Τί λέει τὸ ( σημερινό ) Εὐαγγέλιο; Διηγεῖται ἕνα θαῦμα τοῦ Χριστοῦ. Ποιό θαῦμα; Ὁ Χριστός, βαδίζοντας μαζὶ μὲ τοὺς μαθητάς του ἔφθασε ἔ­ξω ἀπὸ ἕνα χωριό. Ἐκεῖ ἀκούστηκε μιὰ δυνα­τὴ φωνή. Γυρίζει καὶ τί βλέπει· ἡ φωνὴ ἔβγαινε ἀπὸ τὰ λαρύγγια ἀνθρώπων πονεμένων. Τί ἦταν αὐτοί, τί ζητοῦσαν; λεφτὰ ἤθελαν; Τί νὰ τὰ κάνῃς τὰ λεφτά;

Παραπάνω ἀπ᾿ τὰ λεφτὰ τι εἶναι ; Ἡ ὑγεία !

Εὐτυχὴς ὅποιος ἔχει τὴν ὑ­γειά του. Λένε γιὰ τὸν πιὸ πλούσιο τῆς Ἑλλάδος, ποὺ ἡ θάλασσα γέμισε ἀπ᾿ τὰ καράβια του, ὅτι ὅταν ἀρρώστησε καὶ τὸν πῆγαν στὸ Παρίσι, εἶπε·

-- Γιατρέ, σοῦ δίνω ὅ,τι θέλεις, ἀρ­κεῖ νὰ μοῦ δώσῃς τὴν ὑγεία μου…

Ἐμεῖς εδώ ἔχου­με τὴν ὑγειά μας αλλά δὲν εὐχαριστοῦμε τὸν Θεό.
Αὐτοὶ λοιπὸν ἦταν ἄρρωστοι. Ἔπασχαν –Θε­ὸς φυλάξοι– ἀπὸ λέπρα, μιὰ ἀρρώστια ποὺ τό­τε δὲν θεραπευόταν (τώρα θεραπεύεται). Ἡ λέπρα γεμίζει τὸ δέρμα τοῦ ἀνθρώπου μὲ σπυ­ριά, τὰ σπυριὰ γίνονται πληγές, οἱ πληγὲς σαπίζουν· καταστρέφονται τὰ χείλη, ἡ μύτη, τὰ μάγουλα, τὰ δάχτυλα… Καὶ ἡ πιὸ ὡραία γυναίκα γίνεται ἡ πιὸ ἄσχημη, καὶ ὁ πιὸ ὡραῖος ἄντρας παραμορφώνεται καὶ ἀκρωτηριάζεται.

Ὑποφέρουν, δὲν μποροῦν νὰ κοιμηθοῦν, θέλουν συνεχῶς νὰ ξύνωνται, σὰν τὸν Ἰώβ. Βασανισμένη ζωή. Καὶ τὸ χειρότερο, ἡ λέπρα ἦταν κολλητική.

Γι᾿ αὐτὸ τοὺς λεπροὺς τοὺς ἔδιωχναν μακριὰ ἀπὸ τὶς πόλεις. Πήγαιναν οἱ ταλαίπωροι σὲ ἔρημα μέρη, μέσα σὲ σπηλιές. Τοὺς φοροῦσαν σάβανο. Κι ὅπως στὰ γίδια κρεμᾶνε κουδούνια, ἔτσι σὲ κάθε λεπρὸ κρεμοῦσαν ἕνα κουδούνι, γιὰ νὰ χτυπάῃ ν᾿ ἀκοῦ­νε οἱ ἄλλοι καὶ νὰ φεύγουν μακριά…

Κι αὐτοὶ λοιπὸν ἦταν σὲ μιὰ σπηλιά· μακριὰ ἀπὸ τὴ μάνα καὶ τὸν πατέρα τους, μακριὰ ἀπὸ τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά τους, μακριὰ ἀπ᾿ τὴν κοινωνία. Καὶ τώρα, ὅταν εἶδαν τὸ Χριστό, πῆ­ραν θάρρος καὶ φώναξαν· «Ἰησοῦ ἐπιστάτα ( διδάσκαλε ), ἐ­λέησον ἡμᾶς» (Λουκ. 17,13). Εἶπαν δηλαδὴ τὸ «Κύριε, ἐλέησον», ποὺ λέμε κ᾿ ἐμεῖς σήμερα.

Ἀλλὰ πῶς τὸ λέμε ἐμεῖς! Ἐκεῖνοι τὸ εἶπαν μὲ ὅλη τὴν καρδιά τους. Ἂν πῇς τὸ «Κύριε, ἐλέησον» ἔτσι, τότε και τὰ ἄστρα κατεβάζεις ἀπὸ τὸν οὐρανό…

Ζήτησαν λοιπὸν τὸ ἔλεος τοῦ Ἰησοῦ. Καὶ ὁ Χριστός; Τοὺς ἔκανε καλά. Πῶς; μὲ φάρμακα, μὲ συνταγές; Μόνο μὲ τὸ λόγο του· εἶπε καὶ θεραπεύθηκαν. Μετὰ τοὺς ἔστειλε στοὺς ἱερεῖς , κι ἀπὸ ᾿δῶ βλέπουμε, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν κατήργησε τὸ ἱερατεῖο. Νὰ πᾶτε στοὺς ἱ­ερεῖς, εἶπε. Γιατί; Διότι αὐτοί, σύμφωνα μὲ τὸ Μωσαϊκὸ νόμο, ἦταν τότε καὶ οἱ γιατροί.
Πῆγαν λοιπὸν στοὺς ἰατροὺς-ἱερεῖς. Καὶ ἐνῷ πήγαιναν, στὸ δρόμο –ὤ τῶν θαυμάτων σου, Χριστέ!– θεραπεύτηκαν. Ὅπως ἡ νοικοκυρὰ καθαρίζει τὸ ψάρι ἀπὸ τὰ λέπια, ἔτσι οἱ πληγές τους καθαρίστηκαν· τὸ δέρμα τους ἔγινε σὰν τοῦ νεογέννητου παιδιοῦ.

Θαῦμα μεγάλο. Κι αὐτοὶ ἦταν δέκα. Τί ἔ­πρε­­πε νὰ κάνουν; Ἔπρεπε νὰ γυρίσουν πίσω, νὰ ποῦν στὸ Χριστὸ ένα «Σ᾿ εὐχαριστοῦμε».

Γύρισαν; Μπᾶ, τίποτα! Πήγαν στὰ σπιτάκια τους, στὴ μά­να, στὴ γυναῖκα καὶ στὰ παιδιά τους. Τὸν Χριστὸ τὸν ἄ­φησαν. Ἕνας μόνο ἀπ᾿ αὐτοὺς γύρισε πίσω, ἔ­πεσε στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ καὶ εἶ­πε·

–Σ᾿ εὐ­χαριστῶ. Καὶ ὁ Χριστὸς εἶπε τὸ πα­ράπονό του·

–Ἐγὼ δέκα ἐκαθάρισα· ποῦ εἶναι οἱ ἄλλοι ἐννέα;…

* * *

Μεγάλο τὸ παράπονο αὐτὸ τοῦ Χριστοῦ. Καὶ τὸ εὐαγγέλιο αὐτὸ ταιριάζει πολὺ καὶ σ᾿ ἐμᾶς σήμερα. Διότι δυστυχῶς δὲμ μοιάζουμε μὲ τὸν ἕνα, ποὺ εἶχε στὸ στόμα τὸ εὐχαριστῶ, ἀλλὰ μὲ τοὺς ἐννιά. Ἐνῷ μέρα – νύχτα ὁ Θεὸς μᾶς εὐεργετεῖ, δὲν ἀκούει ἕνα εὐχαριστῶ.

Οὔτε τὴν Κυριακὴ δεν τρέχουμε στὴν ἐκκλησία Του. Και άν παρατηρήσετε, μέσ᾿ στοὺς δέκα ἕνας ἐκκλησιά­ζεται – ἀκριβῶς τὸ ἴδιο ποσοστό. Ἂν ἕνα χωριὸ ἔχῃ 700 κατοίκους, εἶνε ζήτημα ἂν τὴν Κυριακὴ ἐκκλησιάζονται 100, δηλαδή τὸ ἓν δέκατον.

Οἱ ἄλλοι ποῦ εἶνε; Λησμονοῦν τὶς ποικίλες καὶ ἀνέκφραστες εὐεργεσίες τοῦ Χριστοῦ, ὑλικὲς καὶ πνευματικές.

–-Καλά τώρα, καὶ δηλαδή τί εὐεργεσίες μᾶς κάνει ὁ Χριστός;

Δὲν ντρέπεσαι νὰ τὸ λές; Ὁ Χριστός, παρα­­πάνω κι ἀπὸ τὴ μάνα κι ἀπὸ τὸν πατέρα κι ἀπὸ κάθε ἄλλον, αὐτὸς εἶνε ὁ πιὸ μεγάλος εὐεργέτης. Μᾶς εὐεργετεῖ μέρα – νύχτα. Ποιά εἶνε τὰ καλὰ τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀπολαμβάνουμε; Δὲν ἔχεις μάτια, δὲν ἔχεις αὐτιά; Κοίταξε νὰ δείς…

Τὸ νερὸ ποὺ πίνεις, τίνος εἶναι; Τοῦ Χριστοῦ εἶναι. Αὐτὸς ( ως Δημιουργός του σύμπαντος Κόσμου) ἔκανε τὶς πηγές, τὰ ποτάμια, τὶς λίμνες, τὶς θάλασσες, τοὺς ὠκεανούς· αὐτὸς μᾶς δροσίζει κάθε μέρα.

Ἀχάριστε ἄνθρωπε, δὲν τὸ ἐκτιμᾷς; Θά ᾿ρθῃ όμως μέρα ποὺ θὰ στερέψουν οἱ πηγές, καὶ τότε; μιὰ λίρα νὰ δίνῃς, ἕνα ποτήρι νερὸ δὲν θὰ βρίσκῃς νὰ πιῇς...

Τί ἄλλο; Ὁ ἥλιος. Ποιός ἔκανε τὸν ἥλιο; Ὁ Χριστός !

Δισεκατομμύρια κιλοβὰτ στέλνει, φωτίζει θερμαίνει καὶ ζωογονεῖ τὴ γῆ. Θά ᾿ρθῃ όμως ὥρα ποὺ θὰ σβήσει ὁ ἥλιος. Καὶ ὅπως στὴν ἐποχὴ ποὺ σταύρωσαν τὸ Χριστὸ ἔγινε σκότος Παγκόσμιο «ἀπὸ ὥρας ἕκτης ἕως ὥρας ἐνάτης» (Ματθ. 27,45), ἔτσι κάποτε θὰ σβήσῃ ὁ ἥλιος…

Ἔπειτα οἱ καρποὶ ποὺ τρῶμε· τὰ ἀχλάδια, τὰ μῆλα, τὰ πορτοκάλια, τὰ λεμόνια, τὰ σταφύλια, οἱ ἐλιές, ὅλα τοῦ Χριστοῦ εἶνε. Ἂς μαζευτοῦν ὅλοι οἱ ἐπιστήμονες νὰ φτιάσουν ἕνα μῆλο, μιὰ ἐλιά. Ἀδύνατον.
Ἀκόμη τὸ χῶμα ποὺ πατοῦμε; Ὅταν τὸ ποτίσῃ ἡ βροχή, ζωογονεῖται καὶ βγάζει χιλιάδες πράγματα. Θαύματα κάνει. Μποροῦν οἱ ἐπιστήμονες νὰ φτιά­σουν μιὰ χούφτα χῶμα;

Τοῦ Χριστοῦ εἶνε τὰ δάση, τοῦ Χριστοῦ εἶνε τὰ δέντρα, τοῦ Χριστοῦ εἶνε τὰ πουλιά, τοῦ Χριστοῦ εἶνε τὰ πρόβατα, τοῦ Χριστοῦ εἶνε τὰ γελάδια, τοῦ Χριστοῦ εἶνε τὰ πάντα.
Και τί περιμένει ἀπὸ μᾶς γιὰ ὅλ᾿ αὐτὰ ὁ Χριστός; Ἕνα εὐχαριστῶ. Τ᾿ ἀκούει; Τίποτα! Γι΄αυτό λέμε μεγάλη ἁ­μαρτία ἡ ἀχαριστία…

Στὰ παλιὰ τὰ χρόνια ἕνα πο­τήρι νερὸ ἔπιναν, κ᾽ ἔκαναν τὸ σταυ­ρό τους λέ­γοντας «Δόξα σοι, ὁ Θεός». Κάθον­ταν στὸ τραπέζι, «Δόξα σοι, ὁ Θεός». Μιὰ μπου­κιὰ ψωμὶ ἔ­τρωγαν, «Δόξα σοι, ὁ Θεός». Ἔπεφταν τὸ βρά­δυ νὰ κοιμηθοῦν, «Δόξα σοι, ὁ Θε­ός». Τώρα πάει τὸ «Δόξα σοι, ὁ Θεός».

Τὴν μπου­κιὰ ἔχουν κάποιοι στὸ στόμα καὶ τὸν Χριστὸ βλαστη­μᾶ­νε. Χειρότεροι ἀ­π᾽ τὰ ζῷα καὶ τὰ θηρία καταντήσανε... Μιὰ ἱστορία λέει, ὅτι ἕνα λιοντάρι βογγοῦσε μέσ᾿ στὸ δάσος. Ἕνας κυνηγὸς τόλμησε νὰ πλη­σιάσῃ. Τί εἶχε τὸ λιον­τ­άρι· πάτησε ἕνα ἀγκάθι καὶ πονοῦσε.

Ὁ κυνη­γός, μὲ φόβο, πλησίασε κ᾿ ἔβγαλε ἀπὸ τὸ πόδι του τὸ ἀγκάθι. Καὶ τὸ λιοντάρι, γι᾿ αὐτό, τὸν ἀ­κολούθησε σὰν πρόβατο. Ἔμεινε κοντά του, δὲν τὸν ἀπο­χωρίστηκε πλέον… Καὶ ὁ σκύλος; Τοῦ πετᾷς ἕνα κόκκαλο, γλῶσσα δὲν ἔχει, κου­νάει τὴν οὐρά του σὰν νὰ σοῦ λέῃ· Σ᾿ εὐχαριστῶ, ἀφέντη… Ὁ ἄνθρωπος; δὲν ὑπάρχει πιὸ ἀχάριστο πλάσμα. Τὸ «εὐχαριστῶ» εἶνε ἄγνωστο.

* * *

Ἀλλὰ δὲν τελείωσα. Ὁ Χριστὸς ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ὑλικὰ δίνει καὶ πνευματικὰ ἀγαθά. Αὐτὰ ποὺ σᾶς εἶπα εἶνε χαλίκια· ὑπάρχουν καὶ τὰ διαμάντια. Μὲ ποιά γλῶσσα τώρα νὰ σᾶς τὰ περιγράψω, γιὰ νὰ τὰ αἰσθανθῆτε; Ποιό εἶνε τὸ μεγαλύτερο ἀγαθό; Εἶνε τὰ φροῦτα, τὰ μῆλα κ.λπ.;

Τὸ μεγαλύτερο ἀγαθὸ όμως εἶνε ὅτι, ἐνῷ ἁ­μαρτάνουμε κ᾿ ἔπρεπε ν᾿ ἀνοίξῃ ἡ γῆ νὰ μᾶς κα­ταπιῇ, ὁ Χριστὸς συγχωρεῖ. Ναί, μᾶς συγχωρεῖ. Ὅσα ἁμαρτήματα κι ἂν ἔχῃς κάνει, τὸ ἔλεός του εἶνε ὠκεανός. Δὲν εἶνε ψέμα, εἶνε ἀλήθεια· ὅταν γονατίσῃς μπροστὰ στὸν Πνευματικὸ καὶ Εξομολόγο και πείς Πατέρα, ἁμάρτησα, ἔκανα… ἔκανα… ἔ­κανα…, κι ἁπλώσῃ ἐπάνω σου τὸ πετρα­χήλι (τὸ πετραχήλι τοῦ παπᾶ εἶνε φτερὰ ἀγγέλου) καὶ σοῦ πῇ, «Ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι» (Λουκ. 5,20), αὐτὴ εἶνε ἡ πιὸ μεγάλη εὐεργεσία Του.

Ἀδελφοί μου, ἂς εὐχαριστήσουμε τὸ Θεὸ γιὰ ὅλα τὰ ὑλικὰ καὶ πνευματικὰ ἀγαθά. Καὶ πρὸ παντὸς γιατὶ γεννηθήκαμε μέσα στὴν Α­γία Ὀρθοδοξία μας.

Ἂς μάθουμε νὰ εἴμαστε εὐγνώμονες καὶ νὰ λέμε εὐχαριστῶ. Καὶ νὰ μείνουμε πιστοὶ στὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν μέχρι τελευταίας ἀναπνοῆς. Ἡ ζωή μας νὰ κλείσει μὲ προσήλωσι σ᾿ αὐτόν. Και τὰ τελευταῖα λόγια ποὺ θὰ σφραγίσουν τὰ χείλη μας νὰ εἶνε «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42).

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος