Ποιό ἦταν τὸ μεγαλεῖο ­τους· πίστευαν, πίστευαν βαθειὰ στὸ Θεό, καὶ γι᾽ αὐ­τὸ ποὺ πίστευαν δάκρυζαν. Ἔμπαιναν στὴν ἐκ­κλησία κι ὅταν περνοῦσαν τὰ ἅγια κατανύσσον­ταν, γονάτιζαν, ἔκλαιγαν.

(Συγγνώμη. Εἴδατε σήμερα καν­έναν ἀπὸ μᾶς νὰ κλάψει; Ἐκεῖνοι ἔκλαιγαν, ὅ­πως τώρα κλαῖ­νε στὴ ῾Ρωσία, στὴν πρώην ἄ­θεη χώρα· ὅταν βγαίνουν τὰ ἅγια οἱ ῾Ρῶσοι συγκινοῦν­ται. Ἐ­μεῖς; ὁ ἕνας κοιτάζει τὸ ῥολόι του, ὁ ἄλ­λος χα­ζεύει, ὁ ἄλλος κουβεντιάζει… Ἐπανέρχομαι.)

Οἱ παλαιοὶ ἐκεῖνοι πίστευαν στὸ Θεό. Τί πίστευαν; Ὅτι ὑπάρχει Θεός, ἀφέν­της ὅλων, ποὺ ἔφτιαξε τὸν κόσμο· πίστευαν, ὅτι ὁ ἄν­θρωπος ἔχει μεγάλο προορισμό, ἔχει ψυχὴ ἀ­θάνατη· πίστευαν, ὅτι θὰ γίνῃ κρίσις παγκόσμια καὶ θὰ δώσουμε λόγο γιὰ τὰ ἔργα μας· πίστευαν ὅτι ὑπάρχει Παράδεισος καὶ ακόμη χειρότερο Κό­­λασι.

Καί, σύμφωνα μὲ τὴν ἁγνὴ πίστι τους, ἄ­στραφτε καὶ ἡ ζωή τους. Ψέματα δὲν ἔλεγαν, σὲ δικαστήρια δὲν πήγαιναν, χέρι δὲν ἔβαζαν ἐ­πάνω στὸ Εὐαγγέλιο νὰ ὁρκιστοῦν, εἶ­χαν ἀ­γάπη μεταξύ τους, στὶς οἰκογένειες τὰ ἀν­τρό­γυνα εἶχαν πιστότητα, δὲν ἀπατοῦ­σε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, πορνεία καὶ μοιχεία δὲν ἀκουγόταν. Τὸ διαζύγιο ἦταν ἄγνωστο· ἐπὶ τριακόσα χρόνια δὲν ὑπῆρχε διαζύγιο, μόνο τὸ φτυάρι τοῦ νεκροθράφτη χώριζε τὸ ἀντρόγυ­νο.

Προσεύχονταν, νήστευαν, ζοῦσαν σὰν ἄγγελοι.

Ἑόρταζαν καὶ τιμοῦ­σαν τὶς ἅγιες ἡ­μέρες. Κι ὅταν ἀντάμωναν ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλ­ο σὲ ἑ­ορτές, δὲν ἔλεγαν «χρό­νια πολλά» –τί νὰ τὰ κάνῃς τὰ χρόνια τὰ πολλὰ μέσα στὴν ἁ­μαρτία καὶ στὴ ῥαθυμία;–, ἀλλὰ τί ἔλεγαν· «καλὴ ψυχή», «καλὸν Παράδεισο»! Τ᾽ ἀκοῦτε ποτὲ σή­μερα αὐτά; Σβήσανε πλέον…

Ἐκεῖνοι πίστευαν. Τώρα οἱ σημερινοί, οἱ ἄν­θρωποι τοῦ αἰῶνος μας, παρ᾽ ὅλα τὰ μέσα καὶ τὶς εὐκολίες ποὺ ἔχουν, δὲν πιστεύουν. Ἡ ἀ­πιστία πῆρε μεγάλες διαστάσεις. Ζήτημα σήμερα μέσα στοὺς ἑκατὸ νὰ πιστεύῃ ἕνας μὲ τὴν καρδιά του.

Καὶ ποιά ἡ αἰτία; ἀπὸ ποῦ ἄρ­χισε ἡ ἀπιστία; «Τὸ ψάρι», λέει ἡ παροιμία, «βρωμάει ἀπ᾽ τὸ κεφάλι»· καὶ ἡ κοινωνία βρώμισε ἀπὸ τοὺς μεγάλους. Τὸ κακὸ ἄρχισε ἀπὸ τοὺς «γραμματισμένους», ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ πᾶνε στὰ πανεπιστήμια καὶ μαθαίνουν λίγα κολλυβογράμ­ματα –ὄχι γράμματα–, καὶ φουσκώνουν σὰν τοὺς γάλλους καὶ γίνονται ἀερόστα­τα ἀ­πὸ ἐγωισμὸ καὶ ὑπερηφάνεια· αὐτοὶ δίδαξαν στὸ λαό μας τὴν ἀπιστία καὶ ἀθεΐα.

Θέλετε ἕνα παράδειγμα; Ἐδῶ κοντὰ σ᾽ ἕνα χωριὸ ζοῦσε μιὰ γριά· ἦταν ἐνενήντα χρονῶν, ἄρρωστη στὸ κρεβάτι καὶ πλησίαζε νὰ πεθάνῃ. Ὁ κα­λὸς παπᾶς πῆγε νὰ τὴ δῇ.

–Γερόντισσα, τί κάνεις;

–Νά, πεθαίνω.

–Ἑτοιμάστη­κες γιὰ τὸ ταξίδι; θέλεις νὰ Εξομολογηθῇς, νὰ πῇς τὰ κρίματά σου, νὰ μεταλάβῃς; (εἶχε χρόνια νὰ ἐξομολογηθῇ καὶ νὰ κοινωνήσῃ). Κ᾽ ἐκείνη; Γέλασε ἡ γριά.

–Ἄ, παπᾶ, εἶπε, κάποτε τὰ πίστευα κ᾽ ἐγὼ αὐτά, τώρα πιὰ ὄχι.

–Γιατί, γιαγιά;

–Ἔχω ἕναν ἐγγονὸ ποὺ πάει στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Θεσσαλονίκης, σπουδάζει γιατρός, κι αὐτὸς μοῦ εἶπε· Γιαγιά, αὐτά, ὅ­τι ὑπάρχει Θεός, ἄγγελοι, Πανα­γιά, ἄλλη ζωή, εἶνε ψέματα… Καὶ ἡ γριὰ ἄκουσε τὸν ἐγγονό της…

Ψέματα λοιπὸν εἶνε; Ὄχι δὲν εἶνε ψέματα. Ἡ πίστι μας εἶνε ἀληθινή. Καμμιά θρησκεία δὲν ἔχει τὶς ἀλήθειες, τὰ μυστήρια, τὰ θαύμα­τα τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Εἶνε ζωντανὴ – ὁ­­λο­ζώντανη πίστι, ποὺ δὲν μποροῦν ὅλοι οἱ δαίμονες τῆς κολάσεως νὰ τὴν ξερριζώσουν ἀπὸ τὶς καρδιές.

Καὶ ἂν ὁ φοιτητὴς εἶπε πὼς δὲν ὑπάρχει Θεός ( πού έψαξε και το βρήκε;), μεγάλοι σοφοὶ καὶ ἐπιστήμονες πιστεύουν καὶ ὁμολογοῦν καὶ λατρεύουν τὸ Χριστό, καὶ λένε «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅ­ταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42).

Ἔχουμε ἀποδείξεις, ποὺ καμμιά θρησκεία δὲν ἔχει. Ἂν μπορῇς νὰ μετρήσῃς τὰ ἄστρα τ᾽ οὐ­ρανοῦ, θὰ μπορέσῃς νὰ μετρήσῃς τὶς ἀ­ποδείξεις καὶ τὰ θαύματα τῆς πίστεώς μας.
Ἀλλὰ παραπάνω ἀπ᾽ ὅλα αὐτὰ ποιό εἶνε; Πιστεύουμε – γιατί πιστεύουμε; Πιστεύουμε, δι­ότι τὰ διδάγματα τῆς πίστεώς μας τὰ εἶπε ἕ­νας ποὺ ποτέ δὲν εἶπε ψέμα, ποὺ μαρτύρησε γιὰ τὴν ἀλήθεια, ποὺ περνοῦν οἱ αἰῶνες καὶ ὅ­σα εἶπε βγῆκαν – βγαίνουν – καὶ θὰ βγοῦν μέχρι τέλους ἀληθινά.

Τὰ εἶπε ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος. Κι ὁ οὐ­ρανὸς ν᾽ ἀλλάξῃ, καὶ τὰ ποτάμια νὰ ξεραθοῦν, καὶ τὰ δέντρα νὰ μαραθοῦν, καὶ τὰ πάν­τα νὰ γίνουν ἄνω – κάτω, τὰ λόγια του θὰ ἐξακολουθοῦν νὰ ἰσχύουν. Ὁ ἥλιος θὰ σβήσῃ μιὰ μέρα, ἀλλὰ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ θὰ μένουν αἰώνια (βλ. Ματθ. 24,35). Τὸ εἶπε ὁ Χριστός; αὐτὸ φτάνει γιὰ μᾶς· ἀξίζει παραπάνω ἀπὸ κάθε ἄλ­λη βεβαίωσι. Μπροστὰ στὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν ὅλα τὰ θεωρούμενα μεγάλα πρόσωπα εἶνε μηδέν, πελώρια μηδενικά.

* * *

Τὸ εἶπε ὁ Χριστός. Τί εἶπε; Νά, σήμερα στὸ εὐαγγέλιο μεταξὺ τῶν ἄλλων εἶπε ἕνα λόγο ποὺ δὲν ὑπάρχει ζυγαριὰ νὰ τὸν ζυγίσουμε. Τ᾽ ἀκούσαμε. Τὸ προσέξαμε ἆραγε; Εἶπε· «Τί ὠ­φελήσει ἄν­θρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζη­μιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ;» (Μᾶρκ. 8,36). Ὁμιλεῖ περὶ ψυχῆς· λέει, ὅτι ὑπάρχει ψυχὴ ποὺ εἶνε ἀθάνατη καὶ αἰώνια.

Μὲ ἁπλᾶ λόγια. Ὑποθέστε, ὅτι ὑπάρχει ἕ­νας ἄνθρωπος ποὺ ἔχει ἄφθονα πλούτη, ὅτι ἔχει χρῆμα σὲ ὅ­λα τὰ νομίσματα (λίρες, ῥούβλια, δολλάρια, μάρκα)· ὑποθέστε ὅτι αὐτὸς κατέχει ὅλο τὸ χρυσάφι, ὅτι ἔχει συγκεντρώσει στὰ χέρια του ὅλα τὰ διαμάν­τια καὶ τοὺς πολύτιμους λίθους, ὅτι ἔχει ὅ­λους τοὺς θησαυροὺς τῆς γῆς· ὑποθέστε ὅτι αὐτὸς ἐξουσιάζει ὅλο τὸν πλανήτη μας, ὅτι κατέκτησε καὶ ὑπέταξε ὅλη τὴν οἰκουμένη· ὑποθέστε ὅτι εἶνε σὰν τὸ μέγα Ἀλέξανδρο, σὰν τὸ Σολο­μῶντα, σὰν τὸν Κροῖσο ἢ ἄλλους πλουσίους. Ὑποθέστε δηλαδὴ ὅτι αὐτὸς τὰ ἔχει ὅλα, ἀλ­λά…· ἔχασε ὅμως τὴν ψυχή του!

Τί λέτε, ἂν δώσῃ ὅλα αὐτὰ ποὺ κατέχει, μπορεῖ νὰ κερδίσῃ τὴν ψυχή του; Ὄχι! ἀπαντᾷ τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Δὲν ὑ­πάρχει «ἀν­τάλλαγμα τῆς ψυ­χῆς» (ἔ.ἀ. 8,36-37)· τόσο μεγάλη εἶνε ἡ ἀξία της. Ἡ ἀξία τῆς ψυχῆς εἶνε ἀνυπολόγιστη.

Αὐτὰ λοιπόν, ἀγαπητοί μου, διδάσκει τὸ εὐ­­­αγγέλιο. Γι᾽ αὐτὸ ἐμεῖς νὰ πιστεύουμε. Καὶ κλεῖστε τ᾽ αὐτιά σας, μὴν ἀκοῦτε κάτι ἡμιμαθεῖς ποὺ μιλᾶνε σὰν ἄθεοι. Ξέρετε ὅτι δυσ­τυ­χῶς στὴν Ἑλλάδα ἡ παιδεία ἔχει ὑποβα­θμισθῆ ἀρκετά, ξέφτισε πιά.

Τὰ ξένα πανεπιστήμια, τῆς Εὐρώπης καὶ τῆς Ἀμερικῆς, δὲν δέχονται τὰ χαρτιά μας. Δὲν μελετοῦν τὰ παιδιά, δὲν σπουδάζουν, δὲν κατέχουν τὴν ἀληθι­νὴ ἐπιστήμη, ἔχουν ἄλλα ἐνδιαφέροντα· εἶ­νε μιὰ κατάρα αὐτή. Μὴν παρασύρεστε λοιπόν.

Νὰ πιστεύετε, ὅπως οἱ πατέρες μας, ὅπως οἱ γενεὲς γενεῶν τῶν προγόνων μας. Καὶ ἂν συμβῇ μέσ᾽ στὸ σπίτι νὰ μὴν πιστεύῃ ὁ ἄν­τρας σου ἢ τὰ παιδιά σου, ἐσὺ νὰ πιστεύῃς. Καὶ ἂν μέσ᾽ στὸ χωριὸ ἔρθῃ ὥρα κατηραμένη, ποὺ νὰ μὴν πιστεύουν ὅλοι καὶ μείνῃς ἕνας, τότε καὶ ἕνας, ἕνας ἂν μείνῃς, μὴ φοβᾶσαι.

Δὲν θὰ νικήσουν οἱ πολλοί, θὰ νικήσῃ ὁ Ἕνας, ὁ Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος. Καὶ ἂν ἀκόμα στὸ ντουνιᾶ ὁλόκληρο γονατίσουν ὅλοι καὶ πιστέψουν στὸν διάβολο καὶ προσ­κυνήσουν τὸν ἑωσφόρο, ἕνας νὰ μείνῃς στὸν πλανήτη, ἐσὺ νὰ ἐξακολουθῇς νὰ πιστεύῃς.
Ἡ πίστις θὰ νική­σῃ, ἡ πίστις θὰ κυριαρχή­σῃ. Ἰησοῦς Χριστὸς νικᾷ εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος