Ναί, εἶνε βέβαιο ὅτι ἀναστήθηκε· μὴν ἔ­χετε καμμιά ἀμφιβολία. Ὅσο εἶνε βέβαιο ὅτι ὑ­πάρχουν ἄστρα καὶ σελήνη καὶ ἥλιος, τόσο εἶνε βέβαιο ὅτι ὑπάρχει Ανάστασις, ὅτι Αναστήθηκε ὁ Χριστός. Αὐτὸ μετέβαλε τοὺς ἀ­ποστόλους, καὶ ἡ ἀλλαγή τους εἶνε ἀπόδειξις τῆς Ἀναστάσεως.

Εἶνε βέβαιο ὅτι ἀναστήθηκε ὁ Χριστός, δι­ότι παρουσιάστηκε ! Τὴν Κυριακὴ τοῦ Πάσχα ἐμφανίστηκε μπροστὰ στοὺς μαθητάς. Πῶς; «Τῶν θυρῶν κεκλεισμένων» Γελᾶνε οἱ ἄ­πιστοι ἅμα τ᾿ ἀκούσουν.

Ἄκου ᾿κεῖ παραμύθια, λένε· κλειστὸ τὸ σπίτι, καὶ παρουσιάστηκε ὁ Χριστός ( μέσα από τους τοίχους…) · μὰ εἶνε ποτὲ δυνατόν;…
Ἀπαντοῦμε. Στὸ σχολεῖο μᾶς λέγανε τὸ αἴ­νιγμα· «Κλειδώνω τὸ σπιτάκι μου κι ὁ κλέφτης εἶνε μέσα…». Ποιός εἶνε ὁ «κλέφτης»; μᾶς ρωτοῦσε ὁ δάσκαλος. Ὁ ἥλιος!

( κι΄εδώ είναι ο Θεός, ο πανταχού παρών!)

Νά λοι­πὸν ὅτι «κεκλεισμένων τῶν θυρῶν» ἔχεις τὸν ἥλιο μέ­σα. Θέλεις ἄλλο παράδειγμα; Κλειστὸ ἔχεις τὸ σπίτι σου, κι ὅμως ἀπὸ τὸ ῥαδιόφωνο ἀ­κοῦς φωνὲς ποὺ ἔρχονται ἀπὸ μακρινοὺς ῥαδιοσταθμούς. Πῶς ἔρχονται; Ἄλλο παράδει­γμα· ἀνοίγεις τὴν τηλεόρασι καὶ βλέπεις εἰκόνες. Πῶς ἔρχονται;

Ἐὰν λοιπὸν ὁ ἥλιος καὶ τὰ ἑρτζιανὰ κύματα ἔχουν τὴ δύναμι νὰ μπαίνουν στὸ σπίτι «κεκλεισμένων τῶν θυρῶν», πόσο μᾶλλον Αὐτὸς ποὺ ἔκανε τὸν ἥλιο καὶ τὸν ἀέρα !

«Κεκλεισμένων τῶν θυρῶν» λοιπὸν παρου­σιάστηκε ὁ Χριστός. Καὶ «ἐχάρησαν οἱ μαθηταὶ ἰδόντες τὸν Κύριον». Κι᾿ ἐκεῖνος ὕ­ψωσε τὰ τρυπημένα ἅγιά του χέρια, τοὺς εὐ­λόγησε, καὶ τοὺς εἶπε μιὰ λέξι γλυκυτάτη· «Εἰρήνη ὑμῖν»! Ώ, λέξι προσφιλής, ποὺ ὅλος ὁ κόσμος τὴν ζητάει, ἀλλὰ δὲν ἔρχεται διότι φύγαμε ἀπὸ τὸ Θεό! Καὶ μετὰ τὸ «Εἰρήνη ὑμῖν» τοὺς εἶπε κάτι ἄλλο, ποὺ πρέπει πο­λὺ νὰ τὸ προσέξουμε· «Σᾶς δίνω τὴν ἐξουσία νὰ συγχωρῆτε ἁμαρτίες ! »

Εἶσαι Χριστι­ανός ; συναισθάνεσαι τὴν ἁμαρτωλότητά σου; Πρέπει νὰ πᾷς ὁπωσδήποτε σε Ορθόδοξο ἱερέα, σε Πνευματικὸ Πατέρα, ν᾿ ἀνοίξῃς τὴν καρδιά σου, νὰ πῇς τ᾿ ἁμαρτήματά σου, μικρὰ – μεγά­λα· γιατὶ δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος χωρὶς ἁμαρτία. Κι ὁ ἱερεὺς ἔχει τὴν ἐξουσία νὰ σὲ συγχωρήσῃ, ἐξουσία ποὺ δὲν ἔχει οὔτε ἄγγελος.

Ἀπὸ τὴ σύναξι ὅμως ἐκείνη τῶν μαθητῶν ἔλειπε ὁ Θωμᾶς. Φοβήθηκε ἆραγε περισσότερο καὶ πῆγε νὰ κρυφτῇ κάπου ἀλλοῦ ἀσφαλέστερα; Ποιός ξέρει; Τοῦ ἔλεγαν ὕστερα οἱ ἄλλοι μαθητές·

–Τί ἔχασες, Θωμᾶ!

–Τί ἔχασα;

–«Ἑωράκαμεν τὸν Κύριον», εἴδαμε τὸν Κύριο...

–Ἐγώ, λέει, ἂν δὲν δῶ μὲ τὰ μάτια μου καὶ δὲν ἀκούσω μὲ τ᾿ αὐτιά μου, δὲν πιστεύω· θέλω νὰ βάλω τὸ δάχτυλό μου στὶς πληγές, καὶ τότε θὰ πιστέψω…

Εἶπε δηλαδή ὅ,τι μας λένε σήμερα οἱ ἄπιστοι· Θέλουμε νὰ δοῦμε…
Ψέματα λένε. Γιατὶ ὑπάρχουν πολλὰ πρά­γματα, ποὺ δὲν τὰ βλέπουμε κι ὅμως τὰ πιστεύ­ουμε. Τὸ Μέγα Ἀλέξανδρο παραδείγματος χάριν ποιός τὸν εἶδε ἀπὸ τὴ σύγχρονη γενεά; Κανένας.

Τὸν εἶδαν ὅμως κάποιοι ὅταν ζοῦσε· κ᾿ ἐμεῖς τὸν παραδεχόμαστε σήμερα, γιατὶ μᾶς βεβαιώνουν ἐκεῖνοι ( και από γενιά σε γενιά μέχρι σήμερα...). Παραδέχεσαι, λοιπόν, ὅτι ὑπάρχει Ἀλέξανδρος, μολονότι δὲν τὸν εἶδες.

Ἄλλο παράδειγμα· πιστεύεις, ὅτι ὑπάρχει Αὐ­στραλία. Ἀλλὰ ποιός πῆγε στὴν Αὐστραλία; Ἐ­λάχιστοι· οἱ ἄλλοι δὲν τὴν εἶδαν μὲ τὰ μάτια τους. Πιστεύουν ὅμως καὶ παραδέχονται, ὅτι ὑπάρχει Αὐστραλία, δίνοντας ἐμπιστοσύνη σ᾿ αὐτοὺς ποὺ τὴν εἶδαν. Ὑπάρχουν λοιπὸν πρά­γματα ποὺ τὰ παραδέχεσαι χωρὶς νὰ τὰ δῇς. Ἔτσι ἔπρεπε νὰ κάνει κι ὁ Θωμᾶς, νὰ τοὺς πιστέψῃ· διότι οἱ Απόστολοι δὲν ἦταν ψεῦτες, ἀλλὰ ἀληθινοὶ ἄνθρωποι. Ἄλλωστε τὰ ἐννέα δέκατα (9/10) τῶν γνώσεών μας εἶνε διὰ τῆς πί­στεως.

( Ρωτάμε τώρα), Ποιός ἀπὸ μᾶς εἶδε τὴ γέννησί του; Κανείς. Πιστεύουμε ὅμως αὐτὸ ποὺ μᾶς λένε, ὅτι αὐτὸς εἶνε ὁ πατέρας κι αὐτὴ εἶνε ἡ μάνα μας, ὅτι εἴμαστε παιδὶ τοῦ τάδε καὶ τῆς τάδε.

Διότι ἂν θελήσουμε νὰ ποῦμε «Θέλω γιὰ ὅλα νὰ δῶ μὲ τὰ μάτια μου καὶ ν᾿ ἀκούσω μὲ τ᾿ αὐ­τιά μου», τότε πάει, καταρρέει ὅλο τὸ σύστημα ὄχι μόνο τῆς θρησκείας, ἀλλὰ καὶ τῆς γνώσεως κι᾿ ἐπιστήμης.
Ἀλλὰ ὁ Χριστός, ποὺ ἀγαποῦσε τὸ Θωμᾶ, συγκατέβη καὶ πῆγε πάλι. Τὴν ἄλλη βδομάδα, κεκλεισμένων πάλι τῶν θυρῶν, νά τος πάλι μπροστά τους. Καὶ κάλεσε τὸ Θωμᾶ·

–Ἔλα κοντὰ καὶ βάλε τὸ δάχτυλο στὰ χέρια μου καὶ τὸ χέρι στὴν πλευρά μου, «καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός». Τότε ὁ Θωμᾶς φώναξε·

–«Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου» ! Κι΄ετσι ὁ Θωμᾶς τὴν ἡμέρα αὐτὴ ὡμολόγησε, ὅτι ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε πράγματι ἐκ νεκρῶν. Καὶ ὁ Χριστὸς τοῦ εἶπε·

–Θωμᾶ, πίστεψες γιατὶ εἶδες· ἀλλ᾿ ἐγὼ μακαρίζω ἐκείνους ποὺ πιστεύουν χωρὶς νὰ μὲ δοῦν προσωπι­κῶς. Μεταξὺ αὐτῶν –μέσα στοὺς αἰῶνες– εἴμαστε καὶ ὅλοι ἐμεῖς, ποὺ δὲν εἴδαμε τὸ Χριστὸ μὲ τὰ μάτια τὰ σαρκικὰ ὅπως ὁ Θω­μᾶς, ἀλλὰ τὸν βλέπουμε μὲ τὰ μάτια τῆς ψυ­χῆς και της πίστεως καὶ τὸν ἀκολουθοῦμε.

* * *

Ἀπ᾿ ὅσα διδάσκει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο, ἕ­να θέλω νὰ προσέξετε, ἀδελφοί μου. Ὅτι ὁ Θω­μᾶς ἔλειψε ἀπὸ τὴ σύναξι. Ἦταν κακὸ αὐ­τό, γιατὶ παρὰ λίγο νὰ γίνῃ ἄπιστος. Καὶ σὰν τὸ Θωμᾶ μοιάζουν οἱ Χριστιανοὶ τοῦ αἰῶνος μας ποὺ λείπουν ἀπὸ τὴν ἱερὰ συντροφιά, δηλαδὴ τὴν ἐκκλησία.

Στὴν Ἐκκλησία παρίσταται ο  Χριστὸς ώς ΠΑΝΤΑΧΟΥ ΠΑΡΩΝ ἀοράτως !

Γιατί ἀπουσιάζεις σὰν τὸ Θω­μᾶ; γιατί φεύγεις; Χτυποῦν οἱ καμπάνες. Τί εἶνε οἱ καμπάνες; Σάλπιγγες. Τί σάλπιγγες; Σάλπιγγες ἀγγέλων. Τί φωνάζουν;

–Ἐλᾶτε, ἄντρες γυναῖκες παιδιά, στὴν ἐκκλησία!

Ἔλα κι΄εσύ μιὰ φο­ρὰ τὴ βδομάδα νὰ πῇς ἕνα «Δόξα σοι, ὁ Θεός», νὰ πῇς ἕνα «Κύριε, ἐλέησον», νὰ πῇς ἕ­να «εὐχαριστῶ». Μὴν εἴμαστε ἀχάριστοι. Δυστυχῶς πολὺ λίγοι ἐκκλησιάζονται σήμερα.

Οἱ ἄλ­λοι ποῦ εἶνε;

Ἐμένα ρωτᾶτε; ἐσεῖς ξέρετε.

Ὁ ἕνας κοιμᾶται σὰν τὸ ζῷο, ὁ ἄλλος πάει γιὰ κυνήγι, ὁ ἄλλος παίρνει τ᾿ αὐτοκίνητο καὶ τρέ­χει στοὺς δρόμους. Ξέρεις τί ἁμαρτία εἶ­νε, νὰ εἶσαι στὸ κρεβάτι τὴν ὥρα ποὺ λειτουργεῖ ἡ ἐκκλησία; Ξέρεις τί ἁμαρτία εἶνε, νὰ χτυπᾷ ἡ καμπάνα κ᾿ ἐσὺ νὰ παίρνῃς τὸ ὅ­πλο καὶ νὰ πηγαίνῃς γι᾿ ἀγριογούρουνα;

Ἂν πᾶτε στὸ Ἰσραήλ, αὐτοὶ τηροῦν τὸ Σάββατο αὐστηρά. Δὲν κουνάει αὐτοκίνητο, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ αὐτοκίνητο τῆς ἀστυνομίας καὶ τοῦ γιατροῦ. Ἐδῶ; τὴν Κυριακὴ τὸ πρωὶ τὰ παιδιὰ καλοῦνται στὰ γυμναστήρια νὰ παίξουν μπάλλα ! Ἦρθαν τὰ χρόνια γιὰ τὰ ὁποῖα ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς εἶχε πεῖ, ὅτι « θ᾿ ἀδειάσουν οἱ ἐκκλησιὲς καὶ θὰ γεμίσουν οἱ φυλακές…». Καὶ γέμισαν.

Ζοῦν ἔτσι, χωρὶς Θεό. Ἀλλὰ δὲν ἔχει νὰ ζημιωθῇ τίποτα ὁ Θεός· δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ μᾶς ο Θεός. Ἐμεῖς τον έχουμε ανάγκη, εμείς θὰ ζημιωθοῦμε, ποὺ φεύγουμε ἀπὸ κοντά Του.

Διότι τί εἶνε ἡ Ἐκκλησία; Μαντρὶ εὐλογημένο, ποὺ ἀσφαλίζει τὰ πρόβατα. Πρόβατο ποὺ φεύγει ἀπὸ τὸ μαντρί, τὸ τρώει ὁ λύκος· καὶ Χριστιανὸς ποὺ φεύγει ἀ­πὸ τὴν Ἐκκλησία, θὰ τὸν φάῃ ὁ λύκος (οἱ αἱ­ρέσεις, ἡ ἀθεΐα, ἡ ἀπιστία…).

Κοντὰ στὸ Χριστὸ λοιπὸν ὅλοι! Παρακαλῶ κανείς νὰ μὴ ἀπουσιάζῃ, ἀλλὰ νὰ πυκνώσῃ ὁ ἐκκλησιασμός. Ναί, στὴν ἐκκλησία. Καὶ νὰ ἔ­χετε τὴν εὐλογία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χρι­στοῦ, τοῦ ἀναστάντος Κυρίου· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος