Ὁ ἀρχαῖος ὄφις – τὸ κακό, παρ᾿ ὅλη τὴν ἕλξι καὶ γοητεία μὲ τὴν ὁποία ἐξαπάτησε τοὺς πρωτοπλάστους καὶ παρασύρει ἔκτοτε τοὺς ἀνθρώπους, κρύβει μέσα του φοβερὸ δηλητήριο ποὺ δὲν ἄφησε τίποτε ἀμόλυντο.

Ὁ ἄνθρωπος φαρμακώθηκε ἀπ᾽ τὴ ῥίζα του, ψυχὴ καὶ σῶμα διεφθάρησαν. Τὸ δηλητήριο αὐτό, ποὺ ἡ ἁγία Γραφῆς τὸ ὀνομάζει ἁμαρτία , διαπότισε ὅλη τὴν ἀνθρώπινη ὑπόστασι· ὁ νοῦς σκοτίστηκε, ἡ καρδιὰ ψυχράνθηκε, ἡ θέλησι ἀτόνησε. 

Ἡ ἀνθρωπότητα ψυχορραγοῦσε ὅπως ὁ διαβάτης τῆς παραβολῆς τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου ποὺ ἔπεσε στοὺς λῃστὰς κι αὐτοὶ «ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα » (Λουκ. 10,30) . Λίγο ἀκόμη καὶ θὰ πέθαινε.Γι᾽ αὐτὸ ἀπ᾽ ὅλα τὰ σημεῖα τῆς ὑφηλίου ἀκούγονταν κραυγὲς πόνου. Ἡ ἀνθρωπότης ἀπ᾽ τὸ κεφάλι ὣς τὰ πόδια εἶχε γίνει ἕνα ἕλκος.Ὅπου κι ἂν τὴν ἄγγιζες πονοῦσε καὶ φώναζε. Καὶ ποιος δὲν πονοῦσε καὶ δὲν φώναζε;

Φώναζαν τὰ παιδιά, ποὺ τά ᾽ρριχναν στὸν Καιάδα. 

Φώναζαν οἱ παρθένες, ποὺ ἀτιμάζονταν μέσα στοὺς ναοὺς τῆς εἰδωλολατρίας προσφέροντας τὴν τιμή τους ὡς… λατρεία τῆς θεᾶς Ἀφροδίτης καὶ τῆς θεᾶς Ἀστάρτης. 

Φώναζαν τὰ ἑκατομμύρια δοῦλοι, ποὺ ἔσερναν τὶς ἁλυσίδες τῆς σκλαβιᾶς καὶ τοὺς κομμάτιαζαν οἱ μεγιστᾶνες γιὰ νὰ τρέφουν μὲ τὶς σάρκες τους τὰ ἰχθυοτροφεῖα τους. 

Φώναζαν οἱ λαοί, ποὺ εἶχαν χάσει τὴν ἐλευθερία τους κάτω ἀπ᾽ τὸ ζυγὸ τῆς Ῥώμης. 

Πρὸ παντὸς ὅμως φώναζαν οἱ ἁμαρτωλοί, οἱ ἔνοχοι γιὰ τὶς μύριες παραβάσεις τοῦ ἠθικοῦ νόμου· αὐτοί, ἀπὸ προσωπικὴ πεῖρα, εἶχαν πεισθῆ ὅτι τὸ ν᾽ ἀνατρέψουν ἕνα τυραννικὸ καθεστώς, ὅσο δύσκολο κι ἂν εἶναι, εἶναι παιχνίδι ἐν συγκρίσει μὲ τὸ ν᾽ ἀνατρέψῃ κανεὶς τὴν τυραννία τῶν παθῶν, ποὺ ἔχει θρονιαστῆ στὴν καρδιὰ τοῦ ἐνόχου. Ἐκεῖ, στὰ σκοτεινὰ ὑποσυνείδητα βάθη τῆς ψυχῆς, ζοῦν οἱ ἀόρατοι τύραννοι, τὰ πάθη , καὶ γιὰ νὰ λυτρωθῇ ἀπὸ τὴν τυραννία τους ἡ ψυχὴ φώναζε μαζὶ μὲ τὸν Παῦλο· «Ταλαίπωρος ἐγὼ ἄνθρωπος! τίς με ῥύσεται  ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τούτου;»(῾Ρωμ. 7,24).

Ὅλοι λοιπόν καὶ ὅλα ζητοῦσαν λύτρωσι, καὶ οἱ φωνὲς τους ἔφταναν ὣς τὸν οὐρανό.

Πόνος καὶ πόθος .Ἡ ἀνθρωπότης πονοῦσε βλέποντας τὰ ἄπειρα θύματα σὲ κάθε γωνιὰ τῆς γῆς, σὲ κάθε ἐκδήλωσι τῆς ζωῆς· ἀλλὰ καὶ ποθοῦσε νὰ βγῇ ἀπ᾽ τὸ λαβύρινθο, νὰ ζήσῃ λυτρωμένη ἀπὸ τοὺς φόβους ἐσωτερικῶν καὶ ἐξωτερικῶν τυραννιῶν.Φωνὲς ἀκούγονταν ἀπὸ κάθε γωνιὰ τῆς οἰκουμένης· Ἔρχεται! ἔρχεται ὁ Δυνατός, ὁ Σοφός, ὁ Ἰατρός, ἔρχεται ὁ Λυτρωτής! Καὶ μυστηριωδῶς ὅλοι στρέφονταν πρὸς τὴν Ἀνατολή.

Ἀπὸ ὅλα όμως τὰ ἔθνη – ἐκτὸς τοῦ Ἰουδαϊκοῦ– ἐκεῖνο ποὺ αἰσθανόταν περισσότερο τὴν ἀνάγκη μιᾶς ὑπερφυσικῆς ἐπεμβάσεως γιὰ νὰ σωθῇ ὁ κόσμος, ἦταν ἡ Ἑλλάς . 

Ἡ πατρίδα μας, ποὺ εἶχε ἀναδείξει τοὺς μεγαλυτέρους φιλοσόφους καὶ ποιητὰς κι ἀνέβηκε στὸν κολοφῶνα τῆς πνευματικῆς ἀναπτύξεως, διαισθάνθηκε ὅτι τὸ κακὸ ποὺ κατέτρωγε τὰ σπλάχνα τῆς ἀνθρωπότητος ἦταν τέτοιο ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ θεραπευθῇ μὲ ἀνθρώπινα μόνο μέσα, καί μὲ ἁπλὲς φιλοσοφικὲς συμβουλές. 

Αὐτές, ὅσο ὡραῖες κι ἂν εἶναι, μοιάζουν μὲ ἔμπλαστρα ποὺ προσωρινὰ ἀνακουφίζουν τὸν ἄρρωστο, ἐνῷ ἡ ῥίζα τοῦ κακοήθους ἀποστήματος μένει μέσα, κ᾽ ἐκεῖ δουλεύει καὶ ἀπειλεῖ νὰ μολύνῃ τὸ αἷμα καὶ νὰ ἐπιφέρῃ τὸ θάνατο.Μὲ ἔμπλαστρα δὲν σῴζεται ὁ ἄρρωστος Ὁ μεγάλος ἄρρωστος, ἡ ἀνθρωπότητα, χρειαζόταν «φάρμακα ἡρωικά» . Ποιός θὰ τὰ ἔδινε;

Ἡ Ἑλλὰδα, μὲ τὸ στόμα μεγάλων τέκνων της προφήτευσε, ὅτι θ᾽ ἀνατείλῃ μιὰ χαρμόσυνη ἡμέρα, ποὺ τὸ κακό, ὁ «Τυφών» , θὰ συντριβῇ κάτω ἀπὸ τὴ δύναμι τοῦ Ἰσχυροῦ καὶ τότε θὰ σημειωθῇ νέα στροφὴ τῆς ἀνθρωπότητος.

Ἂς ἀναφέρουμε μερικὲς ἐκλάμψεις τοῦ προφητικοῦ πνεύματος τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος , ἡ ὁποία νωρίς χαιρέτισε τὴ γέννησι τοῦ Λυτρωτοῦ· ἂς δοῦμε, σὲ δύο συνέχειες, ὡρισμένους προφῆτες τῆς Ἑλλάδος καὶ τὶς προφητεῖες τους.

Ὁ Σωκράτης (469-399 π.Χ.) . Ὁ Σωκράτης ἐθεωρεῖτο ὡς ὁ πάντων ἀνδρῶν σοφώτατος  . Στὸ τέλος τῆς ζωῆς του δικαζόταν στὴν Ἀθήνα. Ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα ν᾿ ἀπολογηθῇ, δὲν κολάκευσε τοὺς δικαστάς του, δὲν ζήτησε τὸ ἔλεός τους·

Αλλά μίλησε μὲ τὴν ὠμὴ γλῶσσα τῆς ἀληθείας. Ἀπευθύνθηκε στοὺς Ἀθηναίους, ἀνασκόπησε τὴ ζωή του ἀνάμεσά τους, τὴν ἀποστολὴ ποὺ εἶχε νὰ διδάσκῃ κάθε συμπολίτη του τὸ γνωστὸ «Γνῶθι σαυτόν» , καὶ προβλέποντας τὸ σκληρὸ τέλος του, εἶπε περίπου τὰ ἑξῆς. 

«Ἀθηναῖοι! Ὑπῆρξα ὁ ἀφυπνιστὴς τῶν συνειδήσεών σας, ἡ βουκέντρα τῆς πόλεώς σας. Ὅπως ὁ γεωργὸς χρησιμοποιεῖ τὴ βουκέντρα γιὰ νὰ κινήσῃ τὰ νωθρὰ ζῷα στὴ δουλειά, ἔτσι κ᾽ ἐγὼ χρησιμοποίησα τὴ διδασκαλία γιὰ νὰ κινήσω τὴ νωθρὴ σκέψι σας σὲ ὑψηλὲς ἰδέες,ποὺ εἶναι τὰ κίνητρα γιὰ μεγάλες ἀποφάσεις τοῦ βίου. Αὐτὴ ἦταν ἡ ἀποστολή μου, ἡ ὁποία σὲ λίγο τελειώνει. Ἐσεῖς μὲν θ᾿ ἀπαλλαγῆτε ἀπὸ μένα τὸν Σωκράτη, ποὺ μὲ τοὺς ἐλέγχους μου σᾶς εἶχα γίνει τόσο ἐνοχλητικός· ἀλλὰ μετὰ τὸ θάνατό μου προβλέπω, ὅτι θὰ καλύψῃ τὴν πόλι σας βαθὺ πνευματικὸ σκοτάδι. Ἐσεῖς καὶ οἱ ἀπόγονοί σας θὰ κοιμᾶστε, ἕως ὅτου ὁ Θεὸς σᾶς λυπηθῇ καὶ στείλῃ κάποιον , ποὺ θὰ ἔχῃ τὴ δύναμι νὰ σᾶς ξυπνήσῃ καὶ νὰ σᾶς διδάξῃ ποιός εἶναι ὁ ἀληθινὸς προορισμὸς τοῦ ἀνθρώπου». 

Ἐπὶ λέξει· «Καθεύδοντες διατελοῖτε ἄν, εἰ μή τινα ἄλλον ὁ θεὸς ὑμῖν ἐπιπέμψειε κηδόμενος ὑμῶν» (Πλάτωνος, Ἀπολογία Σωκράτους 18[31α]) .

Τὰ τελευταῖα αὐτὰ λόγια τοῦ Σωκράτους, θεωρήθηκαν ἀνέκαθεν ὡς προφητικά, ἐκπληρώθηκαν δὲ πλήρως –πότε; ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὡς κῆρυξ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ ἔφθασε στὴν Ἀθήνα καὶ ἡ φωνή του ξύπνησε τοὺς προγόνους μας ἀπὸ τὴ βαθειὰ νύχτα τῆς εἰδωλολατρίας (βλ. Πράξ. 17,22) . Προφητικὰ ὅμως πρέπει νὰ θεωρηθοῦν καὶ τὰ λόγια ἐκεῖνα ποὺ εἶχε πεῖ ὁΣωκράτης σὲ κάποια ἄλλη περίπτωσι νωρίτερα.

Μιὰ μέρα ἕνας ἀπὸ τοὺς εὐφυέστερους καὶ ζωηρότερους μαθητάς του, ὁ Ἀλκιβιάδης, πήγαινε στὸ ναὸ νὰ προσφέρῃ θυσία. Συναντᾷ λοιπὸν τὸν Σωκράτη καὶ τὸν ἐρωτᾷ τί πρέπει νὰ ζητήσῃ ἀπὸ τοὺς θεούς . 

Μετὰ τὸν Σωκράτη δοῦμε τώρα τί εἶπαν ὁ Πλάτων, ὁ Πλούταρχος καὶ ὁ Πολύβιος.

Ὁ Πλάτων (427-347 π.Χ.) . Ὁ κορυφαῖος αὐτὸς μαθητὴς τοῦ Σωκράτους ζωγράφισε τὴν εἰκόνα τοῦ Δικαίου, ποὺ θὰ ἔρθῃ νὰ σώσῃ τὸν κόσμο. Ὁ Δίκαιος, λέει, θὰ γυμνωθῇ, μὰ κανείς δὲν θὰ μπορέσῃ νὰ τοῦ ἀφαιρέσῃ τὴν ἀρετή. Καὶ ἐνῷ θὰ εἶναι ἀθῷος χωρὶς νὰ ἔχῃ ἀδικήσει ποτὲ κανένα, ἐν τούτοις θὰ δυσφημισθῇ σὰν νὰ εἶχε διαπράξει τὴ μεγαλύτερη ἀδικία. Θὰ δικασθῇ, θὰ μαρτυρήσῃ ὑπὲρ τῆς ἀληθείας καὶ θὰ μείνῃ «ἀμετάστατος μέχρι θανάτου», δὲν θ᾿ ἀλλάξῃ δηλαδὴ γνώμη, θὰ μείνῃ σὰν ἄσειστος βράχος μέσα στὴν τρικυμία. Θὰ βασανιστῇ πολύ, θὰ μαστιγωθῇ καὶ θὰ τελειώσῃ τὴ ζωή του μὲ θάνατο φρικτό· ἐπὶ λέξει «ἀνασχινδιλευθήσεται»..

Ποιός μελετώντας αὐτὸ τὸ χωρίο δὲν φέρνει στὸ νοῦ του τὰ παρόμοια λόγια τοῦ προφήτου Ἠσαΐου , ποὺ 800 χρόνια πρὸ Χριστοῦ εἶπε· 

«Καὶ εἴδομεν αὐτόν, καὶ οὐκ εἶχεν εἶδος οὐδὲ κάλλος· ἀλλὰ τὸ εἶδος αὐτοῦ ἄτιμον καὶ ἐκλεῖπον παρὰ πάντας τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων… Οὗτος τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καὶ περὶ ἡμῶν ὀδυνᾶται, καὶ ἡμεῖς ἐλογισάμεθα αὐτὸν εἶναι ἐν πόνῳ καὶ ἐν πληγῇ ὑπὸ Θεοῦ καὶ  ἐν κακώσει. Αὐτὸς δὲ ἐτραυματίσθη διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν καὶ μεμαλάκισται διὰ τὰς ἀνομίας ἡμῶν· παιδεία εἰρήνης ἡμῶν ἐπ᾿ αὐτόν, τῷ μώλωπι αὐτοῦ ἡμεῖς ἰάθημεν…· καὶ Κύριος παρέδωκεν αὐτὸν ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν»;(Ἠσ. 53,2-6).

Ὁ Πλούταρχος (48-125 μ.Χ.) . Ἂν καὶ ὁ φιλόσοφος αὐτὸς ἔζησε τὸν Α΄ μ.Χ. αἰῶνα, τὸν ἀναφέρουμε, γιατὶ ἀπηχεῖ τὶς σκέψεις καὶ τὰ συναισθήματα τοῦ ἀρχαίου εἰδωλολατρικοῦ κόσμου, ποὺ ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του ἄρχισε νὰ καταρρέῃ.Ὁ Πλούταρχος βλέπει τὴν ἀθλιότητα, ποὺ ἡ αἰτία της εἶναι μία· ὅτι πνεῦμα πονηρὸ εἰσῆλθε, τάραξε τὰ πάντα, γέμισε συμφορὲς ὅλη τὴ γῆ καὶ τὴ θάλασσα. Ἡ δυναστεία του ὅμως, λέει ἀλλοῦ ὁ Πλούταρχος, θὰ διαλυθῇ. Νέα περίοδος θ᾽ ἀνατείλῃ. Ἀπὸ κάποια μικρὴ χώρα θὰ προέλθῃ μεγάλο καλό, ποὺ θὰ ἐπεκταθῇ σὲ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα ὥστε, ἀφοῦ εἰρηνεύσῃ ἡ γῆ, οἱ ἄνθρωποι νὰ ζοῦν ὅλοι μὲ ὁμόνοια καὶ εὐτυχία· «τῆς γῆς ὁμαλῆς γε καὶ ἐπιπέδου γενομένης ἕνα βίον καὶ πολιτείαν ἀνθρώπων μακαρίων καὶ ὁμογλώσσων ἁπάντων γενέσθαι»

Διαβάζοντας αὐτὰ δὲν νομίζετε ὅτι ἀκοῦτε ἀπὸ μακριὰ τὴ φωνὴ τοῦ προφήτου Ἠσαΐου νὰ λέῃ «Ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου, εὐθείας  ποιεῖτε τὰς τρίβους τοῦ Θεοῦ ἡμῶν. Πᾶσα φάραγξ πληρωθήσεται καὶ πᾶν ὄρος καὶ βουνὸς  ταπεινωθήσεται, καὶ ἔσται πάντα τὰ σκολιὰ εἰς  εὐθεῖαν καὶ ἡ τραχεῖα εἰς ὁδοὺς λείας· καὶ ὀφθήσεται ἡ δόξα Κυρίου, καὶ ὄψεται πᾶσα σὰρξ  τὸ σωτήριον τοῦ Θεοῦ»;(Ἠσ. 40,3-5· πρβλ. Λουκ. 3,4-6). 

Ὁ χριστιανισμός, χωρὶς νὰ καταργῇ τὴν ἱεραρχία τῶν διαφόρων ἀξιωμάτων, ποὺ εἶναι ἀναγκαία γιὰ τὴ διάρθρωσι τῆς κοινωνίας, δημιουργεῖ συγχρόνως τὸ ὁμαλὸ ἔδαφος πάνω στὸ ὁποῖο στεκόμαστε καὶ γνωριζόμαστε ὅλοι σὰν ἀδέλφια.

Ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ Πλουτάρχου συνέβηκαὶ κάτι ποὺ βύθισε σὲ πένθος τοὺς εἰδωλολάτρες· ἔπαυσαν ἀπότομα οἱ χρησμοὶ ποὺ ἔδιναν τὰ διάφορα μαντεῖα τῆς εἰδωλολατρίας, κι αὐτὸ τοῦ προκάλεσε τέτοια ἐντύπωσι, ὥστε ἔγραψε εἰδικὸ βιβλίο περὶ τῶν «ἐκλελοιπότων   χρηστηρίων» . Καὶ οἱ μὲν εἰδωλολάτρες προσπάθησαν νὰ ἀποδώσουν ἀλλοῦ τὴν σιγὴ τῶν μαντείων, ἀλλὰ ἡ ὀρθὴ ἑρμηνεία ἦταν μία· ὁ Εωσφόρος, ποὺ ὣς τότε πλανοῦσε τὴν οἰκουμένη, ὑπέστη μὲ τὴ γέννησι τοῦ Χριστοῦ ἧττα καὶ ἔντρομος ἀποσύρθηκε ἀπὸ τὰ φρούριά του.

Ὁ Πολύβιος (204-120 π.Χ.), διάσημος ἱστορικός, ἔβλεπε τὴ Ῥωμαϊκὴ αὐτοκρατορία νὰ ξαπλώνεται συνεχῶς, νὰ καταργῇ βασίλεια τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο, θαύμαζε τὸ γεγονὸς αὐτὸ καὶστὴν ταχυτάτη ἐξάπλωσι τῆς Ῥώμης διέβλεπε τὸν δάκτυλο τῆς θείας προνοίας. Δὲν εἶναι, ἔλεγε, τυχαία αὐτὴ ἡ ἐξάπλωσι· κάτι μεγάλο ἑτοιμάζεται στὸν κόσμο. Τὰ γεγονότα, σημειώνει,«ἐπάγουσιν»(=ὁδηγοῦν) τὸν κόσμο προς κάποια ἑνότητα.

Καὶ πράγματι· ἡ πολιτικὴ ἐκείνη ἑνότης ὑπὸ τὸ σκῆπτρο τῆς Ῥώμης φάνηκε κατάλληλη γιὰ τὴ διάδοσι τοῦ χριστιανισμοῦ, ὅπως ἐπίσης ἡ διάδοσι τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης διὰ τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου σὲ ὅλο τὸν τότε γνωστὸ κόσμο. 

Ἡ θεία πρόνοια προπαρασκεύασε τὸ ἔδαφος γιὰ νὰ σπαρῇ ὁ σπόρος τοῦ εὐαγγελίου .Γι᾽ αὐτὸ ὁ Αὔγουστος Νικόλαος , γράφει· «Οἱ Κῦροι, οἱ Ἀλέξανδροι, οἱ Καίσαρες, οἱ Κωσταντῖνοι, οἱ Κάρολοι δὲν εἶναι εἰ μὴ οἱ ὑποκριταὶ (=ἠθοποιοί) ὑψηλοῦ δράματος λυομένου ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ καὶ ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ αὐτοῦ» .

Ὁ ὑλιστὴς μελετᾷ τὴν ἱστορία καὶ δὲν βλέπει ἐκεῖ κανένα σκοπό. Ὅποιος πιστεύει σὲ Θεὸ δημιουργὸ καὶ προνοητή, βλέπει στὰ γεγονότα τὸν θεῖο παράγοντα ποὺ κατευθύνει τὸν κόσμο πρὸς τὸν θρίαμβο τοῦ φωτὸς κατὰ τοῦ σκότους. Ἔτσι ἔβλεπε καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος τὴν παγκόσμιο ἱστορία καὶ ἔγραφε αὐτὰ ποὺ ἀκοῦμε στὸν ἀπόστολο τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων· «Ὅτε ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ  χρόνου, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ,γενόμενον ἐκ γυναικός, γενόμενον ὑπὸ νόμον, ἵνα τοὺς ὑπὸ νόμον ἐξαγοράσῃ…» (Γαλ. 4,4-5).

Μὲ τέτοιους συγγραφεῖς, ποὺ –κατὰ τὴ γνώμη τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας–φωτίζονταν μὲ κάποιες ἀκτῖνες ἀπὸ τὸ ἀνέσπερο φῶς ποὺ «φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον» (Ἰω. 1,9) , ἡ Ἑλλὰς προετοιμαζόταν γιὰ νὰ χαιρετίσῃ τὸν Λυτρωτὴ τοῦ κόσμου. 

Καὶ τὸν χαιρέτισε, πρώτη αὐτὴ ἀπ᾽ ὅλα τὰ ἔθνη. Μελετῆστε τὴν πρώτη συνάντησι τοῦ Χριστοῦ μὲ τοὺς Ἕλληνες , ὅταν ὁ Κύριος εἶπε· «Ἐλήλυθεν ἡ ὥρα ἵνα δοξασθῇ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου» (Ἰω. 12,20-23), δηλαδή· Οἱ Ἕλληνες, νά οἱ πρῶτοι ποὺ θὰ προσέλθουν καὶ θὰ μὲ ὑπηρετήσουν!

Ἡ Ἑλλὰς εἴκοσι αἰῶνες τώρα ὑπηρετεῖ τὸν Χριστό! Ἐκλεκτὰ τέκνα της ἦταν οἱ μάρτυρες καὶ οἱ ὁμολογηταί, οἱ πατέρες καὶ διδάσκαλοι, οἱ ἐμπνευσμένοι ὑμνογράφοι, ἀλλὰ καὶ οἱ ἡρωικοὶ ἐκεῖνοι μαχηταὶ τοῦ Βυζαντίου ποὺ ἐπὶ χίλια χρόνια ἀπέκρουσαν τοὺς βαρβάρους Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως. 

Αὐτῆς τῆς Ἑλλάδος τέκνα εἶναι καὶ οἱ σημερινοὶ ἀγωνισταὶ κατὰ τῆς νεοειδωλολατρίας ποὺ ἔρχεται ἀπ᾽ ἔξω νὰ κατακλύσῃ τὸν τόπο. Ἡ Ἑλλὰς ἔκανε καὶ κάνει μεγάλο ἔργο. εἶναι σκεῦος ἐκλογῆς τοῦ Ὑψίστου .

25 Δεκεμβρίου! 

Ἡ Ἑλλὰς προσέρχεται κ᾽ ἐφέτος στὴ φάτνη. Δὲν ἔχει νὰ προσφέρῃ χρυσὸ καὶ ἄργυρο. Κρατάει ὅμως λαμπάδα καὶ θυμίαμα.

Λαμπάδα,είναι οί θυσίες της, επειδή δεν δέχθηκε να υποταχθή σε αντιχριστιανικά συστήματα καί δεν προσκύνησε τά θηρία τής αβύσσου...

Θυμίαμα είναι τὰ πύρινα δάκρυα τῶν παιδιῶν της, ποὺ δὲν εἶναι διατεθειμένα νὰ σκύψουν ἐμπρὸς στὸν ἀντίχριστο καὶ τὰ ὄργανά του·προσκυνοῦν μόνο τὸ Νήπιο τῆς Βηθλεὲμ, προσεύχονται γιὰ τὴ σωτηρία της, καὶ μαζὶ μὲ τὶς μυριάδες τῶν θυμάτων ὅλων τῶν αἰώνων κράζουν· 

«Ἕως πότε, ὁ δεσπότης ὁ ἅγιος καὶ ὁ ἀληθινός, οὐ κρίνεις καὶ ἐκδικεῖς τὸ αἷμα ἡμῶν ἐκ τῶν κατοικούντων ἐπὶ τῆς γῆς;…» (Ἀπ. 6,10-11) .

Καὶ ἡ Ἑλλὰς προχωρεῖ... 

Προχωρεῖ ἀνάμεσα ἀπὸ τὶς συμπληγάδες πέτρες τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων. Ἐσωτερικοὶ καὶ ἐξωτερικοὶ ἀγῶνες σκληροί! Πλῆθος ἐχθροὶ ορκίστηκαν νὰ τὴν ἐξαφανίσουν ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῆς γῆς. 

Ἀλλ᾿αὐτὴ στρέφεται καὶ πάλι πρὸς τὸ ἄστρο τῆς Βηθλεὲμ καὶ ἀντλεῖ μυστικὴ δύναμι. Δὲν ὑπάρχει κακὸ ἀνίκητο ἀπὸ τὸ Χριστό, τὸν ἀήττητο βασιλέα τῶν αἰώνων. 

Καί τώρα, πάλι μὲ τὴ δύναμι τοῦ Νηπίου τῆς Βηθλεὲμ τὰ σχέδια τῶν νέων Ἡρῳδῶν θὰ ματαιωθοῦν γιὰ μιὰ ἀκόμη φορά, καί η Ελλάδα θὰ βγῇ ἀπὸ τὴ δοκιμασία της καί θὰ σταθῇ καί πάλι πάνω στὰ ἱστορικὰ βράχια της... 

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος