Σήμερα ἀκούσαμε στὸ εὐαγγέλιο τὸ Χριστὸ νὰ λέῃ «Πάτερ, ἐλήλυθεν ἡ ὥρα…» (᾿Ιω. 17,1). Ποιά «ὥ­ρα»; Ἔρχονται στιγμὲς μεγάλες στὴν ἱ­στορία τῆς ἀνθρωπότητος· ποιά εἶνε ἡ σπουδαιότερη στιγμή; Ἦταν ἡ ὥρα τῆς σταυρώσεως τοῦ Χριστοῦ. «Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θε­ὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μον­ογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐ­τὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (᾿Ιω. 3,16).

Πατὴρ λοιπὸν ἐν ἀπολύτῳ ἐννοίᾳ εἶνε ὁ Θε­ός, Ἔπειτα, ἐν σχετικῇ ἐννοίᾳ, πατέρες εἶ­νε οἱ γονεῖς, οἱ φυσικοὶ πατέρες. Ἔτσι ὥρισε ὁ Θεός· ἀπὸ τὴν ἕνωσι ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς γεννιέται ἄλλος ἄνθρωπος. Ἡ γέννησι παιδιοῦ εἶνε ἕνα θαῦμα, μία δημιουργία.

Ὁ Ντοστογιέφσκυ λέει, ὅτι κάποιος ποὺ ἦταν ἄπιστος πίστεψε ὅταν γέννησε παιδὶ καὶ ἄκουσε τὸ κλάμα του. «Ποιός πατέρας», λέει ὁ Χριστός, «τὸ παιδί του θὰ ζητήσῃ ψάρι κι αὐτὸς θὰ τοῦ δώσῃ φίδι;» (βλ. Ματθ. 7,9-10. Λουκ. 11,11). Γλυκὺ τὸ ὄνομα τῆς μητέρας, ἀλλὰ καὶ ὁ πατέρας πρέπει νὰ τιμᾶται. Ἕνας γλύπτης ἀπεικόνισε τὴ μητέρα ὡς λέαινα ποὺ μέσα στὴ φωλιὰ βυζαίνει τὸ λιοντα­ράκι, καὶ τὸν πατέρα τὸν παρέστησε ὡς λέοντα ποὺ κάθεται ἔξω ἀπὸ τὴ φωλιὰ καὶ φρουρεῖ. «Τίμα τὸν πατέρα σου…», λέει ἡ ἐν­τολή (Ἔξ. 20,12. Δευτ. 5,16). Σήμερα ἡ κοινωνία ἐξοβε­λίζει τὸν σεβασμό.

(Πρὶν λίγο καιρὸ ἦρθε στὴ μητρόπολι ἕνας χωρικὸς ἀπὸ τὴν Πρέσπα, ἀ­πὸ τὰ σύνορα. Ἔκλαιγε. Δὲν μποροῦσα, ἔλεγε, νὰ ζήσω τὴν οἰ­κογένειά μου στὰ χωριὰ τῶν Πρεσπῶν καὶ ξενιτεύτηκα· πῆγα στὸ Βέλγιο, στὰ ἀνθρακωρυχεῖα, στὰ βάθη τῆς γῆς, καὶ δούλεψα σκληρὰ δέκα χρόνια, γιὰ νὰ στέλνω κάποιο ἔμβασμα στὸ σπίτι νὰ ζήσουν τὰ παιδιά μου. Ἐπέστρεψα μετὰ 15 χρόνια. Καὶ τὸ εὐχαρι­στῶ ποιό ἦταν;

Χθὲς τὸ βράδυ ὁ γυιός μου μ᾿ ἔσπασε στὸ ξύλο· παρὰ λίγο θὰ τὸν σκότωνα, ἂν δὲν ἐπενέβαινε ὁ ἀστυνόμος). Μαρμαρωμένα νὰ εἶνε τὰ χέρια τέ­τοιων παιδιῶν!

Ὅπως γνωρίζετε, εἶ­μαι ὑπὲρ τῶν πολυτέκνων καὶ δὲν ἔπαυσα νὰ τοὺς συμ­παρίσταμαι, ἀλλὰ τώ­ρα θὰ πῶ κάτι καὶ μὴ παρεξ­ηγηθῶ· ὄχι ἁπλῶς νὰ ἀραδιάσῃς παιδιά, ἀλλὰ νὰ ἔχῃς καὶ «εὐτεκνία», καλὴ ἀνατροφή. Δὲν θὰ σὲ ὀνομάσω πατέρα, λέει, ὁ Χρυσόστομος, ἂν γεννᾷς ἁ­πλῶς παιδιά, διότι καὶ τὰ ζῷα γεννοῦν, ἀλλὰ ἂν τοὺς δώσῃς καὶ τὴν καλὴ ἀνατροφή.

Τ᾽ ἀναθρέψατε σωστὰ τὰ παιδιά σας, ρωτάει ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, τὰ ὡδηγήσατε στὴν ἐκκλησία; ἂν τὰ ταΐζετε μόνο, ἀλλ᾿ ἀ­μελήσατε τὴν ἀγωγή τους, τότε τὰ παιδιά σας εἶνε σὰν τὰ «γουρουνόπουλα». Καὶ σήμερα πρά­γματι πολλοὶ φροντίζουν μόνο πῶς νὰ φάῃ καὶ νὰ πα­χύ­νῃ τὸ παιδί, τίποτε ἄλλο.

Στὰ φτωχὰ χωριά μας τὸ κρίθινο ψωμὶ ἦταν λιγοστό, κι αὐτὸ ἡ μάνα τὸ μοίραζε μὲ φειδὼ σὲ ὅλα τὰ παιδιά· τώρα, τὸ ψωμὶ ποὺ ἔτρωγαν ἄλλοτε πέντε παιδιά, τὸ τρώει ἕνα «γουρουνόπουλο». Μὴ γεννᾷς «γουρουνόπουλα». Ἐγὼ θὰ ἔλεγα σήμερα· μὴ γεννᾷς «τιγρό­που­λα», ἀφοῦ τὰ παιδιὰ εἶνε σὰν μικρὰ θηρία στὴν κοινωνία, ἔχουν μῖ­σος, καῖνε καταστήματα, σκορποῦν θάνατο.

Προχωροῦμε. Ἐκτὸς τῶν φυ­σικῶν γο­νέων, πατέρες χαρακτηρίζονται καὶ οἱ δι­δάσκαλοι καὶ καθηγηταί. Ὁ μέγας Ἀλέξανδρος πατέρα εἶχε τὸν Φίλιππο καὶ διδάσκαλο τὸν Ἀριστοτέ­λη. Ἔ­λεγε λοιπόν· «Στὸν πατέ­ρα μου ὀφείλω τὸ ζῆν, στὸν διδάσκαλό μου ὀφείλω τὸ εὖ ζῆν», δηλα­δὴ κάτι παραπάνω ἀ­πὸ τὴ φυσικὴ ζωή. Ὑπῆρξαν διδάσκαλοι ἐξαί­ρετοι.

Λένε γιὰ ἕ­ναν Ἑλβετὸ παιδαγωγό, τὸν Πεσταλότζι, ἱδρυ­τὴ ἰδιαιτέ­ρας παιδαγωγικῆς σχολῆς, ὅτι ὅταν πέθανε στὴν Ἑλβετία, οἱ μαθηταί του ἔ­γραψαν στὸν τάφο του ἕνα ἐπί­γραμμα· «Ὅλα γιὰ τὸ παιδί, τίποτε γιὰ τὸν ἑ­αυτό του». Σήμερα δυστυχῶς δὲν βλέ­πουμε τοὺς δασκάλους νὰ νοιάζωνται γιὰ τὴ διαφθο­ρὰ τῆς νεολαίας· μόνο γιὰ τὸ χρῆμα – τὸ μισθό τους ἀπεργοῦν.

Στὸν Πύργο – Ἠλεί­ας οἱ δάσκαλοι εἶπαν· «Δὲν θέλουμε νὰ πηγαίνουν τὰ παιδιὰ στὴν ἐκκλη­σία». Ἐκεῖ κατήντησε ἡ ἑλλη­νικὴ παιδεία. Γι᾿ αὐ­τὸ μόνη ἐλπίδα εἶνε τὰ κατηχητικὰ σχολεῖα. Ὅπως ἔγραψε σὲ φυλλάδιό της ἡ ἀδελφότης τοῦ «Σωτῆρος», τὸ κατηχητι­κὸ θὰ γί­νῃ τὸ νέο κρυφὸ σχολειό, ὅ­που οἱ γονεῖς θὰ στέλνουν τὸ παιδί τους γιὰ νὰ φωτιστῇ.
Καὶ τώρα φτάσαμε στὸ τέλος· οἱ πνευματικοὶ πατέρες. Στὸ θεατρικὸ ἔργο «Τὸ κράτος τοῦ Θεοῦ» ὁ Δημήτρης Μυρὰτ παρουσίασε πῶς με­ρικοὶ καπουτσῖνοι καλόγεροι ἔφυγαν ἀπὸ τὴν Εὐρώπη, πῆγαν στὴ Οὐραγουάη, κ᾿ ἐ­κεῖ ἵδρυσαν ἕνα κράτος ὑποδειγματικό, μὲ γράμ­ματα, ἐπιστῆμες, πολιτισμό.

Αὐτὸ προώδευσε τόσο, ὥστε προκάλεσε τὸ φθόνο τῶν Εὐρωπαίων, οἱ ὁ­ποῖοι ἦρθαν καὶ κατέλυσαν τὸ «κράτος τοῦ Θεοῦ». Καὶ τότε, ὅταν οἱ καλόγεροι ἔφευγαν, οἱ ἰθαγενεῖς τοὺς φώναζαν· Πατέρες! ποῦ φεύ­γετε καὶ μᾶς ἀφήνετε;

* * *

Τὸ ἀκατάλυτο ὅμως κράτος τοῦ Θεοῦ εἶνε ἡ Ἐκ­κλησία, καὶ τὸ ἀνώτερο εἶδος πατέρων εἶνε αὐτὸ ποὺ ἑορτάζουμε σήμερα· οἱ ἅγιοι πα­τέρες τῆς Ὀρθοδοξίας. Τρεῖς κύκλοι ὑπάρ­χουν στὴ ζωή· α´) ἡ ζωὴ τῶν κτηνῶν – τῶν πέντε αἰ­σθήσεων, β´) ἡ ζωὴ τοῦ πνεύματος – ἡ γνῶσις καὶ ἐπιστήμη, γ´) ἡ ζωὴ τοῦ Θεοῦ, τῆς ἁγιότητος, ἡ ζωὴ τῶν ἁγίων, τῶν πατέρων. Τὸ ἀκού­σαμε σήμερα· «Αὕτη ἐστὶν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας ᾿Ιησοῦν Χριστόν» (᾿Ιω. 17,3).

Ποιοί εἶ­νε οἱ πατέρες αὐτοί; Εἶναι οἱ 318 στὴ Νίκαια, οἱ 150 στὴν Β´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ὅλοι οἱ συγ­κροτήσαντες τὶς ἑπτὰ οἰκουμενικὲς καὶ τὶς τοπικὲς ἅγιες Συνόδους. Ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε γενεὰ ὑπάρχουν ἅγιοι πατέρες. Ἔχει λάθος ὁ Δημήτριος Μπαλάνος ὁ διδάσκαλός μου ποὺ περι­ώριζε τὴν ἔννοια τῶν πατέρων μόνο στὴν ἀρχαι­ότητα. Οἱ πατέρες, κατὰ τὸ δοξαστικὸ τῶν αἴ­νων, εἶνε «θεηγόροι ὁπλῖται παρατάξεως Κυρί­ου», «ἀκαθαίρετοι πύργοι», «ἀ­στέρες πολύφω­τοι», «μυρίπνοα ἄνθη τοῦ παραδείσου», «πάγχρυ­σα στόματα».

Πατέρες δὲν εἶνε μόνο οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι· πατὴρ εἶνε καὶ ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰ­τωλός, ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ποὺ ἔ­γραψε ἔργα ὅπως ὁ «Ἀόρατος πόλεμος» καὶ τὰ «Πνευματικὰ γυμνάσματα», ὁ ἅγιος Νεκτά­ρι­ος τῶν ἡμερῶν μας, ἀλλὰ γιατί ὄχι καὶ ὁ Εὐ­σέβιος Ματθόπουλος ποὺ κ᾽ ἐγὼ ἐγνώρισα, ὁ Φιλόθεος Ζερβάκος, οἱ 450 ἐκεῖνοι ἱ­ερεῖς ποὺ ἐσφάγησαν καὶ σταυρώθηκαν ἀπὸ ᾿Ιταλοὺς ἢ Γερμανοὺς ἢ καὶ κακοὺς Ἕλληνες, ἕ­νας μάλιστα ἐξ αὐτῶν τὴ Μεγάλη Παρασκευή. Μποροῦ­σαν νὰ φύγουν, νὰ γλυτώ­σουν, ὅπως ἔφυγαν δεσποτάδες, ἀλλ᾿ αὐτοὶ ἔμειναν καὶ θυσιάστη­καν. Γιατί δὲν εἶνε ἅγιοι πατέρες αὐτοί; «Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου», λέει ἡ ἐν­τολή. Ἂν εἶνε ἁ­μαρτία νὰ μὴ τιμᾷς τοὺς φυσικοὺς γονεῖς σου, πολὺ περισσότερο ἁμαρτία εἶνε νὰ μὴ τιμᾷς τοὺς πνευματικούς σου.

Ὅταν ἤμουν στὴν Κοζάνη συνάντησα ἕνα δά­σκαλο ποὺ διάβαζε Τολστόι, Ρενάν, Σοπεν­χά­ουερ. Μιὰ μέρα τοῦ εἶ­πα ἐνώπιον καὶ ἄλλων· Αὐ­τὰ ποὺ διαβάζεις εἶνε χαλίκια· ἄντε στὴ βιβλιοθήκη τῆς Κοζά­νης καὶ ζήτησε ἀπὸ τὸ βιβλι­οθηκάριο νὰ σοῦ δώσῃ νὰ διαβάσῃς μία μό­νο ὁμιλία τοῦ Χρυσοστό­μου, τὴν Εἰς Εὐτρόπιον· τοῦ σημείωσα τὸν τί­τλο (βλ. P.G. 52,391-6). Πάει λοιπόν, τὴ διαβάζει, κι ὅταν ἐπέστρεψε ἦταν ἐνθουσι­ασμένος· τόσο τοῦ ἄ­ρεσε, ὥστε κάθησε ἀν­τέ­γραψε ὅλο τὸ κείμενο καὶ τὸ ἀποστήθισε.

Σήμερα δυστυχῶς τὰ κεί­μενα αὐτὰ δὲν διδά­σκονται. Ὦ πατρίδα, ποῦ κατήντησες! δὲν δι­δάσκεται πλέον στὰ σχολεῖα Βασίλειος, Γρηγό­ριος, Χρυσόστομος. Τί λένε· Ἔξω τὰ κείμενα τῶν πατέρων!… Καὶ θὰ δῆτε, ὅτι ἀντὶ τοῦ θρησκευτικοῦ μαθήματος θὰ εἰσαχθῇ τὸ μάθημα τῆς σεξουαλικῆς ἀγωγῆς. Ἔτσι ὡς μόνη παρηγορία θὰ μείνῃ τὸ κατηχητικὸ σχολεῖο.

* * *

Θησαυροί αγαπητοί μου δὲν εἶνε τὰ κοιτάσματα τοῦ πετρελαίου ἢ τοῦ βωξίτου κ.λπ.· θησαυροί μας εἶνε οἱ πατέρες. Μία σύστασι σᾶς κάνω· Ἀγαπῆ­στε τοὺς πατέρας· καί, παραλλάσσων τὸν στί­χο τοῦ ποιητοῦ, λέγω· Μεθύστε ἀπὸ τὸ κρασὶ τῶν πα­τέρων τῆς Ἐκκλησίας, ὧν ἡ μνήμη εἶνε αἰωνία.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος