατηγική» σημασία. Τί ἐννοῶ; Ὅ­ταν ἕνας ἐχθρὸς καταφέ­ρῃ, ὁ ἀντίπαλος νὰ τὸν χάσῃ ἀπὸ ᾽μπρός του, νὰ γίνῃ ἀθέατος καὶ νὰ τὸν νομίζουν ἀνύ­παρκτο, τό­τε γίνεται πολὺ ἐπικίνδυνος· καὶ ὅταν ἕνας Χριστι­α­νὸς πιστεύει ὅτι δὲν ὑπάρχουν δαίμονες, ὅτι δὲν τὸν ἀπειλεῖ κανείς, τό­τε ὁ διάβολος ἐ­πιτυγχάνει τὸ στόχο του· ὅ­ταν ὅμως ὁ πιστὸς ξέρῃ τὸν ἐχθρό του, τότε προστατεύεται, ἀμύνεται, νικᾷ.

Ἡ ὑποτίμησις λοιπόν τοῦ ἐχθροῦ πληρώνεται ἀ­κριβά, και ἔχει ὡς συνέπεια τὴν ἧττα. Μὴν ὑ­ποτιμήσετε τὴ δύναμι τοῦ διαβόλου· ἀλλοίμονό μας ἂν τὸν νομίσουμε εὐκαταφρόνητο.
–Τέτοια δύναμι λοιπὸν ἔχει ὁ σατανᾶς; θὰ πῆ­τε· παντοῦ κυριαρχεῖ; παντοδύναμος εἶνε;
Ὄχι· ὁ σατανᾶς δὲν εἶνε παντοδύναμος. Ἀλ­­λοίμονο ἂν ἦταν ἔτσι.

Ἂν ὁ σατανᾶς καὶ τὰ ὄρ­­γανά του εἶχαν τὴ δύναμι νὰ κάνουν ὅ,τι θέλουν, τότε θὰ εἶχαν καταστρέψει τὰ πάντα· θὰ ἔκαιγαν ὅλα τὰ δάση, θὰ ξήραιναν ὅλες τὶς λίμνες, θὰ σκό­τωναν ὅλα τὰ ζῷα, θὰ ἔπνιγαν ὅλο τὸν κόσμο. Δὲν εἶνε λοιπὸν παντοδύναμος· παντοδύναμος εἶνε μό­νο ὁ Χριστός μας, ὁ νικητὴς τοῦ ᾅδου καὶ τοῦ θα­­­νάτου, ὁ κυβερνήτης ὅλου τοῦ σύμπαντος.
Διαβάστε, παρακαλῶ, στὸ Εὐαγγέλιο τὴν περικοπὴ γιὰ τοὺς τρεῖς πειρασμοὺς ποὺ νίκη­σε ὁ Κύριος στὴν ἔρημο· τὸ πρῶτο δαιμόνιο ἦταν τοῦ φαγητοῦ καὶ τῆς ἡδονῆς, τὸ δεύ­τερο τῆς δόξης, καὶ τὸ τρίτο τοῦ πλούτου καὶ τῆς ἐξουσίας. Ἀλλὰ ἡ μεγάλη καὶ ὁ­ριστικὴ νίκη καὶ ὁ θρίαμβος τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἐπὶ τοῦ σταυροῦ στὸ Γολγοθᾶ . Ὅπως λοιπὸν ὁ Χριστὸς νίκησε τότε τὰ δαιμόνια, ἔτσι δίνει καὶ στὸν πιστὸ δοῦ­λο του τὴ δύναμι νὰ τὰ νικᾷ καὶ αὐτός.

Σήμερα τὸ δαιμόνιο ποὺ φαίνεται νὰ κυρι­αρ­­­χῇ εἶνε τὸ δαιμόνιο τῆς σάρκας, τοῦ σέξ. Αὐ­τὸ –θυμηθῆτε τὸ λόγο μου– θὰ γίνῃ ὁ τάφος τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ.

Χαίρονται οἱ σκο­τει­νὲς δυ­νάμεις βλέποντας τοὺς λαοὺς νὰ ἐκ­φυλίζων­ται, νὰ γίνων­ται δοῦλοι τῆς σαρκός, τῆς γαστρὸς καὶ τῶν ὑπογαστρίων· διότι ἔτσι εἶνε δύσκολο ἢ καὶ ἀδύνατον νὰ ὑψώσῃ ὁ θνητὸς τὸ νοῦ του στὸ Θεό, νὰ «φρονῇ τὰ ἄνω». Ὑπάρχουν βέβαια καὶ ἄλ­λοι δαίμονες αλλά ὁ πιὸ ἐπικίνδυνος ἀπ᾽ ὅλους εἶ­νε, ὅπως εἴπαμε, ὁ δαίμων τῆς ὑπερηφανείας.

Ποιός θὰ τὰ νικήσῃ; Μόνο ὁ Χριστὸς καὶ ὁ πιστὸς στὸ Χριστό. Κάποτε οἱ Απόστολοι ρώτησαν τὸν Κύριο γιὰ ἕνα δαιμόνιο·

-–Γιατί ἐ­μεῖς δὲν μπορέσαμε νὰ τὸ βγάλουμε από τον άνθρωπο ; Καὶ ὁ Χριστὸς τοὺς ἀ­πήν­­τησε·

-–«Διὰ τὴν ἀπιστίαν ὑμῶν». Ἂν ἔχετε λίγη θερμὴ πίστι, ἕνα γραμμάριο, ἕνα ἠλεκτρόνιο θερ­μῆς πίστεως, καὶ βουνὰ θὰ μετακινήσετε. Οἱ δαίμονες ἐκδιώκονται μόνο «ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ» (Ματθ. 17,20-21). Νά τὰ ὅπλα σας· πίστι, προσ­ευχή, νηστεία. Μ᾽ αὐτὰ νίκησαν οἱ ἅγιοι.

Δῶστε μου λίγη τέτοια πίστι καὶ θὰ δῆτε πάλι, ὅτι «αὕτη ἐστὶν ἡ νίκη ἡ νικήσασα τὸν κόσμον, ἡ πίστις ἡμῶν»! Ἡ πίστη στὸ Χριστὸ νικᾷ τὰ δαιμόνια οἱουδήποτε χρώματος. Ὅταν αὐτὴ κυριαρχήσῃ στὸν κόσμο, θὰ ὑψωθῇ ἡ λευκὴ σημαία τῆς εἰρήνης τοῦ Ἐ­σταυρωμένου· ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν!

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος