Κάθε ναὸ τὸν ἀποτελοῦν πέτρες, χιλιάδες πέτρες, βαλμένες μὲ τέχνη ἡ μία πάνω στὴν ἄλλη. Ὅπως λοιπὸν ὁ ναὸς τῆς ἐνορίας μας ἔγινε ἀπὸ πολ­λὲς πέτρες, ἔτσι ὑπάρχει κ᾽ ἕνας ἄλλος ναὸς χτισμένος κι αὐτὸς μὲ «πέτρες», μικρὰ «τοῦ­βλα». Ὄχι χιλιάδες ἀλλὰ ἑκατομμύρια, δισεκα­τομμύρια μικρὰ – μικρὰ κομματάκια, ποὺ γιὰ νὰ τὰ δῇς πρέπει νὰ διαθέτῃς μικροσκόπιο.

Πῶς λέγονται; Κύτταρα. Ἑκατομμύρια κύττα­ρα εἶνε ὁ ἐγκέφαλος, ἑκατομμύρια κύτταρα τὰ ὀστᾶ, ἑκατομμύρια ἡ καρδιά, ἑκατομμύρια τὰ νεφρά κ.τ.λ.. Τὸ σῶ­μα τοῦ ἀνθρώπου εἶνε ὁ πιὸ θαυμαστὸς ναός. Ποιός ἔφτιαξε τὰ μάτια, τὰ αὐ­τιά, τὰ πνευμόνια, τὸ συκώτι, τὸ πάγκρε­ας, ὅλα αὐτὰ ποὺ φέρουμε πάνω μας!…
Ὅπως λοιπόν τιμοῦμε –πρέπει νὰ τιμοῦμε– τὸ Ναὸ ὅπου τελεῖται ἡ λατρεία μας, διότι ἂν ἀσεβοῦ­με σ᾽ αὐτὸν ὁ Θεὸς θὰ μᾶς τιμωρήση καὶ θὰ μᾶς στερήσῃ τὸ ναὸ καὶ τὴ λατρεία, ἔτσι νὰ τιμοῦμε καὶ τὸ ναὸ τοῦ σώματός μας.

Νὰ τὸν δι­ατηροῦμε δηλαδή καθαρὸ καὶ ἀμόλυντο, νὰ φροντίζουμε τὴν ὑγεία του καὶ νὰ σεβόμαστε τὴ ζωή του. Γι᾽ αὐτὸ εἶνε μεγάλο ἁμάρτημα ἡ φθορὰ τῆς ὑ­­γείας του κι ἀκόμη μεγαλύτερο ἡ ἀφαίρεσι τῆς ζωῆς, ὁ φόνος.

Ἂν γκρεμίσῃς μιὰ ἐκ­κλησιά, μπορεῖς νὰ φτειάξῃς ἄλλη· ἂν ὅμως σκοτώ­σῃς ἄνθρωπο, χίλιοι ἐπιστήμονες νὰ μα­ζευ­τοῦν, δὲν μποροῦν νὰ φτιάξουν ὄχι ὅ­λο τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου ἀλλὰ οὔτε ἕνα κύτ­ταρο, ἕνα μάτι, μιὰ καρδιά… Δὲν μποροῦν ν᾽ ἀ­ναστήσουν ἕνα νεκρὸ ἄνθρωπο· αὐτὸ μόνο ὁ με­γαλοδύναμος Θεὸς μπορεῖ νὰ τὸ κάνῃ.

Ὁ Χριστὸς λοιπόν, μὲ τὴν Ανάστασή Του ποὺ ἑορτάζουμε, αὐ­τὸ ἔδειξε στοὺς ἐχθρούς του, ὅτι εἶνε Θεός· ἡ Ἀνάστασις βεβαιώνει τὴν Θεότητα τοῦ Χριστοῦ. Θανατῶστε, Ἰουδαῖοι, τὸ σῶ­μα μου, ἐγὼ ὅμως σὲ τρεῖς μέρες θὰ ἐγερθῶ, θὰ ξαναχτίσω τὸ ναὸ αὐτόν, διότι εἶμαι Θεός. Ἀπίστευτα ἦταν αὐτά.

Εἶνε δυνατόν, ἀ­κούστηκε ποτέ, νὰ ταφῇ ἄνθρωπος, καὶ σὲ τρεῖς μέρες αὐτοδυνάμως, μόνος του, ν᾽ ἀνα­στηθῇ; Ὁ Χριστὸς τὸ ἔκανε αὐτό, τὸ θαῦμα τῶν θαυμάτων. Τί λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο;

* * *

Ὁ Χριστός, ἀδελφοί μου, σταυρώθηκε. Τί ὥρα τὸν σταύρωσαν; Μεσημέρι, ὅταν ὁ ἥλιος ἦταν στὸ μεσουράνημα. Καὶ πόσο ἄντεξε ­πά­νω στὸ σταυρό; Μόνο τρεῖς ὧρες. Ἦταν βα­σανισμένος. Τὸ κορμί του δὲν ἦταν σὰν τῶν ἀγέρωχων λῃστῶν ποὺ ἦταν σκληροὶ καὶ ἄν­τεχαν μέρες· ὁ Χριστὸς ἦταν εὐαίσθητη ὕπαρξι. Κουρασμένος, διψασμένος, πεινασμένος, πικραμένος – φαρμακωμένος, βάσταξε μόνο τρεῖς ὧρες. Στὶς 3 ἔγινε σκοτάδι πάνω στὴ γῆ, «ἀπὸ ὥρας ἕκτης ἕως ὥρας ἐνάτης» (βλ. Ματθ. 27,45). Ὁ ἥλιος ἔκρυψε τὶς ἀκτῖνες του. Ἔγινε σεισμὸς καὶ ταράχτηκε ὁ τόπος. Ἄ­νοιξαν τὰ μνήματα καὶ βγῆκαν πεθαμένοι έξω...

Σχίστη­κε τὸ καταπέτασμα τοῦ Ναοῦ (βλ. ἔ.ἀ. 27,51-52). Καὶ τότε μέσ᾽ στὸ σκοτάδι ἀκούστηκε ἡ φωνὴ «Τετέ­λε­σται» (Ἰω. 19,30)! Κ᾽ ἐκείνη τὴν ὥρα ἕνας ἄπιστος, ὁ ἐπὶ κεφαλῆς τοῦ ἀ­πο­σπάσματος, ὁ κεντυρί­ων – ἑ­κατόν­ταρχος Λογγίνος, ὅ­ταν εἶδε ὅλ᾽ αὐτά, πίστε­ψε καὶ εἶπε· «Ἀλη­θῶς Θεοῦ Υἱὸς ἦν οὗτος» (Ματθ. 27, 54).

Τρεῖς ἡ ὥρα ξεψύχησε ὁ Χριστός μας. Ἔγινε τέσσερις, πέντε, ἕξι. Ὅταν βασίλευε ὁ ἥ­λιος, νά κι᾽ ἔρχονται οἱ Μυροφόρες. Μαζὶ μὲ τὸν Ἰω­σὴφ καὶ τὸ Νικόδημο ξεκρέμασαν ἀπ᾽ τὸ σταυ­­ρὸ τὸ ἄχραντο σῶμα, τὸ ἔπλυναν μὲ ῥοδόστα­γμα, τὸ τύλιξαν σὲ σεντόνι καθαρό, τὸ ἔθαψαν σὲ τάφο σκαλισμένο σὲ βράχο, σὰν μικρὴ σπηλιά, καὶ ἔκλεισαν τὴν εἴσοδο μὲ μεγάλη πέτρα.

Παρασκευὴ βράδυ στὸν τάφο, Σάββατο ὅλη μέρα ὣς τὸ βρά­δυ στὸν τάφο, καὶ μετὰ τὰ μεσάνυχτα, Κυριακὴ πρωὶ πρὶν νὰ βγῇ ὁ ἥλιος – τί ἔγινε· ὅλος ὁ τόπος γύ­ρω ἀπ᾽ τὸν τάφο σείστηκε καὶ οἱ φύλακες ἔπεσαν μισοπεθαμένοι.

Οἱ Φαρισαῖοι εἶχαν πεῖ στὸν Πιλᾶτο· Αὐτὸς ὁ πλάνος εἶ­πε· “Μετὰ ἀπὸ τρεῖς μέρες θ᾽ ἀ­ναστηθῶ”· μπορεῖ λοιπὸν οἱ μαθηταί του νὰ ἔρ­θουν τώρα νὰ τὸν κλέψουν, κατόπιν νὰ διαδο­θῇ πὼς ἀναστήθηκε, καὶ τότε ἀλλοίμονο (βλ. ἔ.ἀ. 27,62-66). Γι᾽ αὐ­τὸ ἔβαλαν στρατιῶτες νὰ φρουροῦν ο­πλισμένοι τὸν τάφο. Ποιός πλέον τολμοῦσε νὰ πλη­­σι­άσῃ; Καὶ οἱ μαθηταὶ ἀκόμα εἶχαν κρυφτῆ.

Προτοῦ ὅμως χαράξῃ ἡ αὐγὴ ἦρθαν οἱ γυναῖ­κες μὲ πολύτιμα μύρα γιὰ ν᾽ ἀλείψουν τὸ Χριστό (βλ. Μᾶρκ. 16,1). Καὶ τί νὰ δοῦν· ἡ μεγάλη πέτρα εἶχε μετακινηθῆ καὶ οἱ φρουροὶ εἶχαν γίνει ἄφαντοι. Μέσα στὸν τάφο ἦταν μόνο τὰ σά­βανα, οἱ ταινίες καὶ τὸ σουδάριο (βλ Ἰω. 20,7). Κ᾽ ἕ­νας ἄγγελος φωτεινὸς τοὺς εἶπε· Μὴν κλαῖτε, μὴ θρηνεῖτε· ὁ Κύριος Αναστήθηκε! (βλ. Μᾶρκ. 16,6).

Ποιός πρωτάκουσε τὸ χαρμόσυνο μήνυμα; ποιά ἅγια αὐτιὰ ἄκουσαν πρῶτα τὸ «Χριστὸς ἀνέστη»; Τί ἁγία πού είναι ἡ θρησκεία μας! Τ᾽ ἄκουσαν βασιλιᾶδες, στρατηγοί, πλούσιοι, σοφοί; Ὄχι.

Ὅπως τὸ «Χριστὸς γεννᾶται» τ᾽ ἄκουσαν τσο­πάνηδες (βλ. Λουκ. 2,8-20), ἔτσι καὶ τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» δὲν τ᾽ ἄκουσαν μεγάλοι καὶ τρανοί. Τὸ ἄ­κουσε μιὰ γυναίκα. Ποιά; Ἀπ᾽ ὅλες τὶς γυναῖ­κες ποιά ἄξιζε νὰ τ᾽ ἀκούσῃ πρώτη;

Λέει τὸ Εὐαγγέλιο, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή. Ὄχι αὐτή. Τ᾽ ἄκουσε κάποια ἄλλη· τ᾽ ἄκουσε ἡ πονεμένη Μάνα, ἡ Παναγία!

Ἂς μὴν τὸ γράφῃ τὸ Εὐ­αγγέλιο. Δὲν τὸ λέω ἐγὼ αὐτό· τὸ λέει κάποιος ἅγιος, ποὺ ἤξερε καλὰ τὴ Γραφή, τὴν Ἐκ­κλησία, τὴν Παράδοσι· ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ποὺ τὰ ἅγια λείψανά του εἶνε στὴ Θεσσαλονίκη στὸ μητροπολιτικὸ ναό. Ἔζησε στὰ 1296-1359.

Ἦταν ἀσκητὴς κ᾽ ἔκανε θαύματα. Αὐτὸς λοιπὸν εἶπε καὶ ἀπέδειξε σὲ μιὰ ὁμιλία του, ὅτι τὸ πρῶτο αὐτὶ ποὺ ἄκουσε τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» ἦταν τῆς Παναγίας (βλ. Migne 151,236D κ.ἑ.).

Γι΄αυτό καὶ ψάλλουμε σήμερα· «Ὁ ἄγγελος ἐ­βόα τῇ Κεχαριτωμένῃ· Ἁγνὴ Παρθένε, χαῖρε, καὶ πάλιν ἐρῶ, χαῖρε· ὁ σὸς Υἱὸς ἀνέστη τριήμερος ἐκ τάφου» (θ΄ ᾠδ. Πάσχ.). Τὸ βλέπετε; Καὶ κατόπιν οἱ ἄλλες γυναῖκες τὸ πήρανε καὶ –φτε­ρὰ στὰ πόδια– πῆγαν στοὺς μαθητὰς ποὺ ἦ­ταν κλεισμένοι – ἀμπαρωμένοι· χτύπησαν τὶς πόρτες καὶ φώναξαν, Ἀνέστη ὁ Κύριος!…

* * *

–Μὰ ἐγώ, θὰ πῇ ὁ ἄπιστος, δὲν πιστεύω σ΄αυτά !…

--- Δὲν πιστεύεις; Καλά τί εἶσαι; Γεωργός; Ἐσὺ μὲ τὸ δισάκκι σου δὲν σπέρνεις στὸ χωράφι; Καὶ τί τὸν κάνεις τὸν σπόρο; τὸν θάβεις μέσ᾽ στὴ γῆ, κι αὐτὸς σαπίζει, ὅπως τὸ κορμί, καὶ ἀπ᾽ αὐτὸν ὕστερα βγαίνει ἕνα ὡραῖο στάχυ (γι᾽ αὐ­τὸ κάνουμε τὰ κόλλυβα).

Κάθε σπόρος (σι­τά­ρι, κριθάρι, καλαμπόκι κ.λπ.), ποὺ σαπίζει καὶ με­τὰ βλαστάνει, τί φωνάζει· «Χριστὸς Ανέστη»! Κ᾽ ἐκεῖνο τὸ ἀβγὸ ἀπὸ τὴν κόττα (γι᾽ αὐτὸ βάφου­με ἀβγά), εἶνε σὰν τὸν τάφο· ὅταν τὸ πουλάκι σπάει τὸ τσώφλι, τὴ στιγμὴ ποὺ βγαίνει τί λέει· «Χριστὸς Ανέστη»!

Κοιτάξτε καὶ ὅλη τὴ φύσι. Τὸ χειμῶνα ὅλα εἶνε νεκρά· ἀλλὰ τὴν ἄνοιξι ζων­τανεύουν, τὰ δέντρα βγάζουν νέα φύλλα, οἱ ἀμυγδαλιὲς στολίζονται σὰν τὶς νύφες, καὶ ὅλα τί σοῦ λένε· «Χριστὸς Ανέστη»!
Γι᾽ αὐτό, ἀδελφοί μου, πρέπει κι΄εσείς οι άπιστοι να πιστεύετε! Βουλῶ­στε τ᾽ αὐτιά σας στοὺς κράχτες τῆς ἀπιστίας. Πιστεύετε ὅπως οἱ προπάτορές μας, ὅπως οἱ ἁ­πλοϊκὲς εκείνες γυναῖκες, οἱ ἀγράμματες γιαγιάδες μας, ὅπως τ᾽ ἀθῷα παιδιά.

Ἂν ἐμεῖς ἀρνηθοῦ­με τὸ Χριστό, δὲν ἔχει ἀνάγκη Εκεῖνος ἀπὸ μᾶς, ἐμεῖς ἔχουμε ἀνάγκη Ἐκεῖνον. Κι ἂν ἐμεῖς ἀρ­νηθοῦμε τὸ Χριστό, καὶ οἱ πέτρες ποὺ πατοῦ­με θὰ σηκωθοῦν νὰ τὸν ὁμολογήσουν. Πιστεύ­ετε στὸ Χριστό, μετανοῆστε, ἐλᾶτε κοντά του.

Καὶ τότε μαζὶ μὲ τὴν Παναγία, τὶς μυροφόρες, τὸν Πέτρο, τὸν Παῦλο, τὸν ἑκατόνταρχο, μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς ἁγίους, πῆτε κ᾽ ἐσεῖς μὲ ὅλη τὴν καρδιά σας «Χριστὸς Ανέστη»!

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος