Τί σημαίνει όμως «Χαναναία»;

Δὲν εἶνε ὄ­νομα προ­σωπικό της· εἶνε ὄνομα ἐθνικό, δηλώ­­νει τὴ χώρα της. Ὅπως ἐμεῖς λέμε Μακεδό­νισσα, Θρᾳκιώτισσα, ἔτσι τὸ ὄνομα «Χανα­ναία» φανερώνει τὴν καταγωγή της· ἦταν ἀπὸ τὰ ἔ­θνη τῆς γῆς Χαναὰν ἐκεῖ στὰ «μέρη Τύρου καὶ Σιδῶνος» .Ὅλοι ἐκεῖ ἦταν εἰδωλολά­τρες· προσκυνοῦσαν «θεοὺς» ψευδεῖς, τελοῦσαν ὀρ­γι­αστικὲς τελετές, ἀσκοῦσαν τὴ μαγεία. Ἀπὸ ᾽κεῖ λοι­πὸν ἦταν ἡ γυναίκα αὐτή...
Ὅταν ὁ Χριστὸς περιοδεύοντας ἔφτασε καὶ στὰ σύνορα τοῦ Ἰσραὴλ μὲ τὴν Τύρο καὶ τὴ Σιδῶνα, ἡ Χαναναία τὸ ἄκουσε, καὶ τί ἔκανε· σηκώθηκε, πέρασε τὰ σύνορα, ἔμαθε ποῦ μπο­­ρεῖ νὰ τὸν βρῇ, καὶ μόλις τὸν εἶδε ἄρχισε νὰ τοῦ φωνάζῃ· «Ἐλέησόν με…» !

Τί ν᾽ ἀ­πασχολοῦσε όμως αὐτὴ τὴν γυναῖκα;

Εἶχε στὸ σπίτι τραγῳδία, τραγωδία οἰ­κο­γενει­ακή. Τὸ μονάκριβο κορίτσι της δὲν ἦταν κα­λά. Ἦταν ἄρ­ρωστο;  Έπασχε ἀπὸ ἀσθένεια πνευματική, εἶ­χε δαιμόνιο. Ὅταν τὴν ἔπιανε κρίση ἔπεφτε κάτω, σπαρταροῦσε σὰν τὸ ψάρι, ἄ­φριζε, ἔτριζε τὰ δόντια του· ἦταν κάτι ἀξιοθρήνητο. Ἡ μάνα ἀσφα­λῶς θὰ φρόντισε· τὴν πῆγε σὲ γιατρούς, πῆρε φάρμακα, δὲν θὰ κατέφυγε λέτε καὶ σὲ μάγους ἀ­κό­μα; Τίποτα ὅμως· ἡ κόρη ἔμενε ἀθεράπευτη.

Τώρα λοιπόν, μόλις ἄκουσε ὅτι ὁ Χριστὸς πλησίασε ἐκεῖ, μιὰ ἐλπίδα φώτισε μέσα της· «Αὐτὸς μπορεῖ νὰ τὴ θεραπεύσῃ!». Ἔτσι ἔφτα­σε κοντά του φωνάζον­τας. Καὶ προσέξτε τί ἔ­λεγε· ὄχι «ἐλέησε τὴν κόρη μου», ἀλ­λὰ κάνει δικό της προσωπικά τὸν πόνο τοῦ παιδιοῦ της, καὶ φωνάζει «Ἐλέησόν με·…ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονί­ζεται» Αλλά ὁ Χριστός δὲν ἀπαντᾷ· σωπαίνει...

Φαίνεται ὅτι ἀδιαφορεῖ. Μὰ μπορεί να ἀδιαφορεῖ Αὐτός, ποὺ εἶνε ὠκεανὸς ἀ­γάπης καὶ ἐλέους; Ἔχει τὸ σκοπό του· θέλει, ἡ γυναί­κα νὰ φανε­ρώσῃ ὅλη τὴν πίστι της. Καί όσο αὐτὴ ἐπιμέ­νει νὰ φωνά­­ζῃ, ὁ Χριστὸς σιωπᾷ. Ἔρχονται οἱ μαθηταὶ καὶ λένε· Κύριε, ἀπόλυσέ την, κάν᾽ της τέλος πάντων αὐτὸ ποὺ θέλει, νὰ μὴ μᾶς ἐνοχλῇ. Ὁ Χριστὸς σκληρύνει τὴ στά­σι του· «Οὐκ ἀπεστά­­λην εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπο­λωλότα οἴ­κου Ἰσραήλ», λέει . Ἐννοοῦσε δηλαδή ότι: Πρὸς τὸ πα­ρὸν περιορίζομαι στὸ λαὸ τοῦ Ἰσραήλ, ποὺ πρέ­πει πρῶτος ν᾽ ἀκούσῃ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ· μετὰ τὴν Ανά­στασή μου θὰ σπάσει τὸ φράγμα τῶν συνόρων καὶ οἱ μαθηταί μου θὰ πορευθοῦν καὶ πρὸς τοὺς εἰδωλολάτρες. Τώρα όμως ἡ ἀ­ποστολή μου εἶνε μόνο στὴν Ἰουδαία !

Ἡ γυναίκα ἔρ­χεται πάλι καὶ πέφτει μπροστά του παρακαλώντας· «Κύριε, βοήθει μοι». Καὶ ὁ Χριστός; Γίνεται ἀ­κόμη πιὸ σκληρός. Ὅπως τὸ γεωτρύπανο βυθίζεται στὴ γῆ, ἔτσι καὶ ὁ λόγος του τρυπάει τὰ σπλάχνα της· «Δὲν εἶνε σωστό, τής λέει, τὸ ψωμὶ πού ᾽νε γιὰ τὰ παιδιὰ νὰ τὸ ῥίξουμε στὰ σκυλιά...».

Καὶ ἡ γυναίκα; Δὲν θεώρησε τὰ λόγια αὐ­τὰ ὕβρι· ἐπέμεινε ἀ­κόμη περισσότερο καὶ ἁρπάζοντας τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Χριστοῦ τὰ ἔκανε ὅπλο, καὶ μ᾽ αὐτὰ νίκησε τὸν Ἀήττητο! Ναί, Κύριε, εἶπε· δὲν εἶ­μαι ἐγὼ ἀπὸ τὴν Ἰουδαία, ἀπὸ τὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ· σκυλάκι εἶμαι, σκύλος ἀκάθαρτος ὅπως ὅλοι οἱ εἰδωλολάτρες. Ἀλλ᾽ ὅπως τὰ σκυλάκια περιμένουν κάτω ἀπ᾽ τὸ τραπέζι νὰ πέσει καν­ένα ψίχουλο νὰ φᾶνε κι αὐτά, ἔτσι κ᾽ ἐγώ· δὲν σοῦ ζητῶ πολλά, ἕνα ψίχουλο ζητῶ· μοῦ φτά­νει ἕ­να ψίχουλο ἀπὸ τὴν ἀγάπη κι᾽ εὐσπλαχνία σου.
Τότε πιά, ὅταν ἔλαμψε ἡ ἀξία της, ὁ Χριστὸς κάμ­πτεται καὶ λέει μὲ θαυμασμό· «Ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις! γενηθήτω σοι ὡς θέλεις». Νά λοιπόν γιατί τὴν παίδεψε τόσο· γιὰ νὰ ξεσκεπάσει την πίστη της και να τὴν κάνει ὑπόδειγμα σὲ ὅλους!

* * *

Αὐτὸ εἶνε μὲ λίγα λόγια τὸ Εὐαγγέλιο.
Ἕνας ὅμως ποὺ τ᾽ ἀκούει μπορεῖ νὰ πῇ· Ἐμένα αὐτὸ δὲν μ᾽ ἐνδιαφέρει. Αὐ­τὴ εἶχε δαιμονιζόμενη τὴν κόρη της, ἐγὼ δὲν ἔχω στὸ σπίτι κανένα δικό μου δαιμονιζόμενο...
Ἀλλὰ κάθε ἄνθρωπος, ἀγαπητοί μου, καὶ αὐ­τὸς ποὺ εἶνε ἄτεκνος, ἔχει κάτι ἀνώτερο ἀπὸ μιὰ «θυγατέρα». Ποιά εἶν᾽ αὐτή; Ἡ «θυγατέρα», γιὰ τὴν ὁποία πρέπει νὰ ἐνδιαφέρεται, ὅπως λέει τὸ Ψαλτήρι, εἶνε ἡ ψυχή μας. Σῶσε τὴ μονάκριβή μου! παρακαλεῖ ὁ Δαυΐδ· «Κύριε, …ῥῦσαι ἀπὸ ῥομφαίας τὴν ψυχήν μου, καὶ ἐκ χειρὸς κυνὸς τὴν μονογενῆ μου» (Ψαλμ. 21,21· βλ. & 34,17).

«Τὴν μονογενῆ μου», λέει, τὴ μονάκριβη. Γιατὶ μιά ψυχὴ ἔχουμε, κι ἅμα τὴ χάσουμε εἶνε ἀδύνατον πιὰ νὰ βροῦ­με ἄλ­λη ψυχή.

Καί όπως ἡ Χαναναία εἶχε μιά θυγατέρα, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς ὅλοι ἔχουμε μιά μονάκριβη ψυχή. Καὶ ὅπως ἡ Χαναναία πονοῦσε τὴ θυγατέρα της, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς νὰ πονοῦμε γιὰ τὴν ψυχή μας. Γιατὶ κι αὐτὴ εἶνε – τί; ἄρρωστη. Ἂν εἴχαμε μάτια ἀγγελικά, θὰ βλέπαμε ὅτι ἡ ψυχή μας εἶνε ἀσθενής. Ὄχι ἁπλῶς ἀσθενής. Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου τοῦ αἰῶνος τούτου, παρὰ τὰ ἐπιτεύγματά του, εἶνε σοβαρότατα ἀ­σθενής· Μὴ τρομάξετε ἂν σᾶς πῶ ὅτι δαιμονίζεται.

Ζοῦμε σὲ ἐποχὴ δαιμονική, ἀδελφοί μου. Ἂν ἐξετάσῃ κανεὶς ἐπιμελῶς καὶ τὸν ἑαυτό του, θὰ δῇ ὅτι ( κάποιες φορές, λίγες ή πολλές…) ἔρχεται ὥρα δαιμονίου.

Σῶσε με, Κύριε, «ἐκ δαιμονίου μεσημβρινοῦ» .Ἔρχεται ἡ ὥρα τῶν δαιμονί­ων· τοῦ θυμοῦ, τῆς ἐπιθυμίας, τῆς κενοδοξίας, τῆς ὑ­περηφανείας, τῆς πλεονεξίας, τῆς φιλαργυρίας, τῆς ἀ­δικίας, τῆς ἐκμεταλλεύσεως, τοῦ φθόνου, τῆς πορνείας, τῆς μοιχείας, τῆς ἀκαθαρσίας, τῆς ἀπιστίας… Πολλὰ τὰ δαιμόνια ποὺ ταράζουν τὸν ἄνθρωπο.
Τίποτ᾽ ἄλλο μὴ φοβᾶστε ὅσο τὸν ἑαυτό σας. Φοβε­ρὸ ἡφαίστειο ὁ ἄνθρωπος· ἐκεῖ ποὺ φαίνεται ἥσυχος, ξαφνικὰ ἐκρήγνυται. Ἔχει, ὅπως λένε οἱ ψυχολόγοι, στὸ λεγόμενο ὑποσυνείδητο, ἕνα κόσμο δαιμονικό. Καὶ ὁ πιὸ ἥσυχος ἄνθρωπος –ὁ Θεὸς νὰ φυλάξῃ– ἔχει τὸ πεντάλεπτο τῆς τρέλλας.

Βλέπεις ἄνθρωπο ἥσυχο, εἰρηνικό, σὲ μιὰ στιγμὴ νὰ τ᾽ ἀνατρέπῃ ὅλα, νὰ τὰ κάνῃ σμπαράλια. Κι ὅταν τὸν ῥωτάῃ ὁ δικαστὴς στὸ ἑδώλιο τοῦ κατηγορουμένου,

-–Πῶς ἐσύ, ποὺ ποτέ δὲν ἀπασχόλησες τὴν ἀ­στυνομία καὶ εἶχες λευκὸ τὸ μητρῷο σου, ἔ­κα­νες αὐτὸ τὸ ἔγκλημα; ἀπαν­τᾷ·

-–Μ᾽ ἔβαλε ὁ διάβολος… Μεγάλος λόγος αὐτός, ποὺ ἔκανε τὸ Ντοστογιέφσκυ νὰ γράψῃ τοὺς «Δαιμονισμένους».
Σῶσε μας, Κύριε, «ἡ θυγάτηρ» μας, ἡ ψυχή μας η μονάκριβη, «κα­κῶς δαιμονίζεται». Ὅποιος δὲν τὸ βλέπει αὐτό, εἶνε ἐκτὸς πραγματικότητος. Γι᾽ αὐτὸ παρακαλοῦμε στὴν προσευχή μας «Καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ» (Ματθ. 6,13).

Δαιμονίζεται λοιπὸν ἡ ψυχή, ἀλλὰ δαιμονίζεται καὶ ἡ κοινωνία παρὰ τὰ ἐπιτεύγματα τοῦ αἰῶνος μας. Τρία δαιμόνια σήμερα κάνουν θραῦσι:

Τὸ δαιμόνιο τῆς ἀθεΐας, τὸ δαιμόνιο τοῦ πανσεξουαλισμοῦ, καὶ τὸ δαιμόνιο τοῦ ἐγωισμοῦ καὶ τῆς ὑπερηφανείας, τὸ ὁποῖο ἐνσαρκώνουν οἱ δύο μεγάλες ἀντίπαλες δυνάμεις ποὺ εἶνε ἕ­τοιμες καὶ πάλι νὰ συγκρουσθοῦν.

Δαιμονίστηκε ἡ ἀν­θρωπότης τὸ 1914 καὶ ἔπεσε στὸν Πρῶτο Παγκόσμιο πόλεμο, δαιμονίστηκε τὸ 1940 καὶ ἔπεσε στὸν Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο· καὶ τώρα ὑπάρχει κίνδυνος νὰ πέσῃ σὲ Τρίτο Παγκόσμιο πόλεμο, ποὺ θὰ εἶνε πλέον ὁ Ἁρμαγεδὼν τῆς Ἀποκαλύψεως (Ἀποκάλυψη-- 16,16), και θα είναι ὁ τάφος τῆς ἀνθρωπότητος !!!

* * *

Αδελφοί μου, ζοῦμε σὲ κόσμο δαιμονίων. Θ᾽ ἀπελπιστοῦμε; Ὄχι! Ὅπως ἡ Χαναναία δὲν ἀπελπίστηκε, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς νὰ πιστεύουμε ὅτι ὑπάρχει σωτηρία, κι ὅτι μόνο τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, «τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα» μπορεῖ νὰ σώσῃ τὴν ἀν­θρωπότητα. Ὁ Χριστός, ὅπως θεράπευσε τὴ θυγατέρα τῆς Χαναναίας, μπορεῖ νὰ θεραπεύσῃ καὶ τὴ δική μας ψυχή, καὶ τὴ δική μας κοινωνία, καὶ τὴν ἀνθρωπότητα ὁλόκληρη.

Νὰ μιμηθοῦμε τὴν Χαναναία. Ὅπως ἐκείνη ἐπέμενε νὰ λέῃ τὸ «Κύριε, ἐλέησον», ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς νὰ χρησιμοποιοῦμε τὸν ἀσύρματο ποὺ λέγεται προσευχή. Δὲν ἀπαιτεῖται νὰ πᾷς στὸ Ἅγιο Ὄρος καὶ νὰ γίνῃς ἀσκητής. Εὔκολη εἶ­νε ἡ σωτηρία· πίστι στὸν Ἰησοῦ Χριστό, καὶ προσευχὴ ἀδιάλειπτος χρειάζεται.

«Ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε», λέει ὁ Απόστολος Παῦλος (Α΄ Θεσ. 5,17). Μεγάλο ὅπλο ἡ προσευχή, τὸ «Κύριε, ἐλέησον». Ἕνα «Κύριε, ἐλέη­­σον», ποὺ θὰ πῇς μὲ τὴν καρδιά σου, ἀξίζει παραπάνω ἀπὸ δέκα ὧρες βαττολογίας και πολυλογίας απέναντι του Θεού (Ματθ. 6,7). Δὲν εἶνε ψέμα ότι ἡ θρησκεία μας, ἔχει μεγαλεῖα, έχει πραγματικότητες, ὀντότητες, μυστικὰ ὅπλα. Μὲ ἕνα «Κύριε, ἐλέησον» μπορεῖ νὰ κατεβάσῃς τὰ ἄστρα στὴ γῆ καὶ ν᾽ ἀνεβῇς ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό.

Τὸ «Κύριε, ἐλέησον» ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μπορεῖ νὰ τὸ πῇ καθένας· καὶ ὁ σοφός, καὶ ὁ ἀγράμματος, καὶ ἡ γυναίκα καὶ τὸ παιδὶ καὶ ὁ ἄντρας. «Κύριε, ἐλέησον», λοιπόν, ἀδιαλείπτως· τὸ πρωί, στὸ τραπέζι, τὸ βράδυ, στὴ δουλειά, στὸ ταξίδι, ὅπου νὰ εἶ­σαι. Πέστε το θερμά, μὲ ὅλη σας τὴν καρδιά, ὄχι με χασμουρητά, βαρυεστημένα καὶ ἀδιάφορα, ἀλλὰ ὅπως ἡ Χαναναία.

«Κύριε, ἐλέησον» λοιπόν. Πές το, σὺ ὁ ἄν­τρας, ποὺ ἔχεις δύστροπη γυναῖκα. Πές το, εσὺ ἡ γυναίκα, ποὺ ἔχεις σκληρὸν ἄντρα. Πές το, σὺ ὁ πατέρας, ποὺ ἔ­χεις παιδὶ ἀπείθαρχο. Ἂς τὸ ποῦμε ὅλοι γιὰ τοὺς νέους μας ποὺ κινδυνεύουν, γιὰ τοὺς ἐκπαιδευτικούς μας ποὺ κοπιάζουν, γιὰ τοὺς ἱερεῖς μας ποὺ πολεμοῦνται. Νὰ τὸ πῆτε καὶ γιὰ τὸν ἐπίσκοπό σας, ποὺ δίνει μεγάλο ἀγῶνα ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος. Νὰ τὸ πῆτε γιὰ τὸ ἔθνος μας, ποὺ δέχεται ἐπιθέσεις ἀπὸ παν­τοῦ. Ἂς τὸ ποῦν καὶ τ᾽ ἀθῷα νήπια μέσ᾽ στὶς κούνιες τους καὶ οἱ ἥρωες μέσ᾽ ἀπὸ τοὺς τάφους των!

Ὁ μεγάλος σύγχρονος ἅ­γιος τῆς Σερβίας Ἰουστῖνος Πόποβιτς ἄφησε μιὰ σπάνια προσευχὴ καὶ πρὸς τὰ διάφορα κτίσματα· «Μητέρα, ἐλέησον! Φίλε, ἐλέησον! Χορταράκι, ἐλέησον!… Πουλάκι, ἐλέησον!… Ὅλα τὰ ὄντα σ᾽ ὅλους τοὺς κόσμους, ἐλεῆστε!».
Αὐτὸ λοιπὸν τὸ «ἐλέησον», ποὺ εἶπε σήμερα ἡ Χαναναία, ἂς γίνῃ ἡ προσευχὴ ὅλων μας για να δοῦμε στὴ ζωή μας γαλήνη, φῶς, σωτηρία. Δὲν εἶνε ψέμα ἡ πίστι μας· εἶνε ζων­τανή, ὁλοζώντανη. Ἂς τὴν πιστέψουμε, ἂς τὴν λατρεύσουμε, ἂς γίνουμε στὸ Θεὸ «ὑ­πήκοοι μέχρι θανάτου» καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν Αγίων θὰ εἶνε μαζί μας· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος