Το ταξίδι έχει στιγμές θριάμβου, στιγμές πόνου, εξάντλησης, και λύπης, όχι σπάνια. Σε πολλά σημεία της διαδρομής κληρικοί, μοναχοί, λαϊκοί υποδέχονται τον ιερό δέσμιο με τιμές Αγίου Μάρτυρα. Προσφέρονται να τον ανακουφίσουν με κάθε τρόπο …

«Όσοι σπεύδουν να με συναντήσουν συνεχίζοντα την οδοιπορία προς τον τόπο εξορίας, άλλοι από την Ανατολή, άλλοι από την Αρμενία, άλλοι από διάφορα μέρη της οικουμένης, με το που με αντικρίζουν, λύνονται σε ποτάμια δάκρυα, και θρήνους απανωτούς, καθώς αυτοί που με συνοδεύουν, με παραδίδουν στους επόμενους, που αρχίζουν με τη σειρά τους να οδύρονται δεινώς.

Αυτά σας τα γράφω για να μάθετε ότι είναι πολλοί οι άνθρωποι που με συμπονούν, πράγμα που αποτελεί για μένα όχι μικρή παραμυθία και παρηγοριά» -5η Επιστ. προς Ολυμπιάδα.

     Όσο όμως απομακρύνεται από τα παράλια, κι αυτό συμβαίνει σύντομα, το ταξίδι γένεται πιο δύσκολο. Εναλλαγές κλιματολογικών συνθηκών, καύσωνας τη μέρα, ψύχος και υγρασία τη νύχτα, κούραση από την πεζοπορία, απουσία στοιχειώδους ιατρικής υποστήριξης, έλλειψη αναγκαίων προμηθειών, ανακαλούν πονοκεφάλους, στομαχικά προβλήματα, και κάνουν μαρτυρικό το οδοιπορικό.

Στην Άγκυρα δοκιμάζει την πρώτη αβάσταχτη πίκρα, ο επίσκοπος Λεόντιος του συμπεριφέρεται πολύ εχθρικά. Αρχές Αυγούστου προς Καισάρεια με νωπή αυτή την πίκρα στην καρδιά, εξαντλημένος από τις δυσκολίες ενός τέτοιου ταξιδιού, και την οδυνηρή στομαχική ταλαιπωρία, καίγεται από υψηλό πυρετό.

     Λίγο πριν φτάσει, σαν να ανοίγεται παράθυρο αισιοδοξίας. Ο επίσκοπος της πόλης Φαρέτριος, τον περιμένει, λένε, με πολλή αγάπη και χαρά. Το αντίθετο εντελώς, τι τραγικό! Δεν εμφανίζεται, ούτε για λόγους ανθρωπιστικούς, παρότι έχει μάθει ότι φτάνει σχεδόν ημιθανής. Κάποιοι κληρικοί όμως, μοναχοί, λαϊκοί, επίσημοι κι απλοί, έχοντας διαχωρίσει τη θέση τους, με ό, τι συνεπαγόταν αυτό, τον υποδέχονται με μεγάλο σεβασμό, τον φροντίζουν με πολλή αγάπη και στοργή.

Αλλά, πριν προλάβει να συνέλθει στοιχειωδώς χάρη και στις σύντονες φροντίδες που κατέβαλαν επί τούτω κληθέντες σπουδαίοι γιατροί, και να αναλάβει τις δυνάμεις του, υποχρεώνεται από φανατικούς μοναχούς του Φαρέτριου σε εσπευσμένη αναχώρηση. Ευτυχώς ευκατάστατη χριστιανή θέτει στη διάθεσή του ευρύχωρη αγροικία στην εξοχή, εκεί καταλύει, αλλά για λίγο δυστυχώς.

Καθώς δεν αργούν να φτάσουν οι μοναχοί του Φαρέτριου, και να τον αναγκάσουν σε άρον-άρον αναχώρηση και φυγή, γιατί τάχα η ζωή του κινδύνευε από επερχόμενη ληστρική επιδρομή. Άρρωστος πάνω φορείο, ασέληνη νύχτα, πηχτό σκοτάδι και φέρεται ήδη στα γύρω βουνά-9η Επιστ. προς Ολυμπιάδα!

         Μετά την Καισάρεια συνεχίζει νοτιοανατολικά σκληρή πεζοπορία σε ανώμαλο δρόμο ορεινό και δύσβατες ανηφοριές, και φτάνει σχεδόν του θανάτου εγγύς γύρω στις 20 Σεπτεμβρίου στην Κουκουσό, πολίχνη χτισμένη στο σημείο που τέμνονταν οι δρόμοι Καππαδοκίας και Άνω Αρμενίας.

Εδώ ευτυχώς τα πράγματα είναι εντελώς αλλιώς, όλοι σπεύδουν να τον φροντίσουν με μεγάλη προθυμία με διάθεση αδελφική. Τόση που ο τοπικός επίσκοπος Αδέλφιος, «είναι πρόθυμος κι έτοιμος, αν επιτρεπόταν να μου χαρίσει ακόμα και τον επισκοπικό θρόνο του». Ισάξιος κι εφάμιλλος σε σεβασμό και τιμή απέναντί του και ο διοικητής της πόλης Σωσίπατρος, «που την κυβερνούσε σαν πατέρας, κι έδειξε για μένα ενδιαφέρον μεγαλύτερο κι από πατέρα».

Παράλληλα ο Διόσκορος, ευγενής γαιοκτήμονας της περιοχής, του διαθέτει ευρύχωρο και φροντισμένο σπίτι του για διαμονή, ενώ καλοκάγαθοι χωρικοί, του φέρνουν τις καλύτερες προμήθειες, και ό, τι άλλο μπορούσε να τον ανακουφίσει, να του κάνει πιο ανθρώπινη κι ευχάριστη τη διαμονή …

3. Σήματα με νόημα και νεύμα προς πολλούς αποδέκτες.

     … Διάσπαρτες σε αρκετές επιστολές του φράσεις ως, «εν ερημία καθήμενοι», «η ερημία του χωρίου τούτου», «οικούμεν εις χωρίον ερημότατον και πάσης της καθ’ ημάς οικουμένης ερημότερον», αφήνουν να διαφανεί ότι καταλήφτηκε από κάποια μελαγχολία στην αρχή, ως ο αγαπημένος του Παύλος στην Αθήνα παλιά … Η συνέχεια όμως δείχνει καθαρά πως δεν αργεί να αφήσει πίσω αυτά, και να ανοιχτεί στου Αποστολικού λόγου τη γραμμή.

«Αυτά που τώρα υποφέρουμε δεν ισοσταθμίζουν τη δόξα που μας επιφυλάσσει στο μέλλον ο Θεός»! Να σταθεί πρόσωπο με πρόσωπο απέναντι στο «χαίρω εν τοις παθήμασί μου», να ανανεώσει ως κλήση του καθημερινή το σήμα αυτό, και να προχωρήσει σταθερά και δυναμικά στην εκπλήρωση χρέους ζωής ότι: «Ο λόγος του Θεού ου δέδεται».

     Σαν να μην ήταν αδικημένος κι εξόριστος, αισθάνεται και ενεργεί ως πνευματικός ηγέτης, που θαρρείς δεν έχει παυτεί. Συνεχίζει το ακοίμητο ενδιαφέρον του για την ειρήνη της Εκκλησίας, και προωθεί μεγάλων διαστάσεων έργο ιεραποστολικό!

Γράφει παραμυθητικές επιστολές και αναστηλώσει το ηθικό φίλων και συνεργατών, ανδρών και γυναικών, που έχουν διωχθεί, φυλακιστεί, εξοριστεί, υποστεί άλλες ταλαιπωρίες από την εναντίον αυτού και αυτών μανία της διάδοχης εκκλησιαστικής αρχής. Ιδιαίτερα της Διακόνισσας Ολυμπιάδας, που είχε πάθει κατάρρευση ψυχική -«αθυμία» -αρνούμενη και αδυνατώντας να συμβιβάσει μέσα της, πώς μπορούσε, πώς ήταν δυνατό να εκπορευτεί από κληρικούς -μάλιστα κάποιους και ευεργετημένους από αυτήν πολλαπλώς- τόσο φρικτή δολοπλοκία, αθλιότητα θανατερή εις βάρος αυτού του Ιεράρχης κορυφαίας πνευματικής πληρότητας και χριστιανικής αγάπης θυσιαστικής!

     Ο περιορισμός του εξόριστου στη μακρινή Κουκουσό θα κρατήσει τρία χρόνια και κάτι μήνες … Εκείνο όμως που ενδιαφέρει εδώ είναι ότι, αν και εξόριστος, τόσο μακριά, τόσο απομονωμένα, ο Ιωάννης με την εκπληκτική δραστηριότητα που έχει αναπτύξει σε πολλούς τομείς, χάρη και στη συνέργεια όσων πολλών κληρικών και λαϊκών, που τον αγαπούν τώρα ακόμα πιο πολύ, έχει προκαλέσει το δίκαιο θαυμασμό πάμπολων εκκλησιαστικών ηγετών στην Ανατολή-πλην Αντιοχείας, Αλεξανδρείας, και διαδεχθέντων στη Βασιλεύουσα αυτόν- και στη Δύση με προεξάρχοντα το Ρώμης Ιννοκέντιο, που μέσω του αυτοκράτορα Ονωρίου, αδελφού του Αρκαδίου, ενεργεί για σύγκληση ευρύτερης Συνόδου για συνολική επανεξέταση.

     Έστω κι αν από την πλευρά της, αυλική επισκοπική ξυνωρίδα της Κωνσταντινούπολης, έξαλλη με τη δραστηριότητα, πιο πολύ με το διάχυτο, σχεδόν οικουμενικό θαυμασμό που από τούτο έχει προκληθεί! Βλέπει με μελαγχολία κι απογοήτευση ότι, ούτε με την εξορία, ούτε με την απομόνωση στην Κουκουσό, «επιτύχαμε ουδέν το λοιπόν»!

Βέβαια, τις πρωτοβουλίες του Ρώμης Ιννοκεντίου απορρίπτει ως ανεπίτρεπτη επέμβαση στα της Εκκλησίας της Ανατολής, μετερχόμενη και σκληρή βία εις βάρος των αντιπροσώπων του. Στο Εγκώμιο στον Άγιο, Λέων 6ος ο Σοφός, λέει ρητά ότι, την όλη υπόθεση ανέλαβε προσωπικά η αυτοκράτειρα Ευδοξία, αποσοβώντας κάθε επαφή των απεσταλμένων του με τον Αρκάδιο.

«Η βασίλισσα μηχανορράφησε, γράφει, καθώς άνθρωποί της συνέλαβαν τους απεσταλμένους του, τους κακοποίησαν, τους έθεσαν σε περιορισμό … Κατόπιν με κολακείες, υποσχέσεις για πολύ χρυσάφι, προσπάθησαν να τους προσεταιριστούν ανεπιτυχώς» -παρ.29.

     Παρά ταύτα το πρόβλημα έμενε ανοιχτό, τους ενοχλούσε, τους ανησυχούσε, τους φόβιζε πολύ, αν κρίνουμε και από το φερόμενο ως λεχθέν από έναν τους. «Για δείτε ένα νεκρό που φοβίζει τους ζωντανούς, και καταπτοεί τους κρατούντες, όπως ακριβώς τα μορμολύκεια φοβίζουν τα παιδιά ! Και ποιος τα προκαλεί αυτά; Ένας αδύναμος εξόριστος, ένας που δεν έχει ποιος να τον υποστηρίξει»! Δεν περιορίζονται μόνο σε τέτοια λόγια.

Κινούμενοι πάντα εμπαθώς, πιέζουν πιο έντονα τον αυτοκράτορα Αρκάδιο και πετυχαίνουν να διατάξει τη μετακίνησή του «σε τόπο παντελώς έρημο και απομονωμένο, που, για όσους έχουν κάποιες γεωγραφικές γνώσεις λέω ότι ονομαζόταν Πιτυούντα και συνόρευε με τη χώρα των βάρβαρων Τζάνων» -παρ.30- καθώς βρισκόταν στους πρόποδες του Καυκάσου, στα Ανατολικά παράλια του Εύξεινου Πόντου.

Επρόκειτο για μια απόσταση ( 500 Km ) πεντακοσίων χιλιομέτρων, που ήταν εκ προοιμίου δεδομένο, όπως και έγινε, δεν επρόκειτο ο εξασθενημένος Ιεράρχης να την ολοκληρώσει ζωντανός!

     Το σχετικό Βασιλικό Διάταγμα φτάνει στην Κουκουσό καλοκαίρι 407, και η πορεία στο νέο τόπο εξορίας αρχίζει 25 Αυγούστου. Τον συνοδεύουν δυο φρουροί, ο ένας από τους οποίους του φέρεται σκαιά, σκληρά, έχοντας προφανώς λάβει υποσχέσεις πως αν οδηγήσει τα πράγματα ώστε ο Ιωάννης να πεθάνει καθ’ οδόν, θα πάρει προαγωγή-«Αν πεθάνει στο δρόμο, όχι από το δικό τους ξίφος, αλλά από τις ταλαιπωρίες, θα αμειφτούν από το βασιλιά με προαγωγή σε ανώτερους βαθμούς» -Εγκώμιο Οσίου Νεοφύτου Εγκλείστου. Για πιο σύντομα κινούνται προς Σεβάστεια, και από εκεί μέσω Κομάνων, Αμάσειας θα έφταναν Αμισό -Σαμψούντα- Μαύρη θάλασσα, από όπου με καράβι θα ταξίδευαν για Πιτυούντα.

     Ο Άγιος άνδρας υποχρεώνεται να βαδίζει (σσ. σερνόμενος κυριολεκτικά ) καθημερινά είκοσι και πλέον χιλιόμετρα, άλλοτε κάτω από καυτό ήλιο κι αφόρητη ζέστη, κι άλλοτε με πολλή βροχή. Να γίνεται μούσκεμα, από τον ιδρώτα στην πρώτη, και στη δεύτερη από τη βροχή, και να μην του επιτρέπουν να καταλύσει κάπου ανθρώπινα και υποφερτά.

Τα ρίγη, οι πυρετοί, οι πονοκέφαλοι να εντείνονται όλο και πιο πολύ καθημερινά, και ιατρική περίθαλψη καμιά. Έτσι εντελώς εξαντλημένος φτάνει 12 Σεπτεμβρίου κοντά στη σημερινή Τουρκική πόλη Τοκάτ. Με την αύριο ξεκινούν για τα πολυάνθρωπα τότε Κόμανα -χωριό νυν Κομενέκ- αλλά παρακάμπτουν για να μην μπορέσει κάπως να ανακουφιστεί.

Κινούνται δυτικά, και, πολύ πριν φτάσουν στη σημερινή πόλη Τουρχάλ, διανυκτερεύουν στο ναό του Ιερομάρτυρα Βασιλίσκου-επισκόπου και μάρτυρα -311 χρόνια αυτοκράτορα Μαξιμιανού- οκτώ χιλιόμετρα μετά τα Κόμανα, που τον τιμούσαν πολύ στην περιοχή.

     Εξαντλημένος απελπιστικά ο Ιωάννης πέφτει να κοιμηθεί, και βλέπει να «παρουσιάζονται στο όνειρο οι Μάρτυρες Λουκιανός και Βασιλίσκος, να του αναγγέλλουν με αγαλλίαση και χαρά ανεκλάλητη: «Έχε θάρρος, αδελφέ Ιωάννη, αύριο θα είμαστε μαζί». Τα ίδια προείπαν και στον ιερέα του ναού τους, ώστε να ετοιμάσει ό, τι απαραίτητο για τη Λειτουργία του θείου αρχιερέα. Το πρωί νιώθοντας ότι οι δυνάμεις του έχουν εξαντληθεί, παρακαλεί τους φρουρούς να μείνουν εκεί ως την «πέμπτη ώρα» -ως 11 π. μ. δηλαδή. Αυτοί αρνούνται να ικανοποιήσουν την παράκλησή του, τον παίρνουν και ξεκινούν προς Νεοκαισάρεια του Πόντου-σήμερα η Τουρκική πόλη Νικσάρ.

Θα είχαν βαδίσει περίπου πέντε χιλιόμετρα -«ως σταδίους τριάκοντα»- και οι φρουροί καταλαβαίνουν, πως δεν μπορεί να συνεχίσει. Έτσι υποβαστάζοντάς τον γυρίζουν πίσω στο ναό του Ιερομάρτυρα Βασιλίσκου.

     «Ο Άγιος ευθύς ‘παίρνει καιρό’, ζητεί επάξια για την περίπτωση στολή… Τελεί το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, μεταλαμβάνει… Έπειτα, όπως το συνήθιζε κάθε ώρα και στιγμή ο θαυμάσιος αυτός ανάμεσα στους πατριάρχες και όντως μέγας Χρυσόστομος, ακούγεται να λέει, ‘δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν’. Το επισφραγίζει με το ‘Αμήν’, ανακλίνεται, και παραδίδεται στην κατάπαυση του Κυρίου, 14 του μηνός Σεπτεμβρίου 407»-

Εγκώμια έγραψαν: Λέων 6ος ο Σοφός- παρ.30-παραπλήσια, γιός-διάδοχός του Κωνσταντίνος 7ος ο Πορφυρογέννητος, αργότερα ο Κύπριος Όσιος Νεόφυτος ο Έγκλειστος …

Το πρώτο μέρος της δημοσιεύσεως ΕΔΩ

4.
   Γράμματα από την Εξορία.

     Πρόκειται για ένα αληθινό θησαυρό! Μικρή ή μεγάλη, κάθε μια από τις ( 240 ) διακόσιες σαράντα σωζόμενες επιστολές του από την εξορία έχουν να πουν πολλά …

******   ***   ******

       Να κλείσει κανείς τώρα πώς όμως! Για τον Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννη το Χρυσόστομο, πολύ εύκολο, πολύ απλό, και για την ώρα σε μια γραμμή αρκετό. Περνάει στην αιώνια μνήμη, τη δόξα, και την τιμή του χορού των Αγίων της Εκκλησίας! Και από άλλα, του χορού των Μεγάλων Αγίων Πατέρων και Οικουμενικών Διδασκάλων της ! Και ποιος χριστιανός μπορεί να μην παρακαλεί για τις πρεσβείες και τη μεσιτεία του στο Θεό !

     Τι όμως να πει ή να γράψει για τη μανική εμπάθεια των διωκτών του, ηγούμενων «κρίμασιν οις Κύριος μόνον οίδε» πώς, τότε στην Εκκλησία. «Όμορφος κόσμος, ηθικός, αγγελικά πλασμένος», ειρωνικώς; Ή ότι τα θλιβερά τοιαύτα συνέβαιναν και συμβαίνουν και στην Εκκλησία, όταν οι ηγούμενοι αυτής, αντί της ταπείνωσης και του πρωτείου της αγάπης- «Πίστις, ελπίς αγάπη, τα τρία ταύτα, μείζων δε τούτων η αγάπη» -1Κορ.13,13- και. «Αληθεύοντες δε εν αγάπη» -Εφ.4,15-έχουν αφήσει το είναι τους να βραχυκυκλωθεί σε κάποιο από τα παρακλάδια του «εγώ», αυτής της διαβολικής ρίζας του κακού!

Αθανάσιος Κοτταδάκης

Υ.Γ. Περισσότερα στα βιβλία.

1.   «Μεγαλυνάρια στον Άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο, Αυτοκρατορικά και άλλα», Εισαγωγικά-νεοελληνική απόδοση, Αθανάσιος Κοτταδάκης, Έκδοση Ι. Μητροπόλεως Ύδρας, Σπετσών … 2007

2.   Πιο πολύ και ιδιαίτερα στο: Αγίου Ιωάννη του Χρυσόστομου, «Γράμματα από την Εξορία», Εισαγωγικά-νεοελληνική απόδοση, Αθανάσιος Κοτταδάκης, Έκδοση «Χριστιανική Στέγη Καλαμάτας», 2009

Το πρώτο μέρος της δημοσιεύσεως ΕΔΩ