Ποιοί εἶνε οἱ «λῃσταί», στοὺς ὁποίους ἔπεσε ὁ ὁδοιπόρος; Κατὰ τὴν ἑρμηνεία τῶν πατέ­ρων εἶνε οἱ δαίμο­νες· παραμονεύουν, ἐπιτίθεν­ται, προσ­βάλλουν μὲ λογισμοὺς ποὺ ἐνσπείρουν, ἐξάπτουν πάθη καὶ κακίες μας, προκαλοῦν τραύματα βαρειά, μᾶς σπρώχνουν σὲ θα­νάσιμες ἁμαρτίες, ποὺ πέφτουμε καὶ πληγωμένοι ἀπ᾽ αὐτὲς κινδυνεύουμε σοβαρά.

Λίγοι μόλις σπινθῆρες ζωῆς ἀπέμεναν πιὰ στὸν τραυματισμένο. Μόνος του νὰ σωθῇ ἦταν ἀδύνατο. Νὰ σωθῇ ἀπὸ ἄλλους ἐ­πί­σης ἀδύνατο· γιατὶ ἄλλοι ἀπ᾽ αὐτοὺς ἦ­ταν ἀδιάφοροι, καὶ ὅλοι γενικὰ ἦταν ἀνίκανοι νὰ τοῦ προσφέρουν τὴ θεραπεία. Πῶς σώ­θηκε ὁ ἄνθρωπος – ἡ ἀν­θρωπότητα;

Δι᾽ ἐ­κείνου ποὺ προφήτευε ὁ Ἠ­σαΐας κι ἀκοῦ­με τὰ λόγια του τὴ Μεγάλη Ἑ­βδομάδα (βλ. Ἠσ. κεφ. 53ο· στ΄ ὥρα Μ. Παρ.)· σώθηκε διὰ τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Σαμαρείτη · ἔτσι, μ᾽ αὐτὸ τὸ παρατσούκλι, τὸν ονόμασε ὁ κόσμος, οἱ κακοὶ καὶ φθονεροὶ Ἰουδαῖοι, γιὰ νὰ τὸν ἐξευτελίσουν. Καὶ μόνο αὐτό;

Καί τί δὲν ἄκουσε! Τοῦ εἶπαν, ὅτι «ἔ­χει δαιμόνιον», πὼς εἶνε δαιμονισμένος, τὸν εἶ­παν «Βεελζεβούλ», τὸν εἶπαν «φάγον καὶ οἰ­­νοπότην» (βλ. Ἰω. 8,48. Ματθ. 10,25,24-27. Μᾶρκ. 3,22. Λουκ. 11,15-19. Ματθ. 11,9).

Αὐτὸς λοιπόν, ποὺ καὶ τότε τὸν περιφρονοῦ­σαν καὶ σήμερα χυδαῖοι ἄνθρωποι τὸν περιφρο­νοῦν καὶ τὸν βλαστημοῦν, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, εἶνε ὁ καλὸς Σαμαρείτης. Ἐνῷ ἱππεύει τοὺς γαλαξίες καὶ τοὺς ἀστερισμούς, κατέβηκε στὴ γῆ, φόρεσε τὴν ἀνθρώπινη σάρκα, ἔγινε ὅμοιος μ᾽ ἐμᾶς. Πλησί­α­σε, ἔσκυψε πάνω μας καὶ θερά­πευσε τὶς πλη­γές μας· «ἐπέχεε», ἔχυσε πάνω σ᾽ αὐτές, «ἔ­λαιον καὶ οἶνον».

Μὲ τὸ «ἔλεον» καὶ τὸν «οἶ­νον» ἐννοεῖ τὴ διδασκαλία του, ποὺ εἶνε «ἔλε­ον» μὲν ὅταν ὁ λόγος εἶνε παρήγορος, οἰ­κοδο­μητικός, καὶ «οἶνος» ὅταν ὁ λόγος εἶνε ἐ­λεγ­κτικός, ἀφοῦ τὸ κρασί, μὲ τὸ οἰνόπνευμα ποὺ περιέχει, τσούζει ὅταν πέσῃ σὲ πληγή.
Κατόπιν ἀνέβασε τὸν τραυματία «ἐπὶ τὸ ἴ­διον κτῆνος». Πατέ­ρες τῆς Ἐκκλησίας τὸ ἑρμη­νεύουν ὡς ἑξῆς. «“Ἴδιον κτῆνος” λέγει τὸ σῶμα ὁ Χριστός, ὃ ὑπὲρ ἡμῶν ἀνέλαβεν ἐκ τῆς ἀχράντου παρθένου», ἐξηγεῖ ὁ Χρυσόστομος (P.G. 61,756-757)· καὶ ὁ Θεοφύλακτος Βουλγα­ρίας συμφωνεῖ λέγοντας· «ἐπὶ τὸ ἴδιον ὑποζύγιον, τουτέστιν ἐπὶ τὸ σῶ­μα αὐτοῦ» (P.G. 123,849). Ἐπάνω στὸ δικό του ἀμίαντο σῶμα φορτώθηκε ὁ Χριστὸς τὸν ἀσθενῆ ἄνθρωπο, μὲ ὅ­λες τὶς ἁμαρτίες καὶ τὶς ἀσθένειές του.
Τέλος τὸν ὡδήγησε «εἰς πανδοχεῖον», ἐκεῖ τὸν φρόντισε καὶ ἔδωσε ἐντολὴ στοὺς πανδοχεῖς νὰ ἐπιμεληθοῦν τὴν ἀποθεραπεία του.

* * *

Ἂς σταματήσουμε, ἀγαπητοί μου, στὴ λέξι «πανδοχεῖον». Ποιό εἶνε τὸ «πανδοχεῖον»; Εἶνε ὁ ναός, ἡ Ἐκκλησία. Γιατί λέγεται ἔτσι;

Ὅπως φανερώνει καὶ ἡ λέξι, «πανδοχεῖον» (ἀπὸ τὸ παν- καὶ δέχομαι) εἶνε ἕνα οἴκημα ποὺ δέχεται τοὺς πάντας· καὶ τὸν τσοπᾶνο καὶ τὸ βασιλιᾶ, καὶ τὸν ἄντρα καὶ τὴ γυναῖκα μὲ τὸ παιδί. Ἡ Ἐκκλησία λοιπὸν εἶνε πανδοχεῖο, γιατὶ ἔχει ἀνοιχτὴ τὴ θύρα της σὲ ὅλους, δέχεται κάθε ἄνθρωπο, δὲν κάνει ἐξ­αίρεσι· δὲν διώχνει κανένα, ἡ ἀγκάλη της εἶ­νε ἀνοιχτὴ γιὰ κάθε ἁμαρτωλό, καὶ τὸν μεγαλύτερο ἀκόμη, ἀρκεῖ μόνο αὐτὸς νὰ ἔχῃ μετάνοια.
Πανδοχεῖο ἐπίσης σημαίνει οἴκημα ποὺ μένει ἀνοιχτὸ ὅλες τὶς ὧρες, πρωὶ μεσημέρι βρά­­δυ καὶ νύχτα· ὅποια ὥρα νὰ πᾷς καὶ νὰ χτυπή­σῃς ἐκεῖ –τὸ ξέρουμε ὅσοι ἔχουμε ταξιδέψει στὴν ὕπαιθρο–, κάποιος θὰ σηκωθῇ νὰ σοῦ ἀ­νοίξῃ· θὰ σοῦ προσφέρῃ λίγη τροφή, ἕνα κρεβάτι ἔστω πρόχειρο· θὰ βρῇς λίγη ἀνάπαυσι ἀπὸ τὸν κόπο τοῦ ταξιδιοῦ.

Ἡ Ἐκ­κλησία λοι­πὸν παραβάλλεται μὲ πανδοχεῖο καὶ γι᾽ αὐτὸ τὸ λόγο· διότι γιατὶ κάθε ὥρα καὶ στιγμὴ δέχε­ται κάθε ταλαιπωρημένο ὁδοιπόρο τῆς ζωῆς. Ἔτσι πρέπει νὰ εἶνε· ἄλλο τώρα ἐὰν ἡ ἀμέλεια ἢ ἡ ἀπουσία ἢ ὁ «ἐπαγγελματισμὸς» ὡ­ρισμένων λειτουργῶν της τὴ μεταβάλλουν σὲ κατάστημα μὲ ὡρισμένες μόνο ὧρες λειτουρ­γίας πέρα τῶν ὁποίων «κατεβαίνουν τὰ ῥολά».

Ἀλλ᾽ ὅπως βλέπουμε στὴν παραβολή, τὸ πανδοχεῖο δὲν λειτούργησε μόνο ὡς ξενοδο­χεῖο· τὴ νύχτα ἐκείνη τὸ πανδοχεῖο ἔγινε καὶ ἰατρεῖο. Καὶ ὄντως ἡ Ἐκκλησία μας εἶνε ἰατρεῖο καὶ θεραπευτήριο – νοσοκομεῖο. Ἂν κάποτε παρευρεθῆτε σὲ ἐγκαίνια ἱεροῦ ναοῦ, καὶ προσέξετε τὶς εὐχὲς ποὺ διαβάζει ὁ ἀρ­χιερεύς, θ᾽ ἀκούετε σ᾽ ἕνα σημεῖο νὰ λέῃ· Κύριε τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, «κατάστησον», κάνε δηλαδή, τὸ ναὸν «αὐτὸν λιμένα χειμαζο­μένων, ἰατρεῖον παθῶν, καταφύγιον ἀσθε­νῶν, δαιμόνων φυγαδευτήριον»

Κάνε, λέει, Κύριε, τὸ ναὸ αὐτὸν καταφύγιο τῶν ἀ­σθε­νῶν καὶ ἰατρεῖο τῶν παθῶν. Κ᾽ ἕνα ἄλλο κα­τανυκτικὸ τῆς Παρακλητικῆς (ἦχ. δ΄ Κυριακὴ ἑσπέρας) λέει·
«…Τίς ὀδυνώμενος καὶ προσπίπτων
τῷ ἰατρείῳ τούτῳ οὐ θεραπεύεται;

Δημιουργὲ τῶν ἁπάντων καὶ Ἰατρὲ τῶν νοσούντων, πρὶν εἰς τέλος ἀπόλωμαι σῶσόν με».
Ὦ Ἰατρὲ τῶν ἀσθενῶν, λέει, ποιός ἄρρωστος ­τρέχει στὸ ἰατρεῖο τοῦτο καὶ δὲν γιατρεύεται;

Γιατρὸς ἐδῶ εἶνε ὁ Χριστός· καὶ στὴ θεία Λειτουργία ὁ Χρυσόστομος τὸν ὀνομάζει ἰ­ατρὸν «τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων ἡμῶν» .

Δὲν καταργοῦ­με τοὺς ἄλλους γιατρούς, ἀλλ᾽ ἐκεῖνοι ἔχουν περιωρισμένη δυνατότητα. Ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ μόνος Ἰατρός, ὁ ἰατρὸς μὲ ἀπόλυτη ἔννοια, μὲ ἀπεριόριστη θεραπευτικὴ δύναμι. Καὶ δὲν εἶνε λίγα τὰ δείγματά της καὶ στὴν ἐποχή μας. ­Γιατροὶ διάσημοι, ποὺ ἀπέλπισαν ἀσθενεῖς, εἶδαν κατόπιν κι αὐτοὶ τὴν ἀνέλπιστη θεραπεία διὰ τῆς πίστεως στὸ Χριστὸ καὶ ὡ­μολόγησαν, ὅτι θαῦμα ἔγινε διὰ τῆς δυνάμεως τοῦ Κυρίου.

«Δύναμις παρ᾽ αὐτοῦ ἐξήρχετο καὶ ἰᾶτο πάντας», λέει τὸ Εὐαγγέλιο (Λουκ. 6,19), ἔβγαινε ἀπὸ τὸ Χριστὸ μιὰ δύναμι μυστικὴ καὶ θεράπευε κάθε ἄνθρωπο. Ἔτσι ἦταν π.χ. ἡ αἱμορροοῦσα, ποὺ μόλις ἄγγιξε τὸ ἄκρο τῶν ἐνδυμάτων του, «παραχρῆμα», ἀμέσως, «ἔ­στη ἡ ῥύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς», σταμάτησε ἡ αἱμορραγία της (Λουκ. 8,44).

* * *

Οἱ θεραπεῖες στὸ σῶμα εἶνε, ἀγαπητοί μου, μικρὰ θαύματα· τὰ μεγάλα θαύματα εἶνε αὐτὰ ποὺ συντελοῦνται στὴν ψυχὴ μὲ τὰ ἱερὰ μυστήρια τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Ἀπὸ αὐτὰ ἐξ­έρχεται μυστηριώδης δύναμι, ὑπερκόσμιος ἠ­λεκτρομαγνητισμός, ποὺ θεραπεύει καὶ ἀ­να­γεννᾷ τὸν ἄνθρωπο.

Ἰατρὸς ὁ Χριστός, ἰατρεῖο του ἡ Ἐκκλησία· καὶ φάρμακα; Τὰ φάρμακα ἐδῶ εἶνε θεϊκὰ καὶ οὐράνια, πρακτικὰ καὶ ἀποτελεσματικά. Ἕνα φάρμακο ποὺ τό ᾽χουμε ἀνάγκη ὅλοι, γενικῆς χρήσεως, –κι ἀλλοίμονο ἂν δὲν τὸ πάρουμε– εἶ­νε ἡ μετάνοια.

Ἄλλα φάρμακα εἶνε· ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, τὸ εὐχέλαιο, ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ προσ­ευχή. Καὶ τέλος, πάνω ἀπ᾽ ὅλα, ὁ ἄρτος τῆς θείας εὐχαριστίας, «φάρμακον ἀθανασίας, ἀν­τίδοτος τοῦ μὴ ἀποθανεῖν ἀλλὰ ζῇν ἐν Ἰησοῦ Χριστῷ διὰ παντός» (Ἰγν. πρὸς Ἐφ. 20-21· P.G. 5,661Α-Β)· εἶνε ἡ θεία κοινωνία. Γι᾽ αὐτὸ ἡ σωτηρία στὸ πανδοχεῖο τῆς Ἐκκλησίας εἶνε ἀσφαλής.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος