Μὰ κι αὐτοὶ πού ᾽νε μέσα εἶνε σὰν τὸν πρεσβύτερο υἱὸ τῆς παραβολῆς ποὺ δὲν εἶχε ἐνδιαφέρον γιὰ τὸν ἀδελφό του, δὲν τοῦ καιγόταν καρφί. Θὰ κολαστοῦμε ὅλοι, κι αὐ­τοὶ ποὺ εἶνε ἔξω ἀπ᾽ τὴν ἐκκλησία ἀλλὰ κ᾽ ἐ­μεῖς ποὺ λέμε πὼς εἴμαστε μέσα.

Γιατὶ ποιός ἀ­πὸ μᾶς πονάει γιὰ τοὺς 98 ποὺ μένουν απ΄ ἔ­ξω;

Οὔτε παπᾶς οὔτε ἱεροκήρυκας οὔτε ἐπίτροπος οὔτε λαϊκός, δὲν μᾶς πονάει ποὺ ὁ να­ὸς μένει ἀδειανός.

Εἶνε ἔ­λεγχος γιὰ μᾶς ὁ καταστη­­ματάρχης ἐκεῖνος, ποὺ βλέπει πὼς ἀραιώνει ἡ πελατεία του καὶ προσπαθεῖ νὰ τὴν αὐ­ξήσῃ, ἐνῷ ἐμᾶς δὲν μᾶς νοιάζει ἂν ἡ ἐκ­κλησία μένει ἀδειανή.

Ἐσὺ ἔρ­χεσαι στὴν ἐκ­κλησία μόνος;

Ὄχι, Χριστιανέ μου, δὲν θὰ ἔρ­χεσαι μόνος· νὰ πᾷς νὰ φέ­ρῃς καὶ τοὺς ἄλ­λους. Ὅταν πρόκειται γιὰ κινημα­τογράφο, φω­­νάζεις τὴ γειτονιὰ ὁλόκληρη νὰ ἔρθουν νὰ δοῦν τὸ ἔργο· ἀλλὰ ὑπάρχει πιὸ σπουδαῖο «ἔρ­­γο» ἀ­πὸ αὐτὸ τὸ μυστήριο ποὺ τελεῖται ἐδῶ;
Λοιπόν, ἀδελφοί μου, –γιὰ νὰ ἐπανέλθω– οἱ ἄνθρωποι ἔφυγαν ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ.

Καὶ τώρα ποῦ εἶνε; Ἐμένα ρωτᾶτε;

Ἂν πᾶτε αὐτὴ τὴν ὥ­­ρα ἔξω, θὰ τοὺς βρῆτε δεξιὰ κι ἀριστερά, σὲ διάφορα κέντρα, σὲ μεγάλα σπίτια ἢ σὲ καλύβες· παίζουν, πίνουν, κάνουν ὅλα αὐ­τὰ ποὺ γίνονται τώρα, ἀσωτεύουν. Γεμᾶτα τὰ σπίτια τοῦ διαβόλου, καὶ ἄδειασε τὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ.

Μακριὰ ὅμως ἀπὸ τὸ Θεὸ τί ὑπάρχει;

Κάθε ψυχὴ ποὺ φεύγει ἀπὸ τὸ Θεὸ εἶ­νε σκλαβωμένη. Σκλάβα ἡ ψυχὴ κάτω ἀπὸ δι­άφορα πάθη· στὸ ἀλκοόλ, στὸ χαρτί, στὸ ποτήρι, στὴ μπάλλα, σὲ ὅλα τὰ πάθη καὶ τὶς ἀτιμίες. Ἀναστενάζει ἡ ψυχή. Ποιός θὰ τὴν ἐλευθε­ρώσῃ;
Σήμερα ἰδίως φθάσαμε πλέον στὸ ἀ­προχώρητο.

Ἐγὼ φοβᾶμαι. Ἁμαρτωλὸς εἶμαι, «δὲν εἶ­­μαι ἄξιος νὰ φιλήσω τὰ πόδια σας», ὅ­πως ἔλεγε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς, ἀλλὰ πιστεύω στὸ Εὐαγγέλιο, τὸ χρυσὸ βιβλίο ποὺ εἶνε πάνω στὴν ἁ­γία τρά­πεζα, καὶ σᾶς λέω ὅτι, ἂν δὲν διορθωθοῦμε, ἀλλοίμονό μας.

Ἀδειάσαμε τὰ χωριου­δάκια μας τὰ εὐλογημένα, τὶς καλυβοῦ­λες ποὺ ἔζησαν οἱ ἅγιοι παπποῦδες μας, φύγαμε καὶ χορτάριασαν οἱ αὐ­λές τους.

Μαζευτήκαμε στὰ ἀστικὰ κέντρα, στὴ λακκού­βα τῆς ἁμαρτίας, μέσα σὲ μιὰ χαβούζα, ἑκατομμύρια μυρμήγ­κια καὶ σκουλήκια ἀκάθαρτα. Τί ἐπικρατεῖ στὰ μεγάλα κέν­τρα; Βασιλεύει ἡ ἁμαρτία, ἡ πορνεία.

–Μὴ λὲς τέτοιες λέξεις, θὰ ποῦν μερικοὶ μοντέρνοι θεολόγοι, δὲν κάνει, σοκάρουν…

Οἱ πράξεις σοκάρουν, ὄχι οἱ λέξεις. Σήμερα κυριαρχεῖ στὸν κόσμο ἡ πορνεία, τὸ πορνι­κὸ πνεῦμα. Τὸ λέει ἄλ­λωστε σήμερα τὸ ἴδιο τὸ εὐαγγέλιο .

Καὶ ἂν δὲν μετανοήσουμε ἀ­­δελφοί μου, τότε αλλοίμονο, καμμιὰ νύχτα «ὁ ἐπιβλέπων ἐπὶ τὴν γῆν καὶ ποιῶν αὐτὴν τρέμειν, ὁ ἁπτόμενος τῶν ὀρέων καὶ καπνίζονται», θὰ μᾶς σείσῃ ἐκ θεμελίων, νὰ μὴ μείνει λίθος ἐπὶ λίθου γιὰ τ᾽ ἁμαρτήματά μας.

Οἱ μὲν γίναμε ἄσωτοι, ἀμετανόητοι ἄσωτοι, οἱ δὲ ἄλ­λοι εἴμαστε «πρεσβύτεροι ἀδελφοί» (Λουκ. 15,25), μὲ μιὰ ψυχὴ κακιὰ – μοχθηρή, ἀφοῦ δὲν ποθοῦμε νὰ δοῦμε καὶ τὸν ἄλλο κοντὰ στὸ Θεό, ἀλλὰ μὲ τὸν τρόπο μας τοῦ κλείνουμε τὴν πόρτα νὰ μὴ γυρίσει στὸ σπίτι τοῦ Πατέρα.

Κι ὅταν δὲν κλείνουμε τὴν πόρτα, πάν­­τως ἀδι­αφοροῦμε γι᾽ αὐτόν, δὲν μᾶς πονάει ἡ ὑ­πό­­θεσι τῆς σω­τηρίας του.

Γιὰ παράδειγμα· ἐ­σὺ ὁ ἄντρας· ἦρθες μόνος σου σήμερα στὴν ἐκ­κλησία, γιατί δὲν ἔφερες καὶ τὴ γυναῖκα σου; ἐσὺ ἡ γυναίκα, ἦρθες μόνη σου στὴν ἐκκλησία, γιατί δὲν ἔ­φε­ρες καὶ τὸν ἄντρα σου;

Γιά προσπάθησε. Ὅ­ταν θέλεις, ἐσὺ ἡ γυναίκα, ἔχεις τρόπους νὰ τὸν ἐπηρεάζῃς.

Κάποτε μά­λιστα, γιὰ ἄλλα θελήματα, τὸν κάνεις σκου­πίδι στὰ πόδια σου· στὸ ζήτημα αὐτὸ ὅμως δὲν ἐξήσκησες τὴν ἐπιρροή σου, ὥστε νὰ φέ­ρῃς τὸν ἄνθρωπό σου στὴν ἐκκλησία· τὸ ἴδιο κ᾽ ἐσὺ ὁ ἄντρας.

Προσπαθῆστε ὅλοι, ὥστε νὰ φθάσετε νὰ ἐκκλησιάζεστε οἰκο­γενειακῶς, νὰ γίνῃ χα­ρὰ τῶν ἁγίων ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων.
Ἡ χαρὰ αὐτὴ φαίνεται μέσα στὴν παραβο­λὴ τοῦ Ἀσώτου. Ἀπὸ τὴ μεγάλη χαρά του, λέει, ὁ οὐράνιος Πατὴρ ἔσφαξε «τὸν μόσχον τὸν σι­τευτόν». Τὸ μοσχάρι τὸ "σιτευ­τό", ποὺ ἔ­σφαξε καὶ παραθέτει καὶ μᾶς καλεῖ ὅ­λους στὸ τραπέζι, ποιό εἶνε;

Εἶνε ὁ ίδιος ο Κύριος ἡμῶν Ἰ­ησοῦς Χριστός !

Ἐλᾶτε πάλι τὴ νύχτα τῆς Ἀνα­στάσεως. Ὄχι μόλις ἀκουστῇ τὸ «Χριστὸς ἀ­νέ­στη» ν᾽ ἀδειάσουν οἱ ἐκκλησίες· νὰ μείνῃς μέχρι τὸ τέλος τῆς λειτουργίας, καὶ τότε θ᾽ ἀ­κού­σῃς ἐκεῖνο τὸν λόγο τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστό­μου· «Ἡ τράπεζα γέμει, τρυφήσατε πάν­τες. Ὁ μόσχος πολύς, μηδείς ἐξέλθῃ πεινῶν». Ὁ «μόσχος ὁ σιτευτός», ποὺ λέει σήμερα τὸ εὐαγγέ­λιο, εἶνε τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας.

* * *

Βλέπετε, ἀδελφοί μου, τὰ μεγαλεῖα τοῦ Χρι­στοῦ; Ὅταν καθήσῃς κάτω καὶ σκεφθῇς τὰ πράγματα αὐτά, ὅταν σκεφθῇς ὅτι μιὰ σταλα­γματιὰ ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἔπεσε πάνω στὴν ἁμαρτωλὴ ψυχή μου καὶ στὴν ἁ­μαρτωλὴ ψυχή σου, ἔγινε πέλαγος καὶ Ἰορδάνης καὶ καταρράκτης Νιαγάρας καὶ ἔπλυνε τὰ ἁμαρτήματά μας, ὅταν τὰ σκεφθῇς αὐτά, ἡ καρδιά σου γεμίζει ἀπὸ εὐσπλαχνία, ἀπὸ ἀ­γάπη, ἀπὸ εὐγνωμοσύνη, καὶ λές· Χριστέ, σ᾽ εὐ­χαριστῶ.

Πῶς ἀλλιῶς θὰ ξεπληρώσουμε, μὲ τί τρόπο θὰ δείξουμε τὴν ἀγάπη – τὴν εὐ­γνωμοσύνη μας στὸ Χριστό, μὲ ποιό μέσο; Ὄχι μιὰ ζωὴ ἀλλὰ καὶ χίλιες ζωὲς νὰ εἴχαμε καὶ νὰ τὶς θυσιάζαμε γιὰ τὸ Χριστό, δὲν ξεπληρώναμε τὸ χρέος ποὺ ἔχουμε ἀπέναντί του. Τί ζητάει ἀπὸ μᾶς;

Νὰ ποῦμε ἕνα εὐχαριστῶ άνθρωπέ μου· Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο, δουλειά· ἔλα λοιπὸν τουλάχιστον τὴν Κυριακή, στάσου μιὰ ὥρα μέσα στὴν ἐκκλησιὰ καὶ πές ένα :

"Χριστέ μου, σ᾽ εὐχαριστῶ".


Ὦ ἀδελφοί μου· ἂν δὲν μετανοήσουμε σὰν τὸν ἄσωτο, ἂν δὲν ποῦμε τὸ «Ἥμαρτον», ἂν δὲν ποῦμε τὸ

«Μνήσθητί μου…», τότε μπορεί καμμιὰ νύχτα, ἐκεῖ ποὺ κοιμόμαστε, σπίτια, παλάτια, δικαστήρια, στρατῶνες,

τὰ πάντα, θὰ γίνουν γῆς Μαδιάμ. Ἂς προλάβουμε, ἂς με­τανοήσουμε, ἂς πέσουμε στὰ γόνατα ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, νὰ ζητήσουμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.

Καὶ ὅπως ὁ ἄσωτος εἶπε τὸ «Ἥμαρτον», νὰ ποῦμε κ᾽ ἐμεῖς «Χριστέ, ἥμαρτον· ἥ­μαρτον, Χριστέ»· ἵνα διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπερ­αγίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων ἐλεήσῃ καὶ σώσῃ ἡμᾶς· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος