Ὅλοι αὐτοὶ λοιπὸν οἱ ἄγνωστοι ἑνώνονται τώρα μὲ τοὺς γνωστοὺς καὶ συνεορτάζουν μα­ζί τους στὴ σημερινὴ ἑορτὴ τῶν ἁγίων Πάν­των, ποὺ θεσπίστηκε πρὸς τιμὴν ὅλων ἀνεξ­αιρέτως τῶν ἁγίων, γνωστῶν καὶ ἀγνώστων.
 Πῶς ἔγιναν ἅγιοι ὅλοι αὐτοί; Διότι δὲν ἦταν ἅγιοι ἐξ ἀρχῆς. Καν­ένας δὲν γεννιέται ἅγιος. Ἁμαρτωλοὶ γεννηθήκαμε ὅλοι. Τί ἔκαναν αὐ­τοὶ καὶ ἁ­­­γίασαν;

Ἔκαναν ὅ,τι λέει τὸ σημερι­νὸ εὐαγγέλιο (βλ. Ματθ. 10,32-33,37-38· 19,27-30). Δηλαδή;

 

• Ἀγάπησαν τὸ Χριστὸ πάνω ἀπ᾽ ὅλα καὶ ἀπ᾽ ὅλους καὶ τὸν ἀκολούθησαν

• Ἀγωνίστηκαν καὶ νίκησαν τοὺς τρεῖς μεγά­­­λους ἐχθρούς· τὸν παλαι­ὸ ἑ­αυτό μας, τὸν κακὸ κόσμο τῆς ἁμαρτίας, καὶ τὸν πονηρὸ διάβολο.
• Ὡμολόγησαν πίστι στὸ Χριστό
• Θυσίασαν τὰ πάντα καὶ τὴ ζωή τους ἀκόμη γιὰ τὴν ἀγάπη του

Ἔζησαν σὲ συνθῆκες ποὺ ἡ πίστι τοῦ Χριστοῦ κατεδιώκετο, ἀπαγορευόταν νὰ κάνουν τὸ σταυρό τους καὶ νὰ πᾶνε στὴν ἐκκλησία. Καὶ μόνο τὸ ὄνομα Χριστιανὸς ἔφτανε γιὰ νὰ τοὺς ἐνοχοποιήσῃ. Τώρα δὲν στοιχίζει τίποτα, εὔ­κο­λα ὅλοι λέμε, Εἶμαι Χριστι­ανός.

Τότε ὅ­ποιος τό ᾽λεγε τὸν ἔπιαναν καὶ τὸν ὑπέβαλλαν σὲ μαρτύρια, ποὺ φρίττει κανεὶς κι ἀ­νατρι­χιάζει ὅταν τὰ διαβάζῃ. Μία εἰκόνα τους μᾶς δίνει ὁ σημερινὸς ἀπόστολος (βλ. Ἑβρ. 11,33 – 12,2). Τί μαρτύρια φοβερά!

Ἐμεῖς ἕνα δόντι βγάζου­με καὶ πονᾶμε· γιά σκεφθῆτε τί ἔκαναν στοὺς μάρ­­τυρες τῶν διωγμῶν!

Τοὺς ξερρίζωναν τὰ δόν­τια, τοὺς ἔκοβαν τ᾽ αὐτιὰ ἢ τὶς μύτες, τοὺς ἔ­βγαζαν τὰ μάτια, τοὺς σούβλιζαν, τοὺς ἔγδερ­ναν ζωντανούς, τοὺς ἔρριχναν ἀπὸ γκρεμοὺς στὸ χάος, τοὺς βύθιζαν μὲ πέ­τρα στὸ λαιμὸ στὰ νερὰ ὅπως στὸ Βόσπορο ἢ στὴ λίμνη τῶν Ἰωαν­νίνων ὁ Ἀλῆ πασᾶς· ἄλλους τοὺς ἔρριχναν σὲ φωτιές, σὲ καμίνια ἢ παγωμένες λίμνες, καὶ ἄλλους σὲ πεινασμένα θηρία, ἢ τοὺς ἄ­λειφαν μὲ πίσσα καὶ τοὺς ἔκαιγαν ζωντανούς.

Μερικὲς φορὲς οἱ διῶκτες, γιὰ νὰ τοὺς κάμψουν, ἔβαζαν τοὺς γονεῖς ἢ τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά τους νὰ τοὺς ἐκλιπαροῦν· Ἀμὰν λυπήσου κ᾽ ἐμᾶς, μὴν ἐπιμένεις, φτάνει ὣς ἐδῶ!… Κ᾽ ἐκεῖνοι τί ἀπαντοῦσαν· Σᾶς ἀγαπῶ, κ᾽ ἐσένα καὶ τὰ παιδιά μας, ἀλλὰ παραπάνω ἀπὸ σᾶς ἀγαπῶ τὸ Χριστό. Τί ὕψος! Γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ τὰ ὑπέφεραν ὅ­λα αὐτὰ οἱ ἅγιοι Πάν­τες, γιὰ νὰ κρατήσουν τὴν πίστι τους.

* * *

Αὐτοὶ ἦταν, ἀγαπητοί μου, οἱ ἅγιοι ποὺ ἑ­ορ­τάζουν σήμερα. Ἂν τώρα ἐμεῖς συγκριθοῦ­με μαζί τους καὶ ζυγιστοῦμε μὲ τὰ ζύγια αὐτά, ὅλοι μας, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί, ἄντρες καὶ γυναῖ­κες, εἴμαστε νᾶνοι ἀπέναντι σὲ γίγαντες καὶ τιτᾶνες. Αὐτοὶ ἔδωσαν καὶ τὴ ζωή τους· ἐμεῖς τί θυσιάζουμε γιὰ τὴν πίστι καὶ τὴν ἀγάπη στὸ Χριστό; Αὐτοὶ εἶνε λιοντάρια, ἐμεῖς λαγοί.

Τὸν βλέπεις τὸν ἄλλο, περνάει ἔξω ἀπὸ ἐκ­κλησία ἢ μπαίνει σὲ αὐτοκίνητο, τραῖνο, ἀερο­πλάνο, ἢ κάθεται στὸ τραπέζι μὲ ἄλλους, καὶ δὲν κάνει τὸ σταυρό του· ντρέπεται. Ἀκοῦς τὸ στόμα του ἀπ᾽ τὸ πρωὶ μέχρι τὸ βράδυ σὰν πο­λυβόλο νὰ μιλάῃ γιὰ ὅλα τὰ θέματα· γιὰ γυναῖ­κες, γιὰ ἔρωτες, γιὰ πολιτική, γιὰ λεφτά, γιὰ ἀ­θλητικά, γιὰ τὰ πάντα, ἀλλὰ ἕνα λόγο γιὰ τὸ Χριστὸ δὲν λέει. Ἤ, ἂν ἀκουστῇ ἡ λέξι Χριστός, θ᾽ ἀ­κουστῇ δυστυχῶς ὡς βλαστήμια.

Ὁ­μολογία πίστεως λοιπὸν δὲν ὑπάρχει. Ἀγάπη στὸ Χριστὸ δὲν ὑπάρχει. Οἱ ἄνθρωποι ἄλλα ἀγαποῦν.

 

Σ᾽ ἕνα νησὶ τῶν Κυκλάδων κάποιος εἶχε ἕνα ἀγοράκι ποὺ τὸ λέγανε Δημήτρη, ἀλλ᾽ ὅταν πῆγε ἕνας ἱεροκήρυκας ἐκεῖ καὶ κήρυξε ἐπὶ τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου καὶ εἶπε, ὅτι Πα­ραπάνω ἀπὸ τὸ παιδί μας καὶ τὴ γυναῖκα μας πρέπει ν᾽ ἀγαποῦμε τὸ Χριστό, αὐ­­τὸς χλεύασε· Ἄκου ἐκεῖ, λέει, ν᾽ ἀγαποῦ­με τὸ Χριστὸ παρα­πάνω ἀπὸ τὸ παιδί μας! ὅ­σο ἔχω ἐγὼ τὸ νυχά­κι τοῦ Δημήτρη, δὲν ἔχω τὸ Χριστό… Φρικτὸς λόγος. Καὶ αὐτὸς μὲν τὸ εἶ­πε μὲ τὸ στόμα, πολλοὶ ἄλλοι ὅμως τὸ λένε μὲ τὴν καρδιά.
Ν᾽ ἀγαπᾷς, ὅλο ἀγάπη νὰ εἶσαι. Ν᾽ ἀγαπᾷς τὰ δέντρα, τοῦ λουλούδια, τὰ ζῷα, τὰ πουλιά· ν᾽ ἀγαπᾷς τὸν πατέρα καὶ τὴ μάνα, τ᾽ ἀδέρφια καὶ τοὺς φίλους, τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά σου· ἀλλὰ στὴν κορυφὴ τῆς πυραμίδος, νὰ εἶ­νε ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Τό ᾽χῃς αὐτό; Εἶσαι Χριστιανός. Δὲν τό ᾽χῃς; Δὲν εἶσαι.
Ὁ Χριστὸς θέλει, ἂν βρεθοῦμε σὲ σύγ­κρου­­σι καθηκόντων, νὰ προτιμοῦμε τὸ ἀνώτερο.

Παράδειγμα. Ἦρθε στὴ μητρόπολι μιὰ γυναίκα νέα καὶ ἔκλαιγε·
–Ὁ ἄντρας μου μὲ διώχνει. Ἔχω δυὸ παιδιά, εἶμαι ἔγκυος στὸ τρίτο καὶ μοῦ λέει· «Θὰ πᾷς στὸ γιατρὸ νὰ τὸ ῥίξῃς. Ἐὰν δὲν κάνῃς ἔκ­τρω­σι, νὰ φύγῃς ἀπ᾽ τὸ σπίτι. Τί νὰ κάνω, πάτερ; Μπρὸς γκρεμὸς-πίσω ῥεῦμα. Ἐὰν δὲν τὸ κάνω, μὲ διώ­χνει· ἐὰν τὸ κάνω, σκέπτομαι τὸ ἁμάρτημα (καὶ δὲν ὑπάρχει, ὄντως, χειρότερο ἀπ᾽ αὐτό).

–Ἄκουσε, τῆς λέω· ἂν πιστεύῃς στὸ Θεό, νὰ μὴν κάνῃς ἔκτρωσι.

–Μὰ θὰ μὲ διώξῃ ὁ ἄντρας μου.

–Χωρὶς ἄντρα ζῇς, χωρὶς Θεὸ δὲν ζῇς.
Μὲ ἄκουσε ἡ γυναίκα. Κάλεσα καὶ τὸν σύζυγο. Ἦταν ἄθεος, δὲν ἤθελε ν᾽ ἀκούσῃ.

* * *

Τέτοια εἶνε ἡ σημερινή κατάστασι, σατανική. Σ᾽ αὐ­τὰ τὰ χρόνια ζοῦμε. Ψεύτικος χριστιανισμὸς ἐπικρατεῖ.

Καὶ βλέπεις μαζεύτηκαν στὸ Βερο­λῖνο προχθὲς 500.000 χιλιάδες Τοῦρ­κοι, γιὰ ἕνα δικό τους ζήτημα, καὶ φώναζαν στοὺς δρόμους μὲ ταμπέλλες ποὺ ἔγραφαν· Πεθαίνουμε γιὰ τὸν Ἀλλάχ! Ποιός τὸ λέει ἐδῶ αὐτὸ γιὰ τὸ Χριστό; Κανείς.

Ἐρχόμαστε στὴν ἐκ­κλη­σιά, ἀνάβουμε τὰ κεριά μας, προσκυνοῦ­με τὶς εἰκόνες, κάνουμε τὸν ψευτοχριστιανό, ἀλλὰ μέσα μας δὲν ἔχουμε τὴ φωτιὰ αὐτή, τὴν ἅγια φωτιά, τὸν ἱερὸ ἐνθουσιασμό, τὴν ἀπόφασι, τὴν ὁμολογία τῆς πίστεως, τὴν αὐταπάρνησι, αὐτὰ ποὺ ἀκοῦμε σήμερα νὰ ζητῇ ὁ Χριστός.

Σὲ τέτοια χρόνια ζοῦμε. Ὁ σατανᾶς μισεῖ τὴν πίστι μας. Ἂν εἶχε δικαίωμα ἐδῶ στὴν Ἑλ­λάδα, θὰ ἔσφαζε ὅλους τοὺς παπᾶδες καὶ ὅ­λους τοὺς δεσποτάδες καὶ θὰ γκρέμιζε ὅλες τὶς ἐκκλησιές. Τρίζει τὰ δόντια, δὲν μπορεῖ νὰ τὸ κάνῃ. Αὐτὸ ὅμως ποὺ δὲν κάνει σήμερα, για­τὶ ἔχουμε ἀκόμη κάποια ἐλευθερία, θὰ γί­νῃ αὔριο. Σφαγὴ μεγάλη θὰ γίνῃ.

Ποιός θὰ ὁ­μολογήσῃ Χριστόν; Μέσ᾽ στοὺς χίλιους ἕνας! Προφητεύ­ω. Ὅποιος ὁμολογήσῃ τὸ Χριστό, θὰ ἔχῃ μαρτύριο, θὰ ὑποστῇ μαρτύριο, ἀλλὰ αὐτὸς θὰ εἶνε μακάριος καὶ ἄξιος ἀμοιβῆς. Ὅσο ἀ­ξί­ζει ἕνα διαμάντι δὲν ἀξίζει ἕνα βουνὸ ὁλόκληρο, ἔτσι καὶ ὅσο ἀξίζει ἕνας πραγματικὸς Χριστιανός, μιμητὴς τῶν ἁγίων, δὲν ἀξίζει ὁ κόσμος ὅλος.
Εἴθε ὁ Θεὸς διὰ πρεσβειῶν τῶν ἁγίων Πάν­των νὰ εἶνε μαζί σας.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος