Ἐμένα ῥωτᾶτε; ῾Ρωτῆστε ἕναν ἄλλο πλούσιο, ῥωτῆστε ἂς ποῦμε τὸν Ὠνάση, ποὺ θεωρεῖται ἀπὸ τοὺς πιὸ πλούσιους στὸν κόσμο. Εἶνε λοιπὸν εὐτυχισμένος; Δὲν χαιρόμαστε, λυπόμαστε γιὰ τὴ θλῖψι του. Εἶχε ἕνα μοναχογυιό. Ποιός; Αὐτός, ποὺ μὲ τὰ χρήματά του μποροῦσε νὰ ἔχῃ πολλὰ παιδιά. Αὐτὴ ὅμως εἶνε ἡ καταραμένη μόδα. Ἀλλὰ ἕνας γυιὸς ἴσον κανένας. Ἔκανε ἕνα γυιό, μὰ τὸν πῆρε ὁ Θεός. Πάνω στὴ θλῖψι του, θὰ ἔδινε ὅλα τὰ πλούτη του ἂν βρισκόταν τρόπος νὰ γίνῃ καλά, νὰ σωθῇ καὶ νὰ ζήσῃ τὸ παιδί του.
Βλέπετε ποιός πραγματικά εἶνε πλούσιος;
Ἐσὺ μάνα, ποὺ ἔχεις ἕνα κοριτσάκι, εἶσαι πλούσια. Ἐσὺ πατέρα, ποὺ ἔχεις ἕνα ἀγοράκι, εἶσαι πλούσιος. Ἐσὺ σύζυγε, ποὺ ἔχεις μιὰ καλὴ γυναῖκα, νά ὁ πλοῦτος σου, καὶ μὴ ζηλεύεις τὰ μάρκα καὶ τὰ δολλάρια. Ἄντε τώρα, ἅμα πεθάνῃ τὸ παιδάκι σου ἢ ἡ γυναίκα σου, βράσε τὰ δολλάρια καὶ κά᾽ν τα ζουμὶ νὰ τὸ πιῇς. Φαρμάκι εἶνε.
Δὲν ἦταν εὐτυχισμένος ὁ Ζακχαῖος.
Ὅταν περνοῦσε στὸ δρόμο, τὸν φασκέλωναν βρίζοντας· Τὸν κλέφτη, τὸν λωποδύτη, τὸν ἀπατεῶνα, τὸν κακοῦργο!… Δὲν εἶχε καμμιά ὑπόληψι, καμμία ἐκτίμησι, καμμία χαρά.
Καὶ τώρα αὐτός, ἐκεῖ ποὺ ἦταν καὶ μετροῦσε τὶς λίρες, ἀκούει – τί; Χιλιάδες λαὸς φωνάζουν· Ζήτω, ζήτω!… Φωνάζουν καὶ σκορπᾶνε λουλούδια.
Μὰ ποιός ἦρθε στὴν Ἰεριχώ; περίεργο πρᾶγμα, τέτοια ὑποδοχὴ δὲν ξανάγινε. Ἄφησαν τὰ παιδιὰ τὰ μαθήματα, οἱ γυναῖκες τοὺς ἀργαλειούς, οἱ γεωργοὶ τ᾽ ἀλέτρια· καὶ ὅλοι, χωρὶς κανεὶς νὰ τοὺς ὑποχρεώνῃ, βγῆκαν στὸ δρόμο νὰ ὑποδεχτοῦν – ποιόν; Κανένα βασιλιᾶ; Ὤ, αὐτός εἶνε ὁ Βασιλιᾶς – σκῦψτε νὰ τὸν προσκυνήσετε· εἶνε ὁ βασιλεὺς Χριστός! Αὐτὸς διέσχιζε τὴν Ἰεριχώ.
῾Ρωτάει ὁ Ζακχαῖος·
–Ποιός εἶνε αυτός;
–Ὁ Χριστός, τοῦ λένε.
–Καὶ τί μπορεί να εἶνε αὐτός, ἕνας φτωχὸς ποὺ δραχμή δὲν ἔχει πάνω του;
–Κι ὅμως αὐτός γιατρεύει τὸν κόσμο!…
Τοῦ γεννήθηκε λοιπὸν περιέργεια, θέλει νὰ τὸν δῇ ποιός εἶνε. Ἐπειδὴ ὅμως εἶνε κοντὸς τρέχει πιὸ μπροστά, σκαρφαλώνει σὰν τὸ γατὶ σ᾽ ἕνα δέντρο, κι ἀπὸ ᾽κεῖ περιμένει νὰ τὸν δῇ. Φτάνοντας ἐκεῖ ὁ Χριστὸς σηκώνει τὰ μάτια, τὸν βλέπει ( κρυμμένο μέσα στις φυλωσιές πάνω στο δένδρο ) καὶ τοῦ φωνάζει·
---«Ζακχαῖε…». Τά ᾽χασε αὐτός.
-–Ποῦ μὲ ξέρει; σκέπτεται.
-–Σὲ γνωρίζει ὁ Χριστός! (ἀκούει μέσα του μιὰ φωνή), ἐκεῖνος ὅλα τὰ γνωρίζει.
--- «Ζακχαῖε», τοῦ λέει, κατέβα γρήγορα κάτω· σήμερα θὰ μείνω στὸ σπίτι σου.
-–Στὸ σπίτι μου; συλλογίζεται, σ᾽ ἐμένα τὸν κλέφτη, τὸν ἁμαρτωλό; μὰ δὲν εἶμαι ἄξιος γι᾽ αὐτό (να, ἡ συναίσθησι της αμαρτωλότητος ). Καὶ φτάνουν μαζὶ στὸ σπίτι του.
Ὅλοι οί άλλοι ὅμως σκέπτονται μέσα τους·
«Μπᾶ, σπίτι ποὺ διάλεξε νὰ πάῃ! Δὲν ἔχουμε ἐδῶ παπᾶδες καὶ τόσους ἄλλους; στὸ λωποδύτη, στὸν κλέφτη, στὸν ἀπατεῶνα ἦρθε;…»
Τότε ὁ Ζακχαῖος, μπροστὰ σὲ ὅλους καὶ μετρώντας τὰ λόγια του, λέει στὸν Ἰησοῦ· –-Κύριέ μου, σ᾽ εὐχαριστῶ· ἤμουν στὸ σκοτάδι καὶ τώρα βλέπω φῶς. Τὰ λεφτὰ λάτρευα, τίποτ᾽ ἄλλο στὸν κόσμο. Ἀλλὰ νά τώρα· τὰ μισὰ ἀπὸ τὴν περιουσία μου τὰ μοιράζω στοὺς φτωχούς. Καὶ ὅποιον ἀδίκησα σὲ κάτι, ἀπ᾽ ὅσα τοῦ ἔκλεψα τοῦ ἐπιστρέφω τετραπλάσια· Ένα 1 ἔκλεψα, 4 θὰ δώσω· 100 φράγκα ἔκλεψα, 400 θὰ ἐπιστρέψω (νά ἡ ἔμπρακτη μετάνοια). Καὶ τότε ὁ Χριστός, ὅταν ὅλοι εἶδαν τὴν ἀλλαγή, εἶπε·
–Σήμερα στὸ σπίτι ἐτοῦτο ἔγινε σωτηρία, σώθηκε ἀληθινὰ τὸ σπίτι αὐτό (Λουκ. 19,9).
* * *
Αὐτά, ἀγαπητοί μου, μᾶς λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο. Σᾶς τά ᾽πα ἁπλᾶ. Νά λοιπὸν ἕνας λύκος ποὺ ἔγινε ἀρνί. Ποιός τὸν ἄλλαξε; Ὁ Χριστός. Ἀλλὰ σήμερα τὰ ἴδια λέει καὶ σ᾽ ἐμᾶς· τὴν ἴδια ἀπόφασι πρέπει νὰ πάρουμε κ᾽ ἐμεῖς.
Ποιός ὅμως τὰ κάνει αὐτά; βρέθηκε κανένας πλούσιος νὰ πῇ, Δίνω τὰ μισὰ ἀπ᾽ ὅσα ἔχω γι᾽ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἀνάγκη κι᾽ εἶνε ἀβοήθητοι; Οὔτε ἕνας. Γιὰ γλέντια, διασκεδάσεις, χαρτοπαίγνια; σπαταλοῦν ἑκατομμύρια. Νά γιατί ὁ κόσμος «πάει κατὰ διαόλου».
Ἂν ἀνοίγαμε τ᾽ αὐτιά μας κι ἀκούγαμε τὸ Εὐαγγέλιο!… Δεξιοὶ – ἀριστεροί, ἄσπροι – μαῦροι καὶ ὅλων τῶν χρωμάτων, Κινέζοι καὶ Γιαπωνέζοι, ῾Ρῶσοι καὶ Ἀμερικᾶνοι, ὅλοι τὸ Εὐαγγέλιο ἔχουμε ἀνάγκη· τὰ ἄλλα εἶνε χάπια ποὺ δὲν θεραπεύουν. Ἕνα εἶνε τὸ φάρμακο – πιστέψτε το, τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ μας.
–-Μὰ ἐμᾶς, θὰ πῆτε, τί μᾶς ἀνακατεύεις μὲ ἑκατομμυριούχους; ἐμεῖς εἴμαστε φτωχοί.
--- Εἶστε όμως εὐλογημένοι ! Ὅπου πέσουν λεφτά, ὁ ἄνθρωπος χαλάει. Τὸ χρῆμα εἶνε διάβολος. Εἶνε ἄλογο ποὺ δύσκολα τὸ κυβερνᾷς· τὸ γαϊδουράκι πειθαρχεῖ, τὸ ἀτίθασο ἄλογο σὲ ῥίχνει κάτω, τσακίζεις τὰ πλευρά σου. Εἶνε ἁμάξι ποὺ τρέχει καὶ χάνεις τὸν ἔλεγχό του.
Ἐσεῖς τὰ φτωχαδάκια, μιμηθῆτε τοὺς πρώτους Χριστιανούς· τὰ χέρια σας μακριά ἀπὸ κλεψιά. Λέει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός· Ἔχεις 100 πρόβατα· θέλεις νὰ μὴ σοῦ μείνῃ οὔτε ἕνα; κλέψε 1 ξένο, βάλ᾽ το ἀνάμεσά τους, καὶ θὰ τὰ χάσῃς ὅλα (βλ. ἡμέτ. βιβλ. Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, διδ. Δ΄, σσ. 166-7).
Φωτιὰ εἶνε στὸ σπίτι τὸ ξένο πρᾶγμα. Μακριά ἀπ᾽ αὐτό· οὔτε βελόνα! Νὰ κοπιάζῃς μὲ τὸν ἱδρῶτα σου, καὶ τότε τὸ ψωμάκι ποὺ τρῶς εἶνε εὐλογημένο· κόψε ἕνα κομμάτι ἀπ᾽ αὐτό, δῶσε καὶ στὸ φτωχό, νὰ πᾷς στὸν Παράδεισο.
Σᾶς ἐξήγησα· μαντρὶ ἡ Ἐκκλησία, πρόβατα ἐμεῖς, λύκοι οἱ ἄνθρωποι τοῦ κακοῦ, τσοπᾶνος ὁ Χριστός μας. Ἔρχονται χρόνια ἄσχημα. Θ᾽ ἀδειάσῃ ἡ ἐκκλησία, πολλοὶ θὰ πᾶνε στὰ διάφορα συστήματα. Τὸ εἶπε ὁ Κύριος, θά ᾽ρθουν «ψευδοπροφῆται» (Ματθ. 24,11).
«Ὅσοι πιστοί» λοιπόν, κοντὰ στὸ Χριστό! Μόνο αὐτὸς παίρνει λύκο καὶ τὸν κάνει ἀρνί, παίρνει κοράκι καὶ τὸ κάνει περιστέρι. Σ᾽ αὐτὴ τὴν ἅγια Ἐκκλησία μας νὰ μείνουμε ἀφωσιωμένοι. Ὁ δὲ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς διὰ πρεσβειῶν πάντων τῶν Αγίων νὰ εἶνε μαζί μας.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος