Ἦταν δυὸ τυφλοί· δὲν ἔβλεπαν καθόλου. Μιὰ μέρα πέρασε ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὸ χωριό τους. Ἄλλοι, ἀδιάφοροι, τὸν περιφρόνησαν. Τί εἶν᾿ αὐτός; εἶπαν· ἕνας φτωχὸς ξυλουργός. Καὶ θὰ μᾶς κάνῃ τώρα αὐτὸς τὸ δάσκαλο; ἐμεῖς ἔ­χουμε ἄλλους δασκάλους…

Ἀλλὰ οἱ δύο τυφλοί, ποὺ εἶχαν τὸν πόνο τους, μόλις ἔμαθαν ὅτι ἦρθε ὁ Χριστός, ἔδειξαν ἐνδιαφέρον. Ὁ Χρι­στός, σκέφτηκαν, κάνει θαύματα. Καὶ μέσα τους πίστεψαν· Αὐτὸς θὰ μᾶς κάνῃ καλά!… Ἔκαναν λοιπὸν τὸ λαρύγγι τους σάλπιγ­γα καὶ φώναζαν· «Ἐλέησον ἡμᾶς, υἱὲ Δαυ­ΐδ» (Ματθ. 9,27). Ἔλεγαν δηλαδὴ τὸ «Κύριε, ἐλέησον», αὐτὸ ποὺ λέμε κ᾿ ἐμεῖς κατ᾿ ἐπανάληψιν στὴ λατρεία μας – καὶ στὴν πρώτη ἐκκλησία τό ᾿λεγε ὅλος ὁ λαός.

Έ, λοιπόν αὐτὸ τὸ «Κύριε, ἐ­λέησον», μιὰ φορὰ νὰ τὸ πῇς μὲ πίστι, τὰ ἄστρα κατεβάζεις κάτω στὴ γῆ. Διαφορετικά, χίλιες φορὲς νὰ τὸ πῇς, εἶνε κάλπικος παρᾶς. Κάλπικοι παρᾶδες εἶνε τὰ «Κύριε, ἐλέησον» τὰ δικά μας. Γνήσιο νόμισμα, χρυσὸς κεκαθαρμένος διὰ τοῦ πυρὸς τῆς πίστεως, τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἐλπίδος, ἦ­ταν τὸ «Κύριε, ἐλέησον» τῶν δύο τυφλῶν.
Τὸ εἶπαν μιὰ φορά. Ὁ Χριστὸς ἔκανε πὼς δὲν ἀκούει· ὄχι πὼς τοῦ διέφυγε, ἀλλὰ γιὰ νὰ φανῇ ἡ πίστι τους. Κι αὐτοὶ ἀπὸ μακριὰ δὲν σταματοῦσαν νὰ φωνάζουν. Ὅταν ἦρθε στὸ σπίτι, οἱ δυὸ τυφλοὶ τὸν πλησίασαν κ᾿ ἐκεῖνος τοὺς λέει·

 -–Πιστεύετε, ὅτι ἐγὼ μπορῶ νὰ τὸ κάνω αὐτὸ ποὺ ζητᾶτε; (προτοῦ δηλαδὴ νὰ τοὺς θεραπεύσῃ, ζήτησε τὴν πίστι τους). Καὶ οἱ δυὸ λένε·

-–Ναί, Κύριε. Ἕνα «ναί», ποὺ ἔ­φτασε μέχρι τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ. Τότε ὁ Χριστὸς ἄγγιξε τὰ μάτια τους καὶ εἶπε·

-–Νὰ γίνῃ κατὰ τὴν πίστι σας. Κι ἀμέσως τὰ μάτια τους ἄνοιξαν.
Ἐν συνεχείᾳ ὁ Χριστὸς ἔβγαλε τὸ δαιμόνιο ἀπὸ ἕνα κωφάλαλο δαιμονιζόμενο καὶ αὐτὸς γιατρεύτηκε κι ἄρχισε νὰ μιλάῃ. Ὅσοι τὰ εἶ­δαν αὐτὰ εἶπαν· Τέτοια θαύματα κανείς δὲν ξαναεῖδε! καὶ πίστεψαν ὅλοι στὸ Χριστό.

Τί εἶπα, «ὅλοι»; Λάθος· ὄχι ὅλοι.

Γιατί «Στοῦ διαβόλου τὸ χωριὸ μὴν κάνῃς ποτέ καλό...».

Ἐ­κεῖ­νοι ποὺ περιφρονοῦσαν τὸ Χριστό, οἱ Φαρισαῖοι, σὰν φίδια φαρμακερὰ ἄνοιξαν τὸ στόμα τους καὶ τί εἶπαν· ὅτι ὁ Χριστὸς κάνει τὰ θαύματα μὲ τὴ δύναμι τοῦ σατανᾶ· «Ἐν τῷ ἄρ­χοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια»…!!!

Τὰ λόγια αὐτὰ εἶνε ἡ πιὸ μεγάλη βλασφημία, εἶνε τὸ ἀσυγχώρητο ἁμάρτημα τῆς βλασφημίας τοῦ Αγίου Πνεύματος. Τί ἀ­ποδεικνύει αὐτό; Ὅτι τέτοιοι ἄνθρωποι, ὅσα θαύματα καὶ ἂν ἔκανε ὁ Χριστός, θὰ τὰ ἀμφισβητοῦσαν, θὰ τὰ κακολογοῦσαν, θὰ τὰ ἀπέδιδαν στὸν ἐχθρὸ τοῦ Χριστοῦ.

* * *

Καὶ σήμερα αὐτὸ ἐπαναλαμβάνεται. Ὄχι οἱ σημερινοὶ κληρικοὶ ποὺ εἴμαστε ἁμαρτωλοί, ὄχι ἅγιοι ὅπως ὁ μέγας Βασίλειος κι ὁ μέγας Ἀθανάσιος, ὄχι ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι, ἀλλὰ αὐτὸς ὁ Χριστὸς νὰ κατεβῇ πάλι στὸν κόσμο καὶ νὰ κάνῃ θαύματα, και πάλι λίγοι θὰ πιστέψουν…

Ὑ­πάρχουν βέβαια καὶ οἱ ταπεινοὶ καὶ ἁγνοὶ ἄν­θρωποι ποὺ πιστεύουν, ἀλλὰ οἱ ἄλλοι; Ὤ οἱ ἄλλοι, θὰ τὸν ξανασταυρώσουν! Τέτοιος εἶνε ὁ κόσμος· δὲν ἄλλαξε ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ. Πάντοτε θὰ ὑπάρχουν οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ καὶ οἱ ἄνθρωποι τοῦ σατανᾶ.

Γιὰ νὰ γίνῃ λοιπὸν τὸ θαῦμα τί χρειάζεται, τί διδάσκει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο; Καλὴ διάθεσι. Ἂν δὲν ἔχῃς διάθεσι, χίλια θαύματα νὰ δῇς δὲν πιστεύεις· ἂν ἔχῃς διάθεσι, τότε παν­τοῦ θὰ βλέπῃς τὸ θαῦμα καὶ θὰ δοξάζῃς τὸ Θεό. Ἔδειξε ὁ Χριστὸς σήμερα ὅτι, γιὰ νὰ γί­νῃ θαῦμα, χρειάζεται πίστι. Ἐὰν λοιπὸν δὲν γί­νωνται σήμερα θαύματα, αἰτία εἶνε ὅτι δὲν ὑπάρχει αὐτὴ ἡ πίστι ποὺ ὑπῆρχε στὶς καρδιὲς τῶν δύο τυφλῶν.

Πιστεύετε; ἂν πιστεύετε, καὶ σήμερα γίνονται θαύματα.

Πέρασε ἀπὸ τὸ γραφεῖο μου ἕνας ὀνομαστὸς δικηγόρος τῶν Ἀθηνῶν ὀνόματι Ἰάκωβος Γρίσπος, παλαιὸς συμμαθητής μου στὸ Γυ­­μνάσιο Σύρου. Εἶχε διοριστῆ δικαστικὸς ἀν­τιπρόσωπος σὲ ἐκλογικὸ τμῆμα τῆς Φλωρίνης γιὰ τὴ διενέργεια δημοψηφίσματος. Τοῦ λέω·

-–Ἰάκωβε, του λέω, μικρὸς πίστευες στον Θεό, πιστεύεις καὶ τώρα, ποὺ πῆγες στὸ Παρίσι, μορφώθηκες, ἔγρα­ψες βιβλία, θεωρεῖσαι ἕνας ἀπὸ τοὺς καλύτε­ρους δικηγόρους;

-–Ἄ, μού λέει, πιστεύω σὰν τὴ μά­να μου.

-–Γιατί πιστεύεις; εἶ­δες κανένα θαῦμα;

-–Ἤμουν τελειόφοιτος τῆς Νομικῆς, λέει, ὅταν πῆγα στὸ χωριό μου, στὸ νησάκι μου τὴν Ἀ­μοργό. Πῆγα στὴν ἐκκλησία τὴν ἡμέρα τῆς Παναγιᾶς καὶ φέρανε ἐκεῖ ἀπὸ ἕνα χωριὸ ἕνα παιδὶ παράλυτο 15 χρονῶν. Ἐ­γὼ εἶπα μέσα μου· «Μπᾶ, καὶ τί περιμένουν νὰ γίνῃ σήμερα;».

Ξαφνικά, ὅταν περνοῦσαν τὰ ἅγια, σὰν νὰ ἔγινε σεισμός· κουνιόντουσαν τὰ καντήλια κι ὁ πολυέλεος, σείονταν τὸ ἔδαφος, οἱ εἰκόνες, τὸ τέμπλο, καὶ τὸ παιδὶ σηκώθηκε πάνω κι ἄρ­χισε νὰ κλαίῃ. (Ἦταν μπροστὰ κι ὁ πρωτοσύγκελλος, ὅταν μοῦ τὰ ἔλεγε αὐτὰ κ᾿ ἔκλαιγε κι΄αυτός σὰν μικρὸ παιδί).

Τὸ θαῦμα αὐτὸ τὸ εἶδα, λέει, μὲ τὰ μάτια μου, κι ὅπου βρεθῶ, σὲ σαλόνια μεγάλων, μεταξὺ κα­θηγητῶν καὶ ἀνθρώπων τῆς ἀνωτέρας κοινωνίας τῶν Ἀθηνῶν, τὸ διηγοῦμαι καὶ τοὺς λέω· «Ἐγὼ πιστεύω, εἶδα μὲ τὰ μάτια μου θαῦμα στὸ χωριό, παράλυτος σηκώθηκε ὄρθιος καὶ περπατοῦσε!»


Καὶ σήμερα λοιπὸν γίνονται θαύματα ὅπως τότε ποὺ οἱ δύο τυφλοὶ εἶδαν τὸ φῶς τους. Μόνο ποὺ ὑπάρχουν τυφλοὶ καὶ τυφλοί. Αὐτοὶ οἱ τυφλοὶ τοῦ εὐαγγελίου, προτοῦ ν᾿ ἀνοίξῃ τὰ μάτια τους ὁ Χριστός, ἔβλεπαν! Πῶς; Ἔ­βλεπαν, δηλαδὴ πίστευαν στὸ Χριστό. Μάτια δὲν εἶχαν καὶ μάτια εἶχαν. Οἱ ἄλλοι, οἱ φαρισαῖοι, μάτια εἶχαν ἀλλὰ μάτια δὲν εἶχαν. Ποιοί εἶνε οἱ ὄντως τυφλοί; Αὐτοὶ ποὺ δὲν πιστεύουν. Μὰ θὰ πῇ κάποιος·

-–Και ποῦ εἶνε τώρα ὁ Χριστός; μπορῶ νὰ τὸν βρῶ, νὰ τὸν ἀκολουθήσω;

Ἐδῶ εἶνε ὁ Χριστός, στὴν Ἐκκλησία. Ποιοί συνεχίζουν τὸ ἔργο του; Ὁ παπᾶς ποὺ φορεῖ τὸ πετραχήλι κι ὁ δεσπότης. Εἶνε ὁ ἴδιος ὁ Χρι­στός. Κι ὅποιος δὲν ἀκούει αὐτούς, εἶνε σὰν νὰ μὴν ἀκούῃ τὸν ἴδιο τὸ Χριστό.
Πίστη  ἴσον ὑπακοή. Αὐτὸς ποὺ πιστεύει στὸ Χριστό, ὑπακούει στὴν Ἐκκλησία Του. Κ᾿ ἐμεῖς εἴμαστε σὲ θέσι πνευματικοῦ ὁδηγοῦ τοῦ λαοῦ.

Μὴ λέτε, Καὶ τί εἶν᾿ ὁ παπᾶς, και τί εἶν᾿ ὁ δεσπό­της!…

Ὡς ἄτομο εἶμαι ΜΗΔΕΝ ! Ὡς κληρι­κὸς ὅμως μελετῶ Γραφὴ καὶ πατέρες, σπούδασα Ορθό­δοξη θεολογία καὶ πιστεύω αὐ­τὰ ποὺ κηρύττω· ἂν δὲν τὰ πίστευα, θὰ ἔσπαζα τὴν ποιμαντορι­κὴ ῥάβδο ποὺ κρατῶ καὶ γιὰ νὰ ζήσω θὰ γινόμουν λοῦστρος νὰ γυαλίζω πα­πούτσια.

Πιστεύω στὸν ἐν Τριάδι Θεό, πιστεύω στὶς ἱερὲς παρα­δόσεις, κ᾿ εἶμαι ἕτοιμος καὶ τὸ αἷμα μου νὰ χύ­σω. Γι᾿ αὐτὸ ζητῶ καὶ τὸ ποίμνιο νὰ ὑπακούῃ.
Ὅ,τι λέω τὰ λέω μὲ ἀγάπη κι ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου... «Ὅσοι πιστοί», λοιπόν, ἀκολουθῆστε.

Διαφορετικά, νίπτω τὰς χεῖρας μου, δὲν φέρω εὐθύνη. Σᾶς δείχνω τὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ, τῶν ἁγίων καὶ μαρτύρων, τὸ δρόμο τῆς αἰωνιότητος. Ἐὰν δὲν ἀκολουθήσετε, τότε πρόβατο ποὺ φεύγει ἀπὸ τὴ μάντρα καὶ τὸν τσοπᾶνο, δηλαδή ἀπὸ τὴν ἁγία Ἐκκλησία, τὸ τρώει ὁ λύκος…
Δὲν θέλω νὰ χαθῇ κανένα πρόβατο. Καὶ ἐλ­πί­ζω στὸν Κύριο, ὅτι διὰ πρεσβειῶν τῆς Παν­α­­γίας καὶ τῶν ἁγίων, ὅλοι θ᾿ ἀνοίξετε τ᾽ αὐτιά σας, θ᾿ ἀκούσετε τὴν Ἐκκλησία, καὶ πιστὰ καὶ ἀφοσιωμένα τέκνα θά ᾽χετε τὴν εὐλογία τοῦ οὐρανοῦ.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος