Πέτρο, αὐτὸ ποὺ θεωρεῖς ἐσὺ κακὸ γιὰ μένα, αὐτὸ θὰ γίνῃ ἡ πιὸ μεγάλη εὐεργεσία τοῦ κόσμου. Γιατὶ ἂν ὁ Χριστὸς δὲν θυσιαζόταν, δὲν θὰ ὑπῆρχε Ἀνάστασις, Πεντηκοστή, Ἐκκλησία, σωτηρία τοῦ κόσμου. Γιατί ἀπὸ τὸ Σταυρὸ και την λυτρωτική θυσία του Χριστού επάνω στον Σταυρό πηγάζουν ὅλα τὰ καλά. Αὐτὸ δὲν μποροῦσε νὰ τὸ καταλάβῃ τότε ὁ Πέτρος.
Ἐπειδὴ λοιπὸν ἡ ἀναγγελία τοῦ πάθους ἔρριξε τοὺς Αποστόλους σὲ μελαγχολία, ἀφοῦ δὲν μποροῦσαν νὰ συλλάβουν τὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ, ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ τοὺς παρηγορήσῃ προχώρησε στὸ θαῦμα τῆς Μεταμορφώσεως…
Έτσι λοιπόν μιὰ μέρα τοὺς οδήγησε μακριά, σ᾽ ἕνα βουνὸ τῆς Ἁγίας Γῆς, ποὺ κατὰ τὴν παράδοσι εἶνε τὸ Θαβώρ, ὄχι πολὺ ψηλό, 600 περίπου μέτρων. Κοντὰ ἐκεῖ ὑπάρχει ἄλλο βουνὸ ὑψηλότερο, τὸ Ἑρμὼν ἢ Ἀερμών (σὰν τὸ δικό μας Ὄλυμπο).
Τὸ Ψαλτήρι τὰ συνδέει καὶ λέει ὅτι «Θαβὼρ καὶ Ἑρμὼν ἐν τῷ ὀνόματί σου ἀγαλλιάσονται» (Ψαλμ. 88,13). Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἐξηγεῖ, ὅτι τὰ ὀνόματα αὐτά, βουνὰ καὶ ὅρια τῆς Γῆς τῆς ἐπαγγελίας, σημαίνουν τὴ χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι τῶν ἀνθρώπων γιὰ τὴν παρουσία ἐκεῖ τοῦ Χριστοῦ· στὸ Ἑρμὼν εἶνε ἡ Ναῒν ὅπου ἀνέστησε τὸν υἱὸ τῆς χήρας, καὶ στὸ Θαβὼρ ἔγινε ἡ Μεταμόρφωσίς Του
Στὸ βουνὸ πήγαινε συχνὰ ὁ Χριστός. Διανυκτέρευε ἐκεῖ, γιὰ νὰ προσεύχεται, νὰ συνομιλῇ μὲ τὸν οὐράνιο Πατέρα. Ἂς τ᾽ ἀκούσουμε αὐτὸ ὅλοι, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί. Ἐκεῖνος, ποὺ ἦταν Θεάνθρωπος καὶ δὲν εἶχε ἀνάγκη, ἔκανε τὴ νύχτα προσευχή· ἐμεῖς τι κάνουμε σήμερα;
Ποῦ εἶνε τώρα όλες εκείνες οἱ καλὲς συνήθειες τῶν παλαιοτέρων, νὰ σηκώνονται τὴ νύχτα γιὰ προσευχή, νὰ κάνουν μετάνοιες, μεσονυκτικό, κανόνα;
Σήμερα μόνο στὸ Ἅγιο Ὄρος κάποιοι, ποὺ δὲν εἴμαστε ἄξιοι νὰ φιλήσουμε τὰ πόδια τους, ἀγρυπνοῦν καὶ λένε συνεχῶς τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ελέησόν μας…».
Ἐμεῖς στὸν κόσμο ξέρουμε, μόνο νύχτες ἁμαρτωλές, γιατί ὅλες οἱ ἀτιμίες τίς νύχτες γίνονται...
Ὁ Χριστὸς ὅμως διδάσκει καί τήν ἀξία πού ἔχει ἡ προσευχή.
Γι᾽ αὐτὸ μακάριοι οἱ ἄνθρωποι καὶ τὰ ἀντρόγυνα ποὺ σηκώνονται καὶ παρακαλοῦν τὸ Θεό. Οἱ προσευχὲς τὴ νύχτα ἔχουν μιὰ ἰδιαίτερη χάρι.
Ἀνέβηκε λοιπὸν στὸ Θαβώρ, γιὰ νὰ προσευχηθῇ (βλ. Λουκ. 9,28). Αὐτὴ τὴ φορὰ δὲν πῆρε μαζί του ὅλους τοὺς ἀποστόλους· ἄφησε τοὺς ἐννέα στοὺς πρόποδες καὶ ἀνηφόρισε μὲ τοὺς τρεῖς πιὸ θερμούς· τὸν Πέτρο γιὰ τὴν πίστι του, τὸν Ἰωάννη γιὰ τὴν ἀγάπη του, καὶ τὸν Ἰάκωβο γιὰ τὴν ἐλπίδα του.
Οἱ τρεῖς μαθηταὶ εἰκονίζουν τὶς τρεῖς αὐτὲς –θεολογικὲς λεγόμενες– ἀρετές, πίστι – ἐλπίδα – ἀγάπη
Τὴν ὥρα ποὺ ὁ Χριστὸς προσευχόταν οἱ μαθηταὶ εἶδαν τὰ ἑξῆς θαυμαστά.
Πρῶτον ὅτι τὸ πρόσωπό του ἔλαμψε σὰν τὸν ἥλιο κι ἀκόμα πιὸ πολύ.
Δεύτερον ὅτι τὰ ῥοῦχα του, ποὺ δὲν ἦταν βέβαια μεταξωτὰ ἀλλὰ ἁπλᾶ ῥοῦχα χωρικοῦ φτιαγμένα στὸν ἀργαλειὸ ἀπὸ τὰ ἅγια χέρια τῆς Παναγίας, ἄστραψαν φωτεινά, πιὸ λευκὰ κι ἀπὸ τὸ χιόνι.
Καὶ τὸ τρίτο, ὅτι δεξιὰ καὶ ἀριστερά του παρουσιάστηκαν δυὸ μεγάλοι ἄνδρες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὁ Μωυσῆς καὶ ὁ Ἠλίας, ποὺ εἶχαν πεθάνει ὁ ἕνας πρὶν ἀπὸ 1.500 χρόνια κι ο ἄλλος πρὶν ἀπὸ 800 περίπου χρόνια, καὶ συνομιλοῦσαν μαζί του.
Τί σημαίνει αὐτό; ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ ἀφέντης, ὁ κύριος τῶν ζώντων ἀλλὰ καὶ τῶν νεκρῶν· καὶ τί ἄλλο; ὅτι πέρα ἀπὸ τὸν τάφο ὑπάρχει ἄλλη ζωή, ἀθανασία τῆς ψυχῆς, καὶ θὰ γίνῃ κοινὴ ἀνάστασις.
Θαμπωμένος ὁ Πέτρος ἀπ᾽ ὅλα αὐτὰ λέει· Τί ὡραῖα ποὺ εἶνε ἐδῶ, Κύριε! ἐδῶ νὰ μείνουμε γιὰ πάντα· ἂς στήσουμε τρεῖς σκηνές, μία γιὰ σένα, μία γιὰ τὸ Μωυσῆ, μία γιὰ τὸν Ἠλία… Γιὰ τὸν ἑαυτό του δὲν νοιάζεται ὁ Πέτρος· Τὸ Χριστὸ θέλει νὰ βλέπῃ διαρκῶς! ἂς μένῃ ὁ ἴδιος στὸ κρύο ἢ στὴ βροχὴ ἢ στὸν καύσωνα, ἀρκεῖ ν᾽ ἀπολαμβάνῃ αὐτὴ τὴ δόξα!
Ἀλλ᾽ ἐνῷ ἔλεγε αὐτά, ἕνα φωτεινὸ σύννεφο τοὺς σκέπασε καὶ μέσα ἀπ᾽ αὐτὸ ἀκούστηκε ἡ φωνὴ ἐκείνη ποὺ εἶχε ἀκουστῆ καὶ στὴν ἀρχὴ στὸν Ἰορδάνη· «Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα· αὐτοῦ ἀκούετε» (Ματθ. 17, 5). Ἀπὸ φόβο οἱ τρεῖς ἀπόστολοι ἔπεσαν μὲ τὸ πρόσωπο στὴ γῆ. Τότε ὁ Ἰησοῦς τότε τοὺς πλησίασε, τοὺς ἄγγιξε καὶ τοὺς εἶπε·
Σηκωθῆτε καὶ μὴ φοβᾶστε. Κι αὐτοί, ἔκθαμβοι ἀκόμη, τὸν ἀντίκρυσαν μόνο του πιὰ καὶ μὲ τὴ γνώριμη πάλι ταπεινή του ἐμφάνισι. Γιὰ λίγο μόνο ὁ ἥλιος Χριστὸς ἔδειξε μιὰ ἀκτίνα του· γιὰ νὰ βεβαιωθοῦν ὅτι εἶνε ὁ Θεός.
* * *
Δὲν λέω, ἀγαπητοί μου περισσότερα. Θὰ πῶ μόνο, ὅτι ὁ Χριστὸς σήμερα εἶνε ένας ἄγνωστος. Ἄλλοι τὸν ἀγνοοῦν σὰν νὰ μὴν ὑπάρχῃ, ἄλλοι τὸν ὑποτιμοῦν καὶ τὸν θεωροῦν κατώτερο ἀπ᾽ τὴ γυναῖκα ἢ τὸ παιδί τους, ἄλλοι τὸν περιφρονοῦν τελείως, καὶ ἄλλοι –ἀλλοίμονο!– τὸν βρίζουν καὶ τὸν βλαστημοῦν.
Κάποιος στὴν Πελοπόννησο βλαστήμησε τὸν πρόεδρο δημοκρατίας καὶ τὸν ἔβαλαν 13 μῆνες φυλακή. Δὲν λέω ὅτι ἔκανε καλά, ὄχι· πρέπει νὰ τιμοῦμε τοὺς ἄρχοντες, εἴτε βασιλεῖς εἴτε προέδρους –δὲν ἔχει σημασία, ἀλλάζουν αὐτά, πρόσκαιρα εἶνε–, ὄχι ὅμως καὶ νὰ τοὺς ὑπερτιμοῦμε ἐν σχέσει μὲ τὸν Κύριο. «Μὴ πεποίθατε ἐπ᾽ ἄρχοντας, ἐπὶ υἱοὺς ἀνθρώπων, οἷς οὐκ ἔστι σωτηρία»
Λοιπὸν 13 μῆνες φυλακὴ γιατὶ αὐτὸς βλαστήμησε τὸν πρόεδρο τῆς δημοκρατίας· κι ὅταν ὁ ἄλλος βλαστημάῃ τὸ Χριστό, ὁ δικαστὴς γελάει καὶ τοῦ βάζει 4 – 5 μέρες ποινή.
Μεγάλοι λοιπόν οἱ ἄρχοντές μας, μικρὸς – πολὺ μικρὸς ὁ Χριστός!
Κάτι τέτοια ἀφήνουν νὰ φανῇ, ὅτι δὲν ἔχουμε συνειδητοποιήσει τὸ μεγαλεῖο τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Χριστὸς εἶνε ἥλιος, ἀλλὰ κρυμμένος ἀπὸ σύννεφα, ὅπως συμβαίνει στὸν οὐρανὸ συχνὰ τὸ χειμῶνα. Πνευματικὸς ἥλιος ὁ Χριστός. Καὶ ὁ μὲν φυσικὸς ἥλιος θὰ σβήσῃ μιὰ μέρα, ἀλλὰ ὁ Χριστὸς δὲν θὰ σβήσῃ ποτέ.
Τώρα οἱ ἄνθρωποι εἶνε ἄπιστοι· ἐπικρατοῦν μαῦρα σύννεφα ποὺ σκοτίζουν, ὁ Χριστὸς δὲν φαίνεται. Δὲν ὑπάρχει τίποτα! σοῦ λένε. Θά ᾽ρθῃ ὅμως μιὰ μέρα, ποὺ προεῖπε ὁ ἴδιος, καὶ τότε «ὄψονται εἰς ὃν ἐξεκέντησαν» (Ἰω. 19,37. Ἀπ. 1,7).
Τότε ὁ Χριστὸς θὰ λάμψῃ παραπάνω ἀπὸ τὸν ἥλιο. Τότε αὐτοὶ ποὺ τὸν πολέμησαν, τὸν σταύρωσαν, τὸν βλαστήμησαν θὰ τρέμουν σὰν τὰ φύλλα, καὶ γυμνοί, χωρὶς κορῶνες καὶ σπαθιά, θὰ τὸν προσκυνοῦν· «ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ πᾶν γόνυ κάμψῃ ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων» (Φιλιπ. 2,10). Γιὰ τοὺς πιστοὺς ὅμως ἡ ἐμφάνισί του θὰ εἶνε φῶς ἱλαρὸ καὶ ἔαρ γλυκὺ καὶ θέαμα ἔκπαγλο, ἡ ἀνώτερη ὀμορφιά, ὁ «ὡραῖος κάλλει παρὰ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων» (Ψαλμ. 44,3).
Κάποτε ἕνα ἀγαπημένο χριστιανικὸ ἀντρόγυνο, ὅπως ἦταν π.χ. οἱ ἅγιοι Ἀδριανὸς καὶ Ναταλία (26 Αὐγ.), μιλοῦσαν μεταξύ τους.
–Στὸν ἄλλο κόσμο, ρώτησε ἡ κοπέλλα, ἐκεῖ κοντὰ στὸν Κύριο, θὰ βλεπόμαστε μεταξύ μας, θὰ μὲ κοιτάζῃς ὅπως ἐδῶ; Καὶ ὁ νέος τί εἶπε·
–Ἐκεῖ ἕνας θὰ λάμπῃ, ὁ Χριστός. Θὰ κοιτάζω διαρκῶς ἐκεῖνον, θὰ περάσουν χίλια χρόνια γιὰ νὰ γυρίσω νὰ ῥίξω μιὰ ματιὰ σ᾽ ἐσένα, καὶ μετὰ πάλι σ᾽ ἐκεῖνον θὰ στραφῶ· τὸ ἴδιο κ᾽ ἐσύ.
Ἂς κάνουμε όμως σήμερα μιὰ βαθύτερη σκέψι. Ἀραγε, αγαποῦμε τὸ Χριστό, τὸν ἔχουμε στὴν καρδιά μας, εἶνε γιὰ μᾶς τὸ Άλφα καὶ τὸ Ωμέγα της ζωής μας;
Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς ἔλεγε, ὅτι ἡ πιὸ μεγάλη ἁμαρτία μας εἶνε ὅτι δὲν ἀγαποῦμε τὸ Χριστό. Ἀγαπᾷς τὸ παιδάκι σου, τὴ γυναῖκα σου, τοὺς συγγενεῖς σου, ( σς. το σκυλί σου, το γατί σου σήμερα…) ξέρω ᾽γὼ τί ἄλλο ἀγαπᾷς· τὸ Χριστὸ δὲν τὸν ἀγαπήσαμε.
Ἡ σημερινὴ εορτάσιμη ἡμέρα ἂς στείλῃ καὶ σ᾽ ἐμᾶς μιὰ ἀκτίνα ἀπὸ τὴ δόξα τοῦ Θαβώρ, από την δόξα του Θεού. Ἂς ἀναθεωρήσουμε τὴ ζωή μας. Ἂς παρακαλέσουμε τὸ Θεό, νὰ λειώσῃ μέσα μας τὸ παγόβουνο τῆς ἀδιαφορίας, νὰ θερμάνῃ τὴν ἀγάπη μας γιὰ τὸ Χριστό, καὶ νὰ μᾶς ἀξιώσῃ νὰ δοῦμε τὸ πρόσωπό του, ν᾽ ἀπολαύσουμε τὴ δόξα του καὶ νὰ λέμε «Καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι» (Ματθ. 17,4).
Εἴθε ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ νὰ εἶνε μετὰ πάντων ἡμῶν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος