Καὶ ὅμως αὐτὸς δὲν ἔμενε εὐχαριστημένος· κάτι τοῦ ἔλειπε. Κ᾽ ἔρχεται μπροστὰ στὸ Χριστὸ καὶ τοῦ λέει·
–Διδάσκαλε, τί πρέπει νὰ κάνω γιὰ νὰ κληρονομήσω τὴν αἰώνιο ζωή;
Ζητοῦσε τὸ κλειδὶ ποὺ θὰ τοῦ ἄνοιγε τὸν Παράδεισο. Καὶ ὁ Χριστὸς μὲ τὴν ἀπάντησί του δίνει σήμερα τὸ χρυσὸ κλειδὶ γιὰ νὰ μπῇ κάνεὶς στὸν Παράδεισο νὰ βρῇ τὴν αἰώνια εὐτυχία.
–Τί πρέπει νὰ κάνω, γιὰ νὰ γίνω εὐτυχής;
–Νὰ ἐκτελέσῃς τὶς ἐντολές, τοῦ ἀπαντᾷ ὁ Χριστός, τότε θὰ πᾷς στὸν Παράδεισο.
–Καὶ ποιές εἶνε οἱ ἐντολές; συνεχίζει ὁ νέος, κι ὁ Χριστός μας τοῦ ἀπαριθμεῖ μερικές·
–«Τὰς ἐντολὰς οἶδας (=ξέρεις ποιές εἶνε οἱ ἐντολές)· μὴ μοιχεύσῃς, μὴ φονεύσῃς, μὴ κλέψῃς, μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου»
Καὶ τότε ὁ νέος εἶπε ἕνα λόγο σπάνιο·
–Ὅλα αὐτὰ τὰ πέντε πράγματα τὰ τήρησα ἀπ᾽ τὰ μικρά μου χρόνια· ἀπὸ μικρὸ παιδὶ μέχρι τώρα πού ᾽μαι τριάντα χρονῶν, τὰ ἔκανα.
* * *
Τώρα ἐμεῖς, ἀγαπητοί μου, μὲ τὸ χέρι στὴν καρδιὰ ἂς ῥωτήσουμε· αὐτὰ τὰ πέντε πράγματα τὰ τηροῦμε; Αὐτὰ εἶνε μερικὲς ἀπὸ τὶς ἐντολὲς τοῦ Δεκαλόγου.
Γιατὶ δὲν λέει πολλὰ ἡ Ἐκκλησία· δέκα δάχτυλα ἔχεις – δέκα εἶνε οἱ ἐντολές. Κόβεις ἕνα δάχτυλό σου; Ὄχι βέβαια.
Ὅποιος κόβει μιὰ ἐντολή, θὰ τὸν κόψῃ ὁ Θεός !
Πέντε λοιπὸν ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἐντολὲς μᾶς ὑπενθυμίζει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο. Ἂς τὶς πάρουμε μία – μία.
√ Πῶς ἀρχίζει; μὲ τὸ «Μὴ μοιχεύσῃς».
Εἶδες τί σημασία δίνει σ᾽ αὐτό; Τὸ κορμί σου, λέει, ἄντρα ἢ γυναίκα, δὲν εἶνε δικό σου – ποιός σοῦ τό ᾽πε; Ἄντε μπρός, ἂν μπορῇς, φτιάξε ἕνα μάτι, ἕνα αὐτί, μιὰ καρδιὰ νὰ χτυπάῃ, ἕνα νεῦρο… Τίποτα δὲν μπορεῖς. Λοιπὸν δὲν εἶνε δικό σου· τὸ κορμί σου εἶνε τοῦ Θεοῦ· ἐκεῖνος σοῦ τό ᾽δωσε κ᾽ ἐκεῖνος ὁρίζει καὶ λέει· Ἔξω ἀπ᾽ τὸ γάμο, τὸν κανονικὸ γάμο, δὲν ἐπιτρέπεται σὺ ὁ ἄντρας νὰ ἔχῃς σχέσεις μὲ ἄλλη γυναῖκα, οὔτε σὺ ἡ γυναίκα σχέσεις μὲ ἄλλον ἄντρα. Αὐτὸς εἶνε νόμος τοῦ Θεοῦ, αὐτὰ λέει τὸ Εὐαγγέλιο, αὐτὰ λέει ἡ ἀνθρώπινη φύσι.
Ὅποιος ἀπὸ τοὺς δυό σας σμίξῃ μὲ ἄλλο κορμί, κάηκε! προτιμότερο νά ᾽πεφτε σὲ μιὰ φωτιὰ νὰ γίνῃ κάρβουνο, παρὰ στὴν πορνεία καὶ τὴ μοιχεία. «Μὴ μοιχεύσῃς», μὴν πᾷς μὲ ἄλλη γυναῖκα, μὴν πλησιάσῃς ξένη γυναῖκα.
√ Ἡ ἄλλη ἐντολὴ λέει «Μὴ φονεύσῃς». Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ κόψῃς τὴ ζωὴ τοῦ ἄλλου, νὰ τὸν ἀδικήσῃς στὴ ζωή του. Γιατί; Διότι ἐσὺ δὲν μπορεῖς νὰ φτειάξῃς ζωή· ὄχι ἄνθρωπο ἀλλὰ οὔτε ἕνα μυρμηγκάκι.
Ὅ,τι λοιπὸν δὲν μπορεῖς νὰ φτιάξῃς, μὴν τὸ καταστρέφεις. Ἂν γκρεμίσῃς ἕνα σπίτι, κάνεις ἄλλο· ἂν χαλάσῃς μιὰ πολιτεία, μπορεῖ νὰ κάνῃς μιὰ ἄλλη· ἂν γκρεμίσῃς μιὰ ἐκκλησία, μπορεῖς νὰ χτίσῃς ἄλλη. Ἀλλ᾽ ἐὰν σκοτώσῃς ἄνθρωπο; δὲν μπορεῖς νὰ κάνῃς ἄλλον ἄνθρωπο. Γι᾽ αὐτὸ λοιπὸν «μὴ φονεύσῃς», μὴ βάψῃς τὰ χέρια σου μὲ αἷμα.
√ Τὸ ἄλλο εἶνε «Μὴ κλέψῃς», μὴν πειράξῃς ξένο πρᾶγμα, κάτι ποὺ ἀνήκει σὲ ἄλλον. Ὅποιος πειράξῃ τὰ ξένα, πού ᾽νε βγαλμένα μὲ ἱδρῶτα, βάζει φωτιὰ στὰ δικά του, καίει τὸ σπίτι του.
√ Ἐπίσης· «Μὴ ψευδομαρτυρήσῃς». Μήτε στὴν καθημερινὴ ζωή σου, μήτε ἰδίως σὲ δικαστήριο. Προσπάθησε ν᾽ ἀποφύγῃς τὸν ὅρκο. Λέγε πάντα τὴν ἀλήθεια. Νὰ προτιμᾷς καλύτερα νὰ ζημιωθῇς παρὰ νὰ πῇς ψέματα.
√ Καὶ τέλος· «Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου». Μετὰ τὸ Θεὸ εἶνε οἱ γονεῖς. Μὴν τοὺς λυπήσῃς, μὴν πῇς κακὸ λόγο σ᾽ αὐτούς. Φρόντισέ τους, ξεκούρασέ τους, ἀνάπαυσέ τους. Πάρε τὴν εὐλογία τους. Ἅμα ἔχῃς τὴν εὐχὴ τῆς μάνας καὶ τοῦ πατέρα σου, «χῶμα θὰ πιάνῃς, μάλαμα θὰ γίνεται».
* * *
Αὐτὰ λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο. Κι ὁ νεαρὸς ἄρχοντας εἶπε ὅτι, Ὅλα αὐτὰ τὰ τήρησα.
Καὶ οἱ πρόγονοί μας τὰ τηροῦσαν αὐτὰ κατὰ κανόνα.
Σπάνιο ἦταν νὰ πάῃ τότε ἄντρας μέσα σὲ ξένο σπίτι νὰ τὸ μαγαρίσῃ. Τὸ διαζύγιο ἦταν ἄγνωστο. Ποῦ ν᾽ ἁπλώσῃ χέρι σὲ ξένο πρᾶγμα! Ἀνοιχτὰ εἶχαν τὰ σπίτια, τὶς ἀποθῆκες, τὰ πάντα. Χρυσάφι νά ᾽ταν στὰ πόδια τους, δὲν τὸ ἄγγιζαν. Οὔτε χωροφύλακες οὔτε ἀγροφύλακες χρειάζονταν (τώρα μᾶς χρειάζονται, γιατὶ κλέβουμε).
Νὰ πᾶνε σὲ δικαστήριο νὰ παλαμίσουν τὸ Εὐαγγέλιο; Νὰ σκοτώσουν ἄνθρωπο; μῦγα δὲν πατοῦσαν. Πατέρα καὶ μάνα τοὺς εἶχαν σὲ μεγάλο σεβασμό.
Τώρα ἐμεῖς; Δὲν χρειάζονται λόγια. Ἔχετε δάκρυα; Κλάψτε. Φρικτὴ ἡ κατάσταση…
√ Τό ᾽χω πεῖ καὶ ἄλλοτε· Ἂν ἔρθουν δύο ἁμαρτωλοὶ καὶ ποῦν· ὁ ἕνας ὅτι ἔβαλε δυναμίτη καὶ γκρέμισε μιὰ ἐκκλησιά, κι ὁ ἄλλος ὅτι τρύπωσε σὲ ξένο σπίτι κι ἀτίμασε τὴ γυναῖκα, βαρύτερο θεωρῶ τὸ δεύτερο. Πῶς κυριάρχησαν ἡ πορνεία καὶ ἡ μοιχεία; Φταῖνε τὰ νυχτερινὰ κέντρα, ποὺ ξαφρίζουν πορτοφόλια καὶ διαφθείρουν τὰ ἤθη.
Λέει ὁ Χριστὸς «Μὴ μοιχεύσῃς», κ᾽ ἐμεῖς –κρίμα– δὲν τὸν ἀκοῦμε.
√ Λέει ὁ Χριστὸς «Μὴ φονεύσῃς». Ὁ Κάιν σκότωσε τὸν Ἄβελ, μὰ δὲν ἡσύχασε, ἔτρεμε σὰν τὰ φύλλα. Ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς. Ὁ αἰώνας μας εἶνε ὁ πιὸ σκοτεινὸς κι ἁμαρτωλός. Δυὸ ἑκατομμύρια Χριστιανοὺς ἔσφαξαν σὰν ἀρνιὰ οἱ Τοῦρκοι στὴ Μικρὰ Ἀσία μπροστὰ στὰ μάτια τῶν Ἄγγλων καὶ Ἀμερικανῶν ποὺ γλεντοκοποῦσαν πάνω στὶς ναυαρχίδες τους. Καὶ πόσα ἑκατομμύρια σκοτώθηκαν στοὺς δύο παγκοσμίους πολέμους!
Καὶ τώρα δὲν πᾶμε καλά. Ἂν ἐκραγῇ τρίτος παγκόσμιος πόλεμος, αὐτὸς θά ᾽νε ὁ τελευταῖος πόλεμος, ὁ Ἁρμαγεδών (Ἀπ. 16,16).
Πουλῆστε ακόμη καί τὸ πουκάμισό σας κι ἀγοράστε Ἀποκάλυψι νὰ τὴ διαβάζετε !
√ Λέει ὁ Χριστὸς «Μὴ κλέψῃς», κ᾽ ἐμεῖς τὸν γράψαμε στὰ παλιά μας τὰ παπούτσια. Ἁρπάζει ἀπ᾽ τὸ στόμα τὸ ψωμὶ ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου καὶ καταπατεῖ τὴν περιουσία του. «Ἅρπαξε νὰ φᾷς καὶ κλέψε νά ᾽χῃς», σοῦ λένε.
Γι᾽ αὐτὸ σὲ Γαλλικὸ λεξικὸ ἡ λέξι Grec-Γκρὴκ ἐξηγεῖται = κλέφτης.
Γιατὶ μάθαμε ἀπὸ μικρὰ παιδιὰ νὰ μὴ σεβώμαστε τὰ ὑπάρχοντα τοῦ ἄλλου. Τὸ παιδί, ποὺ κλέβει σήμερα ἕνα ἀβγὸ κ᾽ ἡ μάνα του δὲν τὸ τιμωρεῖ, αὔριο κλέβει βόδι, γίνεται μεγάλος κλέφτης καὶ διαρρήκτης.
√ Ὅσο γιὰ τὸ «Μὴ ψευδομαρτυρήσῃς», ἐκτὸς ἀπὸ τὰ καθημερινὰ ψέματα, δίδονται τώρα ἐνόρκως ἀμέτρητες ψευδεῖς καταθέσεις. Μὰ προτιμότερο νὰ βάλῃς τὸ χέρι σου στὴ φωτιὰ παρὰ νὰ παλαμίσῃς στὸ Εὐαγγέλιο.
√ Τί νὰ πῶ γιὰ τὸ «Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου»;
Ἦρθε στὴ Μητρόπολη ἕνας γέρος μὲ κλάματα· πῆγε νὰ συμβουλέψῃ τὸ γυιό του κι αὐτὸς τὸν ἔδειρε. Ἀλλοίμονο σὲ ὅποιον σηκώνει χέρι στὸ γονιό του.
Κλαμένος μοῦ εἶπε κ᾽ ἕνας δάσκαλος· Βλέπω συμφορὲς νά ᾽ρχωνται.… Ὅπως ὁ βοριᾶς ῥίχνει τὰ φύλλα καὶ σπανίως κάποιο κρατιέται, ἔτσι θὰ περπατᾷς χιλιόμετρα νὰ βρῇς Χριστιανό. Τὸ εἶπε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς· ἂν ἀδειάσουν οἱ ἐκκλησιές, θὰ γεμίσουν οἱ φυλακές. Καὶ νὰ ποὺ γέμισαν.
Ἀδελφοί μου· κρατῆστε κορμὶ καθαρὸ ἀπὸ πορνεία – μοιχεία, γλῶσσα καθαρὴ ἀπὸ βλαστήμια, χέρια καθαρὰ ἀπὸ κλοπή, καρδιὰ καθαρὴ ἀπὸ πάθη. Μείνετε πιστοὶ κι ὁ Θεὸς θά ᾽νε μαζί σας. Εὐλογημένα τὰ χωράφια, τὰ δέντρα, τὰ ζῷα, τὰ σπίτια σας, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος