Πιό πέρα είχε µια στοίβα από κορµούς δένδρων, σαν τηλεγραφόξυλα, και είπα µε τον λογισµό µου:
«Ας πάω να καθήσω εκεί που είναι λίγο απόµερα, για να µη µε δη κανείς και αρχίση να µε ρωτάη τι έπαθα». Όταν κάθησα, µου πέρασε ο λογισµος να κάνω κοµποσχοίνι στην Παναγία ώστε να µου οικονοµήση ( βοηθήσει ) κάτι.
Αλλά αµέσως αντέδρασα στον λογισµό και είπα:
«Ταλαίπωρε, για τέτοια τιποτένια πραγµατα θα ενοχλής την Παναγία;».
Τότε βλέπω µπροστά µου έναν Μοναχό. Κρατούσε ένα στρογγυλό ψωµι, δύο σύκα και ένα µεγάλο τσαµπί σταφύλι.
«Πάρε αυτά, µου είπε, εις δόξαν της Κυρίας Θεοτόκου», και χάθηκε... ( έγινε άφαντος).
Ε, τότε διαλύθηκα• µε έπιασαν τα κλάµατα, ούτε ήθελα να φάω πιά … Πα, πα!
Τι Μάνα είναι Αυτή! Να φροντίζη και για τις µικρότερες λεπτοµέρειες! Ξέρεις τι θα πη αυτό!