Ἀρρώστησε στό τέλος τῆς ζωῆς του γιά τέσσερις ἑβδομάδες περίπου. Δέν ἤθελε νά βγῆ στήν Θεσσαλονίκη γιά ἐξετάσεις. «Ἐδῶ στήν Παναγία, στήν μετάνοιά μου νά πεθάνω», ἔλεγε. «Ἄν βγῶ ἔξω, δέν θά γυρίσω ζωντανός σέ τέτοια ἡλικία». Ὁ γιατρός τῶν Καρυῶν τόν ρώτησε:
–Γέροντα, θέλεις νά βγῆς ἔξω νά πᾶς στό Νοσοκομεῖο; Θά σέ βγάλουμε μέ ἑλικόπτερο∙ δέν θά κουραστεῖς καθόλου.
–Τό ἑλικόπτερο ἔχει φτερά; ρώτησε.
–Ἔχει, τοῦ εἶπε ὁ γιατρός.
–Τότε καλύτερα νά φύγω μέ τόν Ἀρχάγγελο Μιχαήλ. Καί αὐτός ἔχει φτερά. Τί, νά ζημιώσουμε τώρα καί τό Δημόσιο;
Ἔκανε ὑπομονή χωρίς νά γογγύζη. Μᾶλλον εἶχε καρκίνο στά ἔντερα. Τόν ἔπιασε δύσπνοια καί ἀνορεξία. Σιγά–σιγά ἔκοβε τήν τροφή καί ζοῦσε μέ μία κουταλιά νερό. Ἐπεκαλεῖτο τήν Παναγία.
Μία ἑβδομάδα πρίν κοιμηθῆ δέν ἤθελε κανέναν δίπλα του. «Θέλω νά ἡσυχάσω», ἔλεγε. Εἶχε ἀφοσιωθῆ στήν προσευχή. Ὅσο καιρό ἦταν ἄρρωστος, σήκωνε τά χέρια του καί προσευχόταν ἐπικαλούμενος τήν Παναγία.
«Παναγούλα μου πάρε με νά ἡσυχάσω», ἔλεγε. Φαινόταν σάν κάτι νά ἔβλεπε, ἔστρεφε τό κεφάλι του δεξιά–ἀριστερά ἤ κοιτοῦσε ψηλά ἔχοντας ἤρεμο τό πρόσωπό του.
Τήν Δευτέρα τῆς Πέμπτης ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν εἶπε στόν π. Δαμιανό, τόν ὑποτακτικό του:
«Τήν Κυριακή πού θἄρθει, ἡ Παναγία θά μέ πάρει. Νά ἑτοιμάσης ὅλα τά ἀπαραίτητα γιά τήν κηδεία μαζί μέ 150 κεριά καί νά σοῦ δώσω τήν εὐχή μου».
Πράγματι, τήν Κυριακή τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας 4–4–94 ἦρθε ἡ Παναγία νά τόν πάρη∙ ἀφοῦ προηγουμένως εἶχε κοινωνήσει τῶν ἀχράντων Μυστηρίων καί μόλις ὁ ἱερέας τοῦ διάβασε τήν «εὐχήν εἰς ψυχορραγοῦντα», ἐνῶ οἱ πατέρες πού ἦταν παρόντες προσεύχονταν, προτελευταία του λέξη ἦταν «ὁ Δαμιανός».
Τότε τό καλογέρι του, τοῦ ἔβαλε μετάνοια ἐδαφιαία καί τοῦ φίλησε τό χέρι· μετά ὁ γερο Ἠλίας ἐπικαλέστηκε τήν Παναγία καί ξεψύχησε.
Στήν κηδεία του ἦταν 26 ἱερεῖς, πολλοί μοναχοί καί λαϊκοί. Ὅλοι μαζί ἦταν 150, ὅσους εἶχε προείπει ὁ γερο–Ἠλίας.
Τήν εὐχή του νά ἔχουμε. Ἀμήν.
Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση
https://enromiosini.gr/biografies/o-gero-ilias-apo/