Ξαναπάει να τη ρίξει στη φωτιά, πάλι ξανά πίσω. Δυο-τρεις φορές πήγε-ερχόταν το χέρι του στη φωτιά, δεν την έριξε. Πιάνει μια πινέζα και την έβαλε απ' έξω από την πόρτα του, από την έξω πλευρά της πόρτας.

Λέει: "Άστην εδώ. Δεν πειράζει, να μην την κάψω. Ας μην την κάψω."

Το βράδυ, μου λέει, που πήγα να κάνω προσευχή στο κελί μου εκεί στην έρημο έλεγα την ευχή με σβηστό το φως και τα λοιπά, ακούω θυμιατό! Κάποιος θυμιάτιζε!

Λέω: Κύριε ελέησον! Ποιος θυμιατίζει μέσα στο κελί μου; αφού είμαι μόνος μου! 

Μέσα στην έρημο, μέσα στην ερημιά τη μεγάλη! Και θυμιάτιζε κάποιος, θυμιάτιζε όλο το κελί και μύρισε και το κελί του όλο θυμίαμα. Κύριε ελέησον!

Φοβήθηκε πάρα πολύ διότι στο τέλος πήγε αυτός που θυμιάτιζε έξω από την πόρτα του

και θυμιάτισε την πόρτα! Φοβήθηκε ο γερο-Σάββας, λέει: "Ποιος είναι έξω από την πόρτα μου και θυμιατίζει;"

Ανοίγει η πόρτα και μπαίνει ο Αρχάγγελος Γαβριήλ μέσα και τον θυμιατίζει τρεις φορές και χάθηκε! Εις ανταπόδοση του γεγονότος που του διέσωσε την εικόνα του αυτή στο κελί του και δεν τον έκαψε κι αυτόν μαζί με τα υπόλοιπα αντικείμενα. 

π.Αθανάσιος Μητρ. Λεμεσού