Σὲ λίγο νά, περνᾷ κι΄ ἕνας ἄλλος… Τὸν βλέπει, τὸν ἀκούει, μὰ δὲν κάνει τίποτε. Φεύγει κι αὐ­τὸς ὅ­πως ὁ πρῶτος. Οἱ ὧρες περνοῦν, κον­τεύει νὰ βασιλέψῃ ὁ ἥλιος, κι αὐτὸς κινδυνεύει νὰ ξεψυχήσῃ ἐκεῖ στὴ μέση τοῦ δρό­μου ἀ­πὸ τὴν αἱμορραγία. Τέλος φάνηκε νά ᾽ρχεται ἕνας ξένος. Αὐ­τὸς ὅμως ἦταν ἐχθρός, καὶ μόλις τὸν εἶ­δε ὁ χτυπημένος, τὸν ἔπιασε τρόμος.

Πάει, σκέφτεται, τοῦτος τώρα θὰ μὲ ἀποτελειώσῃ. Αὐτὸς ὅ­μως ἔδειξε ἄλλη στάσι. Κατεβαίνει ἀπ᾽ τὸ ζῷο του, τὸν πλησιάζει, σκύβει, τοῦ μιλάει μὲ καλωσύνη, τοῦ δίνει θάρρος· βγάζει ἀπὸ τὸ σακκίδιό του δυὸ μπουκαλάκια, τὸ ἕνα μὲ λάδι – τ᾽ ἄλλο μὲ κρασί. Μὲ τὸ κρασὶ ἀπολυ­μαίνει τὶς πληγές ( γιατί και τὸ οἰνόπνευ­μα ἀπὸ κρασὶ εἶνε ) καὶ μὲ τὸ λάδι τὶς ἀλείφει.

Κι ἀντὶ γιὰ ἐ­πίδεσμο σχίζει λουρίδα ἀπ᾽ τὸ πουκάμισό του καὶ τοῦ δένει τὰ τραύματα. Καὶ δὲν τὸν ἀφήνει ἐ­κεῖ. Τὸν σηκώνει σιγὰ – σιγά, τὸν βάζει πάνω στὸ ζῷο του καὶ πεζὸς αὐτὸς τὸν ὁ­δηγεῖ σ᾽ ἕνα χάνι. Μένει κοντά του ὅλη τὴ νύχτα· τὸν φρον­­τίζει σὰν νά ᾽ταν ἀδερφός του, πατέρας, μάνα, δικός του ἄνθρωπος. Τὸ πρωί, ἀφοῦ ὁ τραυ­ματίας πῆρε τὸ καλύτερο, φωνάζει τὸν πανδο­­χέα καὶ τοῦ λέει·

--- Περιποιήσου τον καλά· κι ὅ,τι ἐπὶ πλέον ξοδέψῃς γιὰ φάρμακα καὶ φαγητό, ἐγὼ θὰ ξανάρθω καὶ θὰ σοῦ τὰ πληρώσω.
Καὶ τὸ δίδαγμα τοῦ Χριστοῦ στὸ τέλος εἶ­νε· «Πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως» (Λουκ. 10,37). Μιμήσου κ᾽ ἐσὺ, αὐτὸν τὸν καλὸ Σαμαρείτη!

* * *

Αὐτὰ λέει σήμερα ἡ παραβολή. Κ᾽ ἐμένα ἀπ᾽ ὅλα μὲ συγκινεῖ ἐκεῖνο ποὺ ἔκανε ὁ σπλαχνι­κὸς αὐτὸς ἄνθρωπος. Ὅπως μέσα ἀπὸ τὸ εὐ­αγγέλιο βγαίνει ἡ κραυγὴ «Βοήθεια!», ἔτσι, ἀ­δέρφια μου, καὶ στὸν κόσμο τοῦτο, ὅπου νὰ πᾷς, καὶ στὶς πολιτεῖες καὶ στὰ χωριά, καὶ στὴν πατρίδα μας καὶ παντοῦ στὸν κόσμο ἀκοῦς «Βοήθεια!». Ποιός φωνάζει; Οἱ δυστυχισμένοι.

–Μὰ ὑπάρχουν δυστυχισμένοι;
Ὑπάρχουν. Ἂς πετᾶνε ἄλλοι στὰ φεγγάρια· τὴν ἴδια ὥρα κάποιοι ἄλλοι πεθαίνουν σὰν τὶς μῦγες. Οὔτε φάρμακα ἔχουν, οὔτε γιατρούς· αὐτοὶ λένε καὶ τὸ ψωμὶ ψωμάκι. Ἐνῷ ἐμεῖς τό ᾽χουμε ἄφθονο καὶ τὸ πετᾶμε, τὰ δύο τρίτα τοῦ κόσμου πεινᾶνε.

«Βοήθεια!» φωνάζουν οἱ γέροι πού ᾽νε ἄρρωστοι κ᾽ ἐγκαταλειμμένοι. Σ᾽ ἕνα χωριό –ἂς μὴν τὸ πῶ, μὴν τὸ προσβάλω– ζοῦ­σε ἕ­νας γέρος 75 – 80 χρο­νῶν. Ἔχει παιδιὰ στὴν Αὐ­στραλία μὲ μαγαζιὰ στὴ Μελβούρνη. Ἀλλὰ τὸν ἄφησαν καὶ οὔτε γράμ­μα τοῦ ᾽γραφαν. Ἔμενε σ᾽ ἕναν ἀχυρῶ­να, καὶ βρώ­­μισε. Τόσοι ἄνθρωποι στὸ χωριό, «βοήθεια!» φώναζε, καν­ένας δὲν τὸν ἄ­κου­γε.

Ἕνας ξένος, ποὺ πέρασε, γιὰ νὰ μπῇ μέσα ­φραξε τὴ μύτη του· αὐ­τὸς τὸν ἔπλυνε, τὸν κα­θάρισε, τὸν περιποιήθηκε, τὸν ἔβαλε σὲ αὐ­τοκίνητο, πλήρωσε καὶ τὸν ἔφερε στὸ χάνι. Ποιό εἶνε τὸ χάνι; Τὸ γηροκομεῖο τῆς Ἐκκλησί­ας. Ἐκεῖ τὸν πήραμε καὶ τὸν ἔχουμε. Καημένε πατέρα, ποὺ ζυμώνεις τὸ χῶμα μὲ τὸν ἱδρῶ­τα σου, γεννᾷς παιδιά, κι αὐτὰ μετὰ σ᾽ ἀφήνουν καὶ φεύγουν, καὶ πλουτίζουν· μόνο ἡ Ἐκ­κλησία σὰν μάνα σὲ πῆρε στὸ πανδοχεῖο της!

–Μά εγὼ δὲν ἔχω χρήματα, θὰ μοῦ πῇς.
Αὐτὸς ποὺ περνοῦσε στὸ δρόμο καὶ βρῆκε τὸν πεσμένο στοὺς λῃστὰς εἶχε ἑκατομμύρια; Ὄχι· δυὸ μπουκαλάκια μὲ λίγο λάδι καὶ κρασὶ εἶ­χε, καὶ αὐτὰ ἔδωσε. Αὐτὸ κάνε κ᾽ ἐσύ. Μὴ μοῦ λές, δὲν ἔχω. Μόνο ὁ διάβολος δὲν ἔ­χει. Ἔχεις γλῶσσα νὰ παρηγορήσῃς, ἔχεις χέ­ρια νὰ βοηθή­σῃς, ἔχεις πόδια νὰ τρέξῃς, ἔχεις καρδιὰ ν᾽ ἀγαπήσῃς. Πόσα μπορεῖς νὰ κάνῃς!

Ξέρετε τὸν προφήτη Ἠλία; Φτωχαδάκι ­ταν καὶ πείνασε κι αὐτός, πῆγε νὰ πεθάνῃ ­ταν τὸν κατεδίωκε μιὰ αἰσχρὴ βασίλισσα. Πέρασε βουνὰ – λαγκάδια, καὶ ἔφτασε σ᾽ ἕνα σπι­τάκι, μιὰ καλύβα. «Βοήθεια!» ζήτησε. Ἦταν μέσα μιὰ χήρα.

Ἄν­­θρω­πε τοῦ Θεοῦ, τοῦ λέει, δὲν ἔχω τίποτ᾽ ἄλλο· ἕνα μπουκαλάκι λάδι καὶ μιὰ χούφτα ἀλεύρι· νὰ τὰ ζυμώσω νὰ κάνω μιὰ πίττα νὰ φᾶμε, καὶ τέλος! ἀλλ᾽ ἀφοῦ σ᾽ ἔ­στειλε ὁ Θεός, κάθησε ἐδῶ. Καὶ μοιράστηκε τὴν πίττα μαζὶ μὲ τὸν Ἠλία. Καὶ τί ἔ­γινε; Ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι· ἀ­νοῖξτε τὴ Γραφή. Ὁ Θεὸς εὐλόγησε καὶ ἐπὶ τρία χρόνια τὸ λάδι καὶ τὸ ἀλεύρι δὲν τοὺς ἔλειψαν, καὶ ἔζησαν.
Ἔτσι εἶνε, ἄπιστε ἄνθρωπε.

Ἀλλὰ τώρα γεμίζεις τὶς ἀποθῆκες καὶ τ᾽ ἀμπάρια σου ἀπὸ τρόφιμα, καὶ νομίζεις πὼς ἐξασφαλίστηκες. Μὰ δὲν μπορεῖς νὰ κάνῃς συμφωνία μὲ τὸ χάρο καὶ συμβόλαιο μὲ τὸ Θεό. Μπορεῖ νά ᾽χῃς γεμᾶτες ἀ­ποθῆκες γιὰ νὰ ζήσῃς ἑκατὸ χρόνια, καὶ νὰ πεθάνῃς ἀπόψε· καὶ μπορεῖ ὁ ἄλλος, ποὺ δὲν ἔχει ψωμὶ καὶ στέγη, νὰ ζήσῃ πολύ.

Στὸ χωριό μου μέχρι πρὶν ἀπὸ λίγο καιρὸ ζοῦσε ἀκόμη ἕνας γέρος, ποὺ ἦταν ὁ φτω­χότερος ἀπ᾽ ὅλους· κατοικοῦσε σὲ μιὰ καλύβα, καρέ­κλα δὲν εἶχε νὰ καθήσῃ, τοῦ ᾽διναν λίγο ψωμά­κι κ᾽ ἔπινε νεράκι ἀπὸ τὰ ποτάμια.

Ρωτάω καὶ μαθαί­νω, ὅτι στὸ χωριὸ οἱ πιὸ πλού­σιοι πέθαναν· ἄλλος 60 ἐτῶν, ἄλλος 80, ἀπὸ συγ­κοπὴ ἢ κάτι ἄλλο· καὶ αὐτὸς ὁ πάμπτωχος, ποὺ δὲν εἶχε τίποτα, ἔτρωγε ἕνα κομμάτι ξερὸ ψω­μὶ καὶ καν᾽να κρεμμύδι, καὶ οὔτε ἀποθῆκες οὔτε ἀμπάρια εἶχε, πέθανε ἑκα­τὸ χρονῶν! Δὲν εἶνε τὰ χρόνια σου ἀπὸ τ᾽ ἀμπάρια σου, ἢ ἀπὸ τὰ φάρμακα, ἢ ἀπὸ τὶς λίρες καὶ τὰ δολλάρια καὶ τὰ ῥούβλια, ὄχι· εἶνε ἀπὸ τὸ Θεό.

Λοιπόν, κάνε ἐλεημοσύνη στὸ φτωχό. Ἂν θέ­λῃς ν᾽ ἀσφαλίσῃς τὰ παιδιά σου, νὰ κάνῃς ἐ­λε­ημοσύνη. Ἂν κοιτᾷς μόνο τὸ παιδάκι σου, πῶς νὰ τὸ ντύσῃς, νὰ τὸ περιποιηθῇς, νὰ τὸ σπουδάσῃς, καὶ τ᾽ ἄλλα παιδιὰ τ᾽ ἀφήνῃς πεινασμένα, δὲν θά ᾽χῃς εὐτυχία. Ἡ εὐλογία εἶνε σ᾽ ἐκείνους ποὺ ἀγαποῦν καὶ ἐλεοῦν.

* * *

Λοιπόν, αὐτὰ εἶχα νὰ σᾶς πῶ καὶ βάλτε τα μέσ᾽ στὴν καρδιά σας, γιατὶ χωρὶς ἀγάπη παράδεισο δὲν βλέπουμε. Ἀγάπη εἶνε ὁ Θεός, ὁ Χριστός, τὸ Εὐαγγέλιο, ἡ Ἐκκλησία, καὶ ἀγάπη πρέπει νά ᾽χουμε παντοῦ. Ὄχι ἀγάπη στὰ ψέματα, ἀλλὰ ἀγάπη πραγματική, ὅπως εἶχε ἀγάπη αὐτὸς ὁ Σαμαρείτης.

Εὔχομαι, ὅλοι μεταξύ σας νά ᾽χετε ἀγάπη· καὶ ὅταν κάποιος δίπλα σας δυστυχῇ, μὴν τὸν ἀφήνετε μόνο· νὰ βοηθᾶτε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο· καὶ ὄχι μόνο στὸ στενό σας κύκλο, ἀλλὰ νὰ κοιτάζετε καὶ πιὸ πέρα, ὅλο τὸν κόσμο. Καὶ νὰ παρακαλᾶτε τὸ Θεὸ γιὰ ὅλους.

Γιατὶ σᾶς τὸ λέω· καλὰ περνᾶτε τώρα, καλὰ εἶνε τώρα· καὶ πατάτες ἔχεις καὶ ψωμάκι καὶ τὰ πάντα, καὶ εἰρήνη καὶ εὐτυχία, καὶ περπατᾷς στὸ δρόμο καὶ κανείς δὲν σ᾽ ἐνοχλεῖ. Ἄχ τί θὰ δοῦν τὰ ματάκια μας!

Ἔρχεται ὁ Τρίτος Παγκόσμιος πόλεμος, ποὺ θά ᾽νε φωτιὰ καὶ καταστροφή· θὰ σβήσουν οἱ μεγάλες πολιτεῖ­ες, ὁ κόσμος θὰ τρέξῃ στὶς ῥεματιές. Σὲ μιὰ νύχτα θὰ ἀδειάσῃ ἡ Μόσχα, τὸ Λονδῖνο, ἡ Νέα Ὑόρκη· μὰ ὅσοι κατοικοῦν στὶς ῥεματιές, θὰ λένε μέσα στὶς σπηλιές· «Δόξα σοι, ὁ Θεός», «Κύριε, ἐλέησε τὸν κόσμο».

Ἂς παρακαλέσουμε τὸ Θεὸ νὰ μὴ γίνῃ τέτοιο κακό. Νὰ λυπηθῇ τ᾽ ἀθῷα παιδάκια, νὰ μὴ δοῦν τὰ μάτια τους αὐτὰ ποὺ εἴδαμε ἐ­μεῖς. Νὰ μὴ γίνῃ πιὰ πόλεμος. Καὶ δὲν θὰ γίνῃ πόλεμος, ἐὰν οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ἀγάπη.

Ὅταν στὸ Πακιστὰν καὶ στὸ Βιετνὰμ πεθαίνῃ κόσμος καὶ κοσμάκης, κι ἄλλοι διασκεδάζουν καὶ γλεντοῦν, ἔ θὰ τιμωρήσῃ ὁ Θεὸς τὸν κόσμο. Ἡ πιὸ μεγάλη ἁμαρτία ποιά εἶνε; Μήπως ἡ πορνεία, ἡ μοιχεία; Εἶνε ἡ ἀσπλαχνία, νά ᾽χῃς σκλη­ρὴ καρδιά, νὰ βλέπῃς τὸν ἄλλο νὰ ὑποφέρῃ κ᾽ ἐσὺ νὰ μὴν τοῦ δίνῃς τίποτα. Ἄχ σκληρὲς καρδιές! «Τὸν ἄσπλαχνο μὲ τοὺς ἀ­θέους θὰ κατακρίνῃ ὁ Χριστός». Ἀθεΐα καὶ ἀσπλαχνία εἶνε τὸ ἴδιο πρᾶγμα.
Εὔχομαι νά ᾽χετε μεταξύ σας σπλάχνα ἀγάπης.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Καντιώτης

( Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν Ι. Ναὸ Ἁγ. Πέτρου & Παύλου Πετρῶν – Ἀμυνταίου τὴν 14-11-1971 )