Ο θάνατος ἀκόμη, εἶνε ένα εἶδος μετανάστευσης .

Ἦρθε πρὸ καιροῦ ἀπὸ ἕνα χωριὸ ἐδῶ κάποιος χαρούμενος στὴ μητρόπολι.

–Φεύγω, μού λέει, ἀπὸ τὴ Φλώρινα.

–Καὶ δὲν στενοχωριέσαι. Ποῦ πᾷς;

–Ἔχω ἕνα θεῖο στὸ Τορόντο· ἔχει ἐκεῖ μεγάλη περιουσία καὶ μοῦ ᾿γραψε· «Ἔλα στὸν Καναδᾶ· θὰ σὲ κάνω κληρονόμο, θὰ σοῦ ἀφήσω τὰ ὑπάρχοντά μου, θὰ ζήσῃς εὐτυχισμένος». Καὶ ἔφυγε μὲ χαρά. Ἦρθε σήμερα καὶ μιὰ κοπέλλα ἀπὸ τὸν Ἀκρίτα καὶ ἔλαμπε.

Λέω·

–Χαρούμενη σὲ βλέπω.

–Ναί, μοῦ λέει, παντρεύομαι.

–Καί ποιόν παίρνεις;

–Μὲ ζήτησε κάποιος μετανάστης καὶ θὰ πάω μαζί του στὴν Ἀμερική· θὰ ζήσω ἐκεῖ καλύτερα…

Ὅπως λοιπὸν ὅταν φεύγῃ κανεὶς ἀπὸ τὴ Φλώρινα καὶ πηγαίνῃ σὲ ἄλλα μέρη ἡ μετανάστευσις δὲν θεωρεῖται συμφορά, ἔτσι εἶνε καὶ ὁ θάνατος. Μιὰ μετανάστευσις εἶνε. Μεταναστεύουμε ἐκ γῆς πρὸς οὐρανόν, ἀπὸ τὴ μικρὴ αὐτὴ χώρα στὸν οὐράνιο κόσμο ποὺ είνε γεμᾶτος ὀμορφιὰ, χάρι, καὶ ευχαρίστηση.

Τὸ πιστεύουμε αυτό ; Ἂν τὸ πιστεύουμε, νὰ μὴν κλαῖμε καὶ θρηνοῦμε ὅταν κάποιος δικός μας φεύγῃ στὸν ἄλλο κόσμο....Ταξίδι πάει ( αρκεί όμως να πηγαίνει προετοιμασμένος γιά Χριστό, καί όχι γιά...μή γένοιτο )

Εὰν πιστεύουμε, ὁ θάνατος δὲν εἶνε τέρμα· εἶνε μιὰ θύρα, εἶνε μιὰ μετανάστευσις. Εἶνε ἀκόμα ὁ θάνατος –ν᾿ ἀναφέρω ἕνα πατερικὸ παράδειγμα– μία δευτέρα γέννησις , μιὰ δεύτερη γέννα. Ἐξηγῶ...

Τὸ παιδάκι, πρὶν γεννηθῇ, εἶνε μέσα στὴν κοιλιὰ τῆς μάνας. Ὅπως τὸ ψάρι κολυμπάει μέσ᾿ στὴ θάλασσα, ἔτσι τὸ ἔμβρυο –ἀηδία εἶνε ὁ ἄνθρωπος– κολυμπάει μέσα στὰ αἵματα τῆς γυναίκας. Ποιος θέλει νὰ μείνῃ ἐκεῖ διὰ παντός; Κανείς. Ἐκεῖ εἶνε σὰν σὲ φυλακή. Μένει ἐκεῖ ἐννιὰ μῆνες, καὶ ὕστερα, ὅπως τὸ πουλάκι σπάει τὸ τσόφλι καὶ βγαίνει ἔξω καὶ κελαηδάει, ἔτσι καὶ τὸ παιδάκι ἀνοίγει τὰ σπλάχνα τῆς μάνας καὶ βγαίνει, κι ἀκούγεται τὸ κλάμα του, καὶ χαίρονται ὅλοι.

Γέννησις εἶνε καὶ ὁ θάνατος. Ζοῦμε στὸν κόσμο αὐτόν, ποὺ εἶνε ἡ σκοτεινὴ «κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος» (Ψαλμ. 83,6) . Μὲ τὸ θάνατο βγαίνουμε ἀπὸ τὸ σκοτάδι σὲ νέα ὡραία ζωή, στὸ φωτεινὸ κόσμο τοῦ οὐρανοῦ. Γι᾿ αὐτὸ οἱ πρῶτοι Χριστιανοὶ καὶ τὸ τυπικὸ τῆς Ἐκκλησίας μας θεωροῦν τὸ θάνατο ὡς ἡμέρα νέας γεννήσεως. Ὁ θάνατος τοῦ δικαίου ἑωρτάζετο ὡς ἡμέρα νίκης καὶ θριάμβου.

Ο θάνατος ἀπὸ τοὺς πιστοὺς Χριστιανοὺς θεωρεῖται, τέλος, σὰν ἕνας ὕπνος. Στὰ μνήματα δὲν ἔγραφαν «ἀπέθανε». Σήμερα γράφουν «ἀπέθανε». Ἂν πᾶτε στὴ Ῥώμη κ᾿ ἐπισκεφθῆτε τὶς κατακόμβες, τοὺς ὑπόγειους ἐκείνους διαδρόμους ὅπου ἔθαβαν τὰ σώματα τῶν μαρτύρων, δὲν θὰ βρῆτε τὴ λέξι «ἀπέθανε». Θὰ δῆτε γραμμένο·«Ἐκοιμήθη»,«ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ».

Κι ὅπως τὸ βρέφος κοιμᾶται στὴν κούνια καὶ ἡ μάνα δὲν κλαίει, γιατὶ ξέρει ὅτι τὸ πρωὶ θὰ ξυπνήσῃ δροσᾶτο, ἔτσι καὶ οἱ πιστοὶ δὲν ἔκλαιγαν, ὅπως ἔκλαιγαν οἱ εἰδωλολάτρες. Ἤξεραν, ὅτι οἱ κεκοιμημένοι τους μιὰ μέρα θὰ ξυπνήσουν. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς ἔλεγε·

«Τί εἶνε ὁ ὕπνος; ἕνας μικρὸς θάνατος· καὶ τί εἶνε ὁ θάνατος; ἕνας μεγάλος ὕπνος». Ἀπὸ τὸν ὕπνο αὐτόν, ποὺ διαρκεῖ ὄχι μερικὲς ὧρες ἀλλὰ μερικὰ χρόνια, θὰ μᾶς ξυπνήσῃ ἡ σάλπιγγα τοῦ ἀρχαγγέλου, ἡ σάλπιγγα τοῦ οὐρανοῦ, γιὰ νὰ κριθοῦμε κατὰ τὰ ἔργα μας.

Ἰδού λοιπὸν γιατί ἡ διδασκαλία καὶ ἡ τάξις τῆς Ἐκκλησίας μας ἔχουν τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου ὡς ἡμέρα ἑορτῆς · ἑορτάζουμε τοὺς ἁ-γίους τὴν ἡμέρα ποὺ πέθαναν. Ἀλλὰ καὶ γιὰ κάθε πιστὸ στὴ νεκρώσιμο ἀκολουθία ἡ Ἐκκλησία ψάλλει·«Μακαρία ἡ ὁδὸς  ᾗ πορεύει σήμερον, ὅτι ἡτοιμάσθη σοι τόπος ἀναπαύσεως».

Δυστυχώς όμως σήμερα η πίστις αὐτὴ ἔχει ἀτονήσει... Οἱ λεγόμενοι Χριστιανοὶ δὲν πιστεύουν ὅπως οἱ παλαιοί. Αὐτὸ δείχνουν τὰ λόγια καὶ ἡ στάσι τους ἀπέναντι στὸ μυστήριο τοῦ θανάτου. Τυπικοὶ Χριστιανοί, Χριστιανοὶ στὴν ταυτότητα μόνο.

Ἄχ, πότε θὰ χωριστῇ ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τὸ Κράτος! Ἐγὼ δὲν θὰ προλάβω νὰ τὸ δῶ. Θὰ γίνῃ ὁπωσδήποτε αὐτό, θὰ χωριστῇ ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τὸ Κράτος. Κι ἅμα χωριστῇ, χαρᾶς εὐαγγέλια τότε. Ἀπὸ τοὺς δέκα χιλιάδες Χριστιανοὺς δὲν θὰ μείνουν οὔτε πεντακόσοι. Ὅσοι ὅμως μείνουν, θὰ ἀξίζουν. Αὐτοὶ θὰ πιστεύουν.

Οἱ ἄλλοι ἂς εἶνε ἐλεύθεροι νὰ κάνουν ὅ,τι θέλουν· ροταριανοί, μασόνοι, φράγκοι, ὅ,τι θέλουν ἂς εἶνε, δὲν μᾶς ἐν-διαφέρει. Ὅσοι μείνουν, θὰ εἶνε πραγματικὰ Χριστιανοί. Αὐτοὶ θ᾿ ἀποτελέσουν τὴν ζῶσα καὶ ἀκατάλυτη δύναμι τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τοῦ Ελληνισμοῦ. Διότι θὰ εἶνε τὸ ζυμάρι.

Ὅπως μιὰ χούφτα ζυμάρι ζυμώνει ὁλόκληρη σκάφη, ἔτσι θὰ εἶνε καὶ οἱ πραγματικοὶ Χριστιανοί, ὅσοι θὰ μείνουν τότε ( στίς έσχατες μέρες...).

Ἐνῷ τώρα Χριστιανὸς λέγεται καὶ ὁ ἕνας, Χριστιανὸς λέγεται καὶ ὁ ἄλλος κι ἂς μὴν πιστεύῃ τίποτα. Τὸν ῥωτᾷς γιὰ τὸ θάνατο, καὶ σοῦ λέει πὼς ὁ ἄνθρωπος ψοφάει σὰν τὸ ζῷο… Ἔτσι ἐκφράζονται, δὲν πιστεύουν πλέον γιά τὴν αἰώνιο ζωή.

Ἀλλ᾿ ἐνῷ, ἀγαπητοί μου, ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει ὡς κανόνα νὰ ἑορτάζουμε τοὺς ἁγίους τὴν ἡμέρα τῆς κοιμήσεως ἢ τοῦ μαρτυρίου τους, ὁ κανὼν αὐτὸς ἔχει τρεῖς ἐξαιρέσεις .

Σὲ τρεῖς περιπτώσεις ἑορτάζουμε καὶ τὰ γενέθλια. Ποιά γενέθλια;

Πρῶτον τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ (στὶς 25 Δεκεμβρίου).

Δεύτερον τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου (στὶς 24 Ἰουνίου).

Καὶ τρίτον τὰ γενέθλια τῆς Υπεραγίας Θεοτόκου (σήμερα 8 Σεπτεμβρίου). Γιατί τὰ ὥρισε ἔτσι ἡ Ἐκκλησία;

Πρῶτον διότι οἱ γεννήσεις τοῦ Προδρόμου καὶ τῆς Παναγίας προμηνύουν τὴ Γέννησι τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἐσήμανε ὁριστικῶς τὴ σωτηρία τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων.

Καὶ δεύτερον διότι ὁ μὲν Κύριος εἶνε ὁ Θεὸς ὅλων, ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος εἶνε ὁ «μείζων ἐν γεννητοῖς γυναικῶν» (Ματθ. 11,11) ποὺ ἔρχεται νὰ ἑτοιμάσῃ τὸ δρόμο γιὰ τὸ Χριστό, ἡ δὲ Παναγία μας εἶνε ἀνωτέρα ἀνθρώπων, ἀγγέλων καὶ Αρχαγγέλων· Καί ἂν δὲν ἐγεννᾶτο ἐκείνη, δὲν θὰ ἐγεννᾶτο ούτε ὁ Χριστός.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος