Τὴν μπουκιὰ εἶχαν στὸ στόμα καὶ γόγ­γυζαν καὶ ἀσεβοῦσαν στὸ Θεό. Σὰν τὰ σκυλιὰ πού ὅ­ταν λυσσάξουν, δὲν ξεχωρίζουν ποιό εἶ­νε τὸ ἀφεντικό τους καὶ ποιός ὁ ξένος ἀλλὰ δαγ­κώνουν ἀδιακρίτως καὶ τὸ ἀφεντικὸ καὶ τὸν ἐχθρό, ἔτσι καὶ οἱ Ἑβραῖοι σὰν λυσσασμέ­να σκυλιὰ δάγκωναν τὸ χέρι του Εὐεργέτου τους.

Καὶ βέβαια ἦρθε ἡ τιμωρία…

Μιὰ μέρα, ἐκεῖ ποὺ διασκέδαζαν καὶ χόρευαν γυναῖκες καὶ ἄντρες, ἐ­κεῖ ποὺ μεθοῦ­σαν καὶ ἀσεβοῦσαν στὸ Θεὸ κι ἀντιμιλοῦσαν στὸν προφήτη Μωυσῆ – τί ἔγινε; Ξαφνικὰ ἀπ᾽ ὅλες τὶς πέτρες καὶ τὶς τρύπες τῆς γῆς βγῆκαν φίδια· φίδια πολλά, ἀναρίθμη­­τα!

Ἔπεφταν πάνω τους καὶ δάγκωναν ὅλους, παιδιά, γυναῖκες, ἄντρες, γέρους, νέους, νήπια. Ἦταν ὀχιὲς φαρμακε­ρές· ὅποιον δάγκωναν σὲ λίγα λεπτὰ ξεψυχοῦσε. ..

«Καὶ ἀ­πέ­θανε λαὸς πολὺς τῶν υἱῶν Ἰσ­ραήλ», λέει ἡ Γραφή (Ἀρ. 21,6). Ἔπαψαν τὰ ὄργανα, σταμάτη­σαν οἱ διασκεδάσεις, κ᾽ ἕνα κλάμα ἀκουγόταν παντοῦ· ἔ­κλαιγε ἡ μάνα τὸ παιδὶ καὶ τὸ παιδὶ τὴ μάνα, ὁ ἄντρας τὴ γυναῖκα καὶ ἡ γυναίκα τὸν ἄντρα, τὰ ἐγγόνια τὸν παπποῦ κι ὁ γέρος τὰ ἐγγόνια…

Θρῆνος – κοπετός, καὶ δὲν προλά­βαιναν νὰ θάβουν νεκροὺς στὴν ἔρημο. Θρηνώντας ἔ­λεγαν· «Κύριε ἐλέησον», «Θεέ μας, συχώρεσέ μας», «Κύριε ἐλέησον, σῶσε μας»!

Τοὺς λυπήθηκε ὁ Θεός. Κάλεσε τὸ Μωυσῆ καὶ τοῦ λέει· Ἔπρεπε νὰ μὴ μείνῃ οὔτε ἕνας ἀπ᾽ αὐτούς· τέτοιο ἀγνῶμον γένος, τέτοια ἀ­χάριστη φυλή, ἔπρεπε νὰ ξεπατωθῇ, νὰ μὴ μεί­νῃ οὔτε σπό­ρος. Ἀλλὰ βλέπω τώρα τὰ δάκρυά τους, τοὺς λυπᾶμαι κι ἀποφάσισα νὰ τοὺς σώ­σω...

Λοιπὸν «ποίησον σεαυτῷ ὄφιν καὶ θὲς αὐ­τὸν ἐπὶ σημείου, καὶ ἔσται ἐὰν δάκνῃ ὄφις ἄν­θρωπον, πᾶς ὁ δεδηγμένος ἰδὼν αὐτὸν ζήσεται». 

Πάρε χαλκό, λειῶσε τον στὸ καμίνι καὶ κάνε ἕνα φίδι χάλκινο-μπρούτζινο· μετὰ πάρε ἕνα ξύλο, δέσε πάνω του τὸ μπρούτζινο φίδι, στῆσε το στὴ μέση τοῦ καταυλισμοῦ σας στὴν ἔρημο, καὶ πές τους· Σᾶς λυπήθηκε ὁ Κύ­ριος.

Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ στήθηκε πάνω στὸ ξύλο τὸ μπρούτζινο αὐτὸ φίδι, δὲν ὑπάρχει κίνδυνος. Ὅποιον τὸν δαγκώσῃ φίδι, δὲν ἔχει νὰ κά­νῃ τίποτ᾽ ἄλλο παρὰ νὰ γυρίσῃ, ὅπου κι ἂν βρίσκεται, νὰ ῥίξῃ τὸ βλέμμα του πάνω στὸ ξύ­­­λο, ν᾽ ἀτενίσῃ τοῦτο τὸ φίδι, κι ἀ­μέσως θὰ σωθῇ.

Πράγματι, ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη οἱ θάνα­τοι σταμάτησαν· τὰ φίδια δάγκωναν, ἀλλὰ δὲν εἶχαν πιὰ δύναμι. Κανένας δὲν πέθαινε, συνέ­χισαν τὴ ζωή τους εἰρηνικά ( βλ.κατά Ἰωάννη κεφ. 3,14. Ἀριθμοί.κεφ. 21,4-9).

* * *

Αὐτὴ εἶνε, ἀγαπητοί μου, ἡ διήγησι τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου. Καὶ τὸ ἱστορικὸ αὐτὸ γεγονὸς ἦταν μία προτύπωσις τοῦ τιμίου σταυροῦ. Εἶνε μία συμβολι­κὴ παράστασι ἀφ᾽ ἑνὸς μὲν τοῦ κινδύνου ποὺ δι­ατρέχει ἡ ἀν­θρωπότης, καὶ ἀφ᾽ ἑτέρου τοῦ μέ­σου μὲ τὸ ὁποῖο ὁ Θεὸς σῴζει τὸν κόσμο. Ἂς τὰ ἀναλύσουμε αὐ­τά, νὰ τὰ κάνουμε λιανά.

Φίδια τότε στὴν ἔρημο. Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὰ φίδια ἐκεῖνα ὑπάρχουν καὶ ἄλλα, φίδια φαρμα­κερὰ καὶ θανατηφόρα, ὁρατὰ καὶ ἀόρατα. Ποιά εἶν᾽ αὐτά; Ἂν ἐρευνήσετε καλὰ τὴν καρδιά, θὰ βρῆτε ἐκεῖ μέσα τέτοια φίδια ἀόρατα. Τί φίδια δηλαδή; Ἀναφέρω μερικὰ παραδείγματα.


Φίδι, ποὺ φαρμακώνει καὶ δὲν ἀφήνει τὸν ἄν­θρωπο νὰ χαρῇ τὴ ζωή του, εἶνε ὁ φθόνος, ἡ ζήλεια. Τὰ χωριὰ συ­χνὰ εἶνε δυστυχισμένα, τὰ τρώει ἡ ζήλεια. Παντρεύει ἕνας τὸ κορίτσι του; ὁ ἄλ­λος σκυθρωπάζει. Σπουδάζει τὸ παιδὶ ἐκείνου, πέτυχε στὶς ἐξετάσεις ἢ ἦρ­θε πρῶ­το στὰ γράμματα; φαρμάκι ἔχει ὁ ἄλ­λος στὴν καρδιά. Πῆρε χρήματα ἐκεῖνος ἢ τοῦ ᾽πεσε λαχεῖο ἢ γέμισαν τὰ χωράφια του καρπό; θλῖψι ὁ ἄλλος. Ἀντὶ νὰ χαίρεται γιὰ τὴν εὐτυχία ἐκείνου, αὐτὸς λυπᾶται. 

Ὁ φθόνος φταίει ἐπίσης ὅταν μέσ᾽ στὸ σπίτι ἡ πεθερὰ πάῃ κόντρα μὲ τὴ νύφη· ζηλεύει, γιατί ὁ γυιός της ν᾽ ἀγαπάῃ περισσότερο ἐκείνην ἀ­πὸ αὐτήν, ἐνῷ ἀπὸ τὸ Θεὸ εἶνε τὸ παιδὶ ποὺ κάνει γάμο ν᾽ ἀγαπάῃ περισσότερο τὴν σύζυγο ἀπὸ τὴ μάνα. Φοβερὸ φαρμάκι ὁ φθόνος.
Ἄλλα φαρμακερὸ κακὸ εἶνε ἡ πορνεία καὶ ἡ μοιχεία. Δηλητηριάζουν ψυχὴ καὶ σῶμα, μολύνουν τὴν οἰκογενειακὴ ζωή, ματαιώνουν τὴ συνέχεια, τὸ μέλλον, τὴν αἰωνιότητα.
Ἄλλο τεράστιο φίδι, ποὺ περισφίγγει τὴν ἀνθρωπότητα καὶ θραύει τὰ ὀστᾶ της, εἶνε ἡ φιλαργυρία καὶ ἡ πλεονεξία. Αὐτὲς δολοφονοῦν τὴν ἀγάπη καὶ εὐσπλαχνία, γίνονται εἴ­δωλα ποὺ ἐκτοπίζουν τὸ Θεὸ ἀπὸ τὴν καρδιά.

Ἀλλ᾽ ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἀόρατα φίδια, ποὺ κρύβονται στὴν καρδιά, ὑπάρχουν καὶ ὁρατὰ φίδια. Ποιά εἶνε αυτά; Κάποιοι συγκεκριμένοι ἄνθρωποι.

Λέει ὁ λαός· Προτιμότερο νὰ σὲ δαγ­κώσῃ ὀχιὰ παρὰ ἡ κακιὰ γλῶσσα ἀνθρώπου. Οἱ συκοφάντες καὶ διαβολεῖς, ποὺ στάζουν δη­λητήριο καὶ πληγώνουν ἀθῴους, δὲν εἶνε φίδια;
Τί εἶνε ἡ πονηρὴ γυναίκα ποὺ προκαλεῖ σὲ ἁ­μαρτία μὲ τὴ γύμνια καὶ τὰ λόγια της;

 

Ἦρθε στὴ μητρόπολι μιὰ φτωχὴ καὶ μοῦ εἶ­πε μὲ κλάματα·

–Εἶμαι 15 χρόνια παν­τρεμένη καὶ ἔχω 4 παιδιά. Ἔχασα ὅμως τὸν ἄντρα μου. Ἦρ­θε στὴ Φλώρινα σ᾽ ἕνα νυχτερινὸ κέντρο μία ντιζέζ, αὐτὴ τὸν ξεμυάλισε κ᾽ ἔφυγε μαζί της στὴ Θεσσαλονίκη… Τέτοιες γυναῖκες δι­αλύουν σπίτια. Ἂν ἤμουν κράτος, τὸ εἶπα κι ἄλ­λοτε, δὲν θὰ τὶς ἄφηνα αὐτὲς νὰ δροῦν ἔτσι.

Ἀόρατα καὶ ὁρατὰ φίδια συν­οψίζον­ται ὅλα σὲ μιὰ λέξι· ἁμαρτία, αὐτὴ εἶνε τὸ φαρμακερὸ φίδι. Δὲν τὸ λέμε ἐμεῖς, τὸ λέει ἡ Γραφή· Μακριὰ ἀπ᾽ αὐτήν! «Ὡς ἀπὸ προσώπου ὄ­φεως φεῦγε ἀπὸ ἁμαρτίας» (Σ.Σειρ. 21,2).

Τέλος, παραπάνω ἀπ᾽ ὅλα τὰ φίδια εἶνε ὁ σατανᾶς, «ὁ δράκων ὁ ὄφις ὁ μέγας, …ὁ πλα­νῶν τὴν οἰκουμένην ὅλην» (Ἀπ. 12,9). Αὐτὸς παρουσιάστηκε στὸν παράδεισο, πλάνησε τὴν προμήτορά μας Εὔα καὶ ἔσυρε ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος στὴν καταστροφή.

* * *

Ποιός, ἀδελφοί μου, θὰ νικήσῃ αὐτὰ τὰ φίδια; Ποιός θὰ καθαρίσῃ τὴν καρδιά μας ἀπὸ τὰ πάθη; Ποιός θὰ ἐξυγιάνῃ τὴν κοινωνία, ποὺ σάπισε καὶ βρώμησε κυριολεκτικὰ ἀπὸ τὴν ἠ­θικὴ ἀκαθαρσία; ποιός θὰ νικήσῃ τὸν σατανᾶ, ποὺ δρᾷ καὶ πλανᾷ τὸν κόσμο; Ποιός;
Δόξα τῷ Θεῷ! Ὅπως τότε στὴν ἐρημιὰ μόνο τὸ ξύλο ἐκεῖνο μὲ τὸ μπρούτζινο φίδι ἔσωσε τοὺς Ἰσραηλῖτες ἀπὸ τὰ θανάσιμα δαγκώματα τῶν φιδιῶν, ἔτσι τώρα ἕ­­νας Σωτήρας καὶ μία σωτηρία ὑπάρχει. Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ὑ­ψώ­θηκε στὸ Γολγοθᾶ ὁ τίμιος σταυρὸς κ᾽ ἐ­πάνω του θυσι­­άστηκε ἑκουσίως ὁ Κύριός μας Ἰ­η­σοῦς Χριστός, ἀπὸ τότε ὁ διάβολος καὶ ἡ ἁμαρτία ἔ­χουν νικη­θῆ.

Ὅποιος πιστεύει στὸ Χριστὸ καὶ στὴ θυσία του, ὅποιος καταφεύγει στὴν Ἐκκλησία του, ὅποιος ἀνοίγει καὶ μελε­τᾷ τὸ Εὐαγγέλιό του, ὅποιος ζῇ μὲ τὰ προσ­τάγματά του, αὐτὸς σῴζεται ἀπὸ τὸν πνευμα­τικὸ θάνατο καὶ βρίσκει τὴν αἰώνια ζωή· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος