Τὸ μεγάλο ἄ­γαλμα εἶνε ὅλο τὸ κοσμικὸ συγκρότημα, οἱ βασιλεῖες τοῦ κόσμου. Τὸ χρυσὸ κεφάλι εἶνε ἡ δική σου βασι­λεία, τῶν Βαβυλωνίων· βασιλεία πλού­του καὶ χλιδῆς, ντυμένη στὸ χρυσά­φι. Μετὰ ἀπὸ σένα, τὸ ἀσημένιο μέρος τοῦ ἀγάλματος εἶνε ἡ βασιλεία τῶν Μήδων καὶ τῶν Περσῶν (ποὺ ἐξε­­στράτευσαν κάποτε ἐναν­τί­ον τῆς μικρῆς μας πατρίδος).

Μετὰ ἀπὸ αὐ­τοὺς θὰ ἔρθῃ ἡ βασιλεία τοῦ χαλκοῦ – μπρού­τζου· τὸ μπρούτζινο μέ­ρος τοῦ ἀγάλματος, ποὺ εἶνε μὲν φτωχότε­ρο ἀλλὰ ἰσχυρό, εἶνε ἡ βα­σιλεία τῶν Μακεδό­νων, τοῦ μεγάλου Ἀλεξάν­δρου καὶ τῶν διαδό­χων του, ἡ βασιλεία τῶν Ἑλλήνων.

Μετὰ ἔρχεται τὸ σιδε­ρένιο μέρος, ἡ σιδηρᾶ βασιλεία τῶν ῾Ρωμαίων. Καὶ μετά; Ἐκεῖνο τὸ λιθαράκι, ποὺ δὲν θὰ τοῦ ἔ­δινε κανεὶς σημασία ὅταν ἀποσπά­σθηκε ἀπὸ τὰ σπλάχνα τοῦ ὄρους, εἶνε κάποιος ποὺ ὅ­ταν ἔλ­θῃ θὰ καταλύσῃ όλες τὶς κοσμι­κὲς βασιλεῖες...


Σήμερα, μετὰ τὴν πραγματοποίησι ὅλων αὐ­τῶν, βλέπουμε καθαρὰ ὅτι τὸ λιθαράκι ἐκεῖνο ἦταν τὸ Βρέφος τῆς Βηθλεέμ, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, καὶ τὸ ὄρος εἶνε ἡ Παναγία. «Λίθος ἀχειρότμητος ὄρους ἐξ ἀλαξεύτου σου, Παρθένε, ἀκρογωνιαῖος ἐτμήθη Χριστός», λέει στὴν Θεοτόκο ὁ ὑμνῳδός (Παρακλ. ἦχ. δ΄, Κυρ. ἀναστ. καν. ᾠδὴ θ΄).

Καὶ ἐνῷ ὅλες ἐκεῖνες οἱ κραταιὲς βασιλεῖ­ες πέρασαν κ᾽ ἔσβησαν, ἡ βασιλεία τοῦ Χρι­στοῦ, ἡ ἁγία μας Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, μένει καὶ θὰ μένῃ εἰς τὸν αἰῶνα.

Κάποια ἄλλη φορὰ ὁ Ναβουχοδονόσορ εἶδε τὸ ἑξῆς. Ἕνα δέντρο φύτρωσε πάνω στὴ γῆ, ἅ­πλωνε παντοῦ τὰ κλαδιά του καὶ ἡ κορυφή του ἄγγιζε τὸν οὐρανό. Οἱ καρποί του πολλοὶ ἔδιναν τροφὴ σὲ ὅλους. Τὰ κλαδιὰ καὶ τὰ φύλλα του πλούσια καὶ μέσα σ᾽ αὐτὰ φώλιαζαν ὅλα τὰ πουλιά. Κάτω ἀπ᾽ τὴ σκιά του ἔρ­χον­ταν ὅλα τὰ ζῷα καὶ τὰ θηρία. Ἀλλὰ κάποια στιγμὴ κατέβηκε ἕνας ἄγγελος ἀπὸ τὸν οὐ­ρα­νὸ καὶ φώναξε δυνατά·

Κόψτε τὸ δέντρο, ῥίξτε τὰ κλαδιὰ μὲ τοὺς καρπούς, μαδίστε τὰ φύλλα, διῶξτε τὰ πουλιὰ καὶ τὰ ζῷα· ἀπ᾽ ὅλο τὸ δέντρο νὰ μείνῃ μόνο ἡ ῥίζα· ἁλυσοδέστε τὸ δέντρο· θὰ μένῃ ἔξω, θὰ χάσῃ τὰ μυαλά του, θὰ γίνῃ σὰν τὰ ζῷα, θὰ τρώῃ χορτάρι καὶ θὰ μένῃ μὲ τὰ θηρία γιὰ ἑφτὰ χρόνια· καὶ μετὰ θὰ ξαναγίνῃ ἄνθρωπος (βλ. Δαν. 4,7-13).

Καὶ πάλι μόνο ὁ προφήτης Δανιήλ, ποὺ ὁ Να­βουχοδονόσορ τὸν εἶχε μετονομάσει Βαλτάσαρ, ἔδωσε τὴν ἐξήγησι. Τὸ δέντρο αὐτό, εἶ­πε, εἶνε ἡ δική σου βασιλεία. Ὑπερηφανεύθη­κες, βασιλιᾶ, νόμισες τὸν ἑαυτό σου θεό. Ἀλλὰ θὰ ᾽ρθῇ ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ, καὶ γιὰ ἑφτὰ χρόνια θὰ χάσῃς καὶ τὰ μυαλά σου καὶ τὸ θρόνο σου· θὰ φύγῃς ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα, θὰ ζῇς ἔξω σὰν τὸ κτῆνος, γιὰ νὰ μάθῃς ὅτι μόνο «ὁ Ὕψιστος κυ­ρεύει τῆς βασιλείας τῶν ἀνθρώπων» (ἔ.ἀ. 4,22)· καὶ μετά, ἀφοῦ ταπεινωθῇς, τότε πάλι ὁ Θεὸς θὰ σὲ ξαναφέρῃ στὸ θρόνο.
Καὶ ἔγιναν ὅλα ἔτσι ἀκριβῶς.
Ὁ Δανιὴλ ἐξήγησε ἀκόμη ἕνα συνταρακτι­κὸ φαινόμενο, ὄχι ὄνειρο, τὸ ὁποῖο εἶδε ἐν ἐγρηγόρσει, ξυπνη­τός, ὄχι πλέον ὁ Να­βουχοδονόσορ ἀλλὰ ὁ γυιός του ὁ Βαλτά­­­σαρ. Αὐτὸς ὑ­πῆρξε πολὺ ἀσεβής. Δὲν ἀρ­κέστηκε μόνο στὸ νὰ ταπεινώνῃ τὸ γένος τῶν Ἑ­βραίων, ἀλλὰ καὶ σὲ ἕ­­να συμπόσιο ποὺ παρέθεσε στοὺς ἀξιωματού­χους του πῆρε τὰ ἱερὰ σκεύη, τὰ ὁποῖα εἶχε συλήσει ἀπὸ τὸ ναὸ τοῦ Σολομῶντος ὁ πατέρας του Ναβουχ­οδονόσορ, καὶ τὰ χρησι­μοποίησε ὡς κοινὰ κρασοπότηρα.

Ἐνῷ λοιπὸν ἔτρωγαν, διασκέδαζαν, γελοῦ­σαν καὶ κάγχαζαν, ἐνῷ ἡ μουσικὴ ἔπαιζε κι ὅ­λα ἦ­ταν ὡραῖα –ἔχει μεγάλη σημασία τὸ περι­στατι­κὸ αὐτό–, μέσα στὰ ᾄσματα τῶν πορνῶν καὶ παλλακίδων καὶ ὅλη τὴν κραιπάλη τῶν ἀ­νακτόρων, ξαφνικὰ ἐκεῖ στὴν αἴθουσα ἐμφανί­στηκε ἕνα θεϊκὸ χέρι κι ἀπέναντι ἀκριβῶς, καρσὶ ἀπὸ τὸ θρόνο ποὺ καθόταν ὁ Βαλτάσαρ, –τὸ παρατηροῦσε ὁ ἴδιος– ἔγραφε πάνω στὸν τοῖ­χο γράμματα. Μόλις τελείωσε τὸ γράψιμο, τὸ χέρι ἐξαφα­νίστηκε.

Ἀπ᾽ τὴ στιγμὴ ἐκείνη ὁ βασιλιᾶς ἔχασε τὸ χρῶμα του, τὰ γόνατά του πα­­ρέλυσαν· δὲν εἶχε πιὰ ὄρεξι γιὰ τίποτε. Πάγω­σαν τὰ γέλια, κοκκάλωσαν οἱ μουσικοί, βουβάθη­καν ὅλοι. Σκυθρωπὸς ὁ Βαλτάσαρ ζητοῦ­σε ἀπὸ τοὺς μά­γους του ἐξήγησι, τί σημαίνει τὸ φαινόμενο αὐ­τό· τοὺς ὑποσχόταν μεγάλα δῶ­ρα, μὰ κανείς δὲν μποροῦσε νὰ τοῦ πῇ κάτι. Τοῦ πρότειναν νὰ καλέσῃ τὸν Δανιήλ, καὶ μόνο αὐ­τὸς τοῦ ἔδωσε τὴ συνταρακτικὴ ἐξήγησι.

Βασιλιᾶ, τοῦ λέει, ὁ Θεὸς ἔδωσε στὸν πατέ­ρα σου τὴ βασιλεία καὶ τὸν ἔτρεμαν ὅλοι· ἀλ­λὰ ἐπειδὴ ὑπερηφανεύτηκε, ταπεινώθηκε μέχρι ἀποκτηνώσεως· καὶ μόνο ὅταν ἀναγνώ­ρισε ὅτι ὁ κυρίαρχος τῶν πάντων εἶνε ὁ Ὕψιστος, τότε ἐπανῆλθε στὸ θρόνο. Ἐσὺ δὲν διδάχθηκες ἀπὸ τὸ πάθημα τοῦ πατέρα σου. Ὑ­ψώ­­θηκες ἀντιτασσόμενος στὸ Θεό, λάτρεψες τὰ ἄ­ψυχα ξόανα, καὶ ἀσέβησες κάνοντας κρασοπό­τητα τῶν μεγιστάνων καὶ τῶν παλλακίδων σου τὰ ἱερὰ σκεύη τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ.

Γι᾽ αὐτὸ ἔστειλε χέρι καὶ ἔγραψε τὴν καταδίκη σου μὲ τρεῖς λέξεις· «μανή» (ὁ Θεὸς μέτρησε τὴ βα­σιλεία σου καὶ σήμανε τὸ τέλος της), «θεκέλ» (τὴ ζύγισε καὶ βρέθηκε λειψή), «φάρες» (διαι­ρέθηκε ἡ βασιλεία σου καὶ θὰ τὴ μοιραστοῦν οἱ Μῆδοι καὶ οἱ Πέρσες).

Αὐτὸ τὸ νόημα εἶχαν οἱ τρεῖς αὐτὲς ἑβραϊκὲς λέξεις (βλ. ἔ.ἀ. 5, 25-28).
Καὶ ὄντως ἡ προφητεία πραγματοποιήθη­κε· τὴν ἴδια νύχτα ὁ βασιλιᾶς τῶν Χαλδαίων Βαλτάσαρ δολοφονήθηκε ἀπὸ τοὺς Μήδους. Ἀπό­ψε, τοῦ εἶχε πεῖ ὁ Δανιήλ, τὸ βασίλειό σου κα­τα­λύεται.

Δὲν πρόλαβε λοιπὸν νὰ ὁλοκληρώ­σῃ τὸ λόγο του ὁ προφήτης καὶ στρα­τιὲς ἐ­χθρῶν διάβηκαν τὰ τείχη, μπῆκαν στὴ Βαβυ­λῶ­να, ἔ­βαλαν φωτιά, κατέστρεψαν τὰ ἀνάκτορα, ἀνέ­τρεψαν τὰ πάντα. Ἡ βασιλεία τῶν Βαβυλωνί­ων καταλύθηκε τὴν ἴδια νύχτα ποὺ ὁ Βαλτά­σαρ εἶδε τὸ φοβερὸ ἐκεῖνο ὅραμα.

* * *

Ζυγιζόμαστε, ἀδελφοί μου, ὅλοι στὴ ζωὴ αὐ­­τὴ μὲ πολλὲς ζυγαριές· μᾶς ζυγίζουν ὁ δάσκα­λος στὸ σχολεῖο, ὁ ἀξιωματικὸς στὸ στρατό, ὁ δικαστὴς στὸ ἑδώλιο· μᾶς ζυγίζουν οἱ γύ­ρω μας, τὰ παιδιά μας, ἡ κοινωνία, ἡ κοινὴ γνώμη, ἡ πατρίδα μας. Ὑπάρχουν διάφορες ζυγαριές.
Μὴ φοβᾶστε τὶς ζυγαριὲς τοῦ κόσμου, ποὺ ἀ­πατῶνται· μιά ζυγαριὰ νὰ φοβᾶστε, τὴ ζυγαριὰ τοῦ Θεοῦ, ποὺ τὰ ζυγίζει ὅλα ἀκριβοδικαί­ως. Δὲν μὲ νοιάζει, γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦ­λος, ἂν θὰ «ἀνακριθῶ ὑπὸ ἀνθρωπίνης ἡμέρας», ἀπὸ ἀνθρώπινο δικαστήριο· «ὁ ἀνακρίνων με ὁ Κύ­ρι­ός ἐστιν» (Α΄ Κορ. 4,3) καὶ τρέμω μὴν ἀκούσω «Με­τρήθηκες, ζυγίστηκες, καὶ βρέθηκες λειψός».

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος