Ὁ ὄχλος θὰ φωνάζῃ «Οὐά, ὁ καταλύων τὸν ναὸν καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις οἰκοδομῶν!» (Μᾶρκ. 15,29). «Εἰ υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ, κατάβηθι ἀπὸ τοῦ σταυροῦ» (Ματθ. 27,40). Καὶ ὅμως· κάτω ἀπὸ τὸ σχῆμα τοῦ ἐξουθενωμένου Ἰησοῦ κρυβόταν ὅλη ἡ Θεότης.
Θὰ ἦταν σὰν ὁ ἥλιος νὰ πλησίαζε καὶ νὰ ἄγγιζε τὴ γῆ· δὲν θὰ γινόταν ὅλη πυρίκαυστη; Ἀλλ᾿ ἐδῶ εἶνε τὸ θαυμαστό. Ὄχι ὁ ἥλιος, ἀλλ᾽ αὐτὸς ὁ ίδιος ο Δημιουργὸς τοῦ σύμπαντος κατέβηκε καὶ περπάτησε πάνω στὴ γῆ. Καὶ πῶς ἡ γῆ δὲν κάηκε;
Διότι ὁ Θεὸς ἦλθε ἐν σαρκί, ἐν δούλου μορφῇ. Συνέστειλε καί ἔκρυψε τὴ Θεότητά του.
Μὲ ὅσα ὅμως εἶπε, με όσα ἔκανε κι᾽ ἐξακολουθεῖ νὰ κάνῃ, ἀποδεικνύει ὅτι εἶνε Θεός. Τὸ ἔδειξε ὅμως τώρα ἀκόμη πιὸ καθαρά.
* * *
Στὴν Παλαιστίνη εἶνε τὸ ὄρος Θαβώρ. Ἔχει ὕψος 562 μέτρα ἀπὸ τὴ Μεσόγειο θάλασσα, κι ἀπὸ τὴ γύρω πεδιάδα (ποὺ εἶνε χαμηλότερη ἀπὸ τὴ θάλασσα) 620 μέτρα. Ἐκεῖ ἀνέβηκε ὁ Κύριος ἕξι μέρες μετὰ τὴν ὁμολογία τοῦ Πέτρου. Στὸ διάστημα τῶν ἕξι αὐτῶν ἡμερῶν δὲν φαίνεται νὰ κάνῃ κάτι. Στὰ Εὐαγγέλια ἐπικρατεῖ «σιγή», ποὺ συνήθως εἶνε προοίμιο μεγάλων γεγονότων…
Ἀφήνει τοὺς ἐννέα μαθητὰς καὶ παίρνει μαζί του τοὺς τρεῖς πιὸ ἀφοσιωμένους· τὸν Πέτρο γιὰ τὴν πίστι του, τὸν Ἰάκωβο γιὰ τὴν ἐλπίδα του, καὶ τὸν Ἰωάννη γιὰ τὴν ἀγάπη του. Κι ὅταν ἔφτασαν στὴν κορυφή, ἐκεῖ ἔγινε τὸ θαῦμα. Ὁ Ἰησοῦς ἄλλαξε μορφή, ἄφησε τὸ σχῆμα τῆς ταπεινώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ πρόσωπό του ἔλαμψε «ὡς ὁ ἥλιος, τὰ δὲ ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένετο λευκὰ ὡς τὸ φῶς» κι ἀστραφτερὰ σὰν τὸ χιόνι μὲ μιὰ ἄφθαστη λευκότητα (Ματθ. 17,2. Μᾶρκ. 9,3).
Προσέξτε αὐτὸ τὸ φῶς, γιατὶ πολὺς λόγος ἔγινε περὶ τῆς φύσεώς του. Κτιστὸ τὸ ὠνόμαζαν οἱ αἱρετικοί, ἄκτιστο τὸ κηρύττουμε εμείς οἱ Ορθόδοξοι. Τὸ Θαβώριο φῶς δὲν ἔχει σχέση μὲ τὸ ὑλικὸ φῶς. Γι᾽ αὐτὸ τὸ εὐαγγέλιο λέει, ὅτι τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ ἔλαμψε «ὡς ὁ ἥλιος».
Αὐτὸ τὸ «ὡς» ( = καθώς ) σημαίνει ὅτι τὸ Θαβώριο φῶς δὲν ἦταν τῆς φύσεως τοῦ ἡλιακοῦ φωτός. Ὅπως καὶ γιὰ τὸ Πνεῦμα τὸ Άγιο τὸ Εὐαγγέλιο γράφει, ὅτι κατέβηκε «ὡσεὶ περιστερά» (Ματθ. 3,16), δὲν ἦταν δηλαδὴ πραγματικὰ περιστέρι.
Λέει λοιπὸν ὅτι τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ ἔλαμψε «ὡς ὁ ἥλιος», διότι μεταξὺ τῶν φωτεινῶν σωμάτων δὲν ὑπάρχει ἄλλο λαμπρότερο ἀπὸ αὐτόν. Ὁ ἥλιος λαμβάνεται ὡς εἰκόνα τοῦ ἀδύτου Ἡλίου τῆς Θεότητος.
Ἐπανερχόμαστε στὸ θαῦμα. Τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἑκατέρωθεν τοῦ Ἰησοῦ ἐμφανίζονται δύο ἄνδρες ποὺ δέχονται τὶς μαρμαρυγὲς τοῦ θείου φωτός. Αὐτόφωτος ἕνας μόνο, ὁ Χριστός, ἑτερόφωτοι ὅσοι ἔχουν κοινωνία μαζί του. Ποιοί εἶνε οἱ δύο ἄνδρες; Ἔρχονται ἀπὸ τὰ βάθη τῶν αἰώνων.
Ὁ ἕνας ἔζησε καὶ πέθανε τὸν 15ο αἰῶνα π.Χ.· ὁ ἄλλος ἔζησε τὸν 8ο αἰῶνα, σὲ ἐποχὴ διαφθορᾶς, ἤλεγξε τὸ κακὸ καὶ ἁρπάχθηκε ζωντανὸς στὸν οὐρανὸ μὲ πύρινο ἅρμα. Ὁ πρῶτος εἶνε ὁ μέγας Μωυσῆς, ὁ ἄλλος εἶνε ὁ πύρινος προφήτης Ἠλίας. Οἱ τρεῖς μαθηταὶ τοὺς ἀναγνωρίζουν ἀμέσως.
Ἡ παρουσία τους δείχνει, ὅτι μετὰ θάνατον ὁ ἄνθρωπος δὲν ἐκμηδενίζεται, συνεχίζει νὰ ζῇ στὸν ἄλλο κόσμο, ἀπ᾽ ὅπου τὸν καλεῖ ὁ Κύριος ως Θεός ζώντων καὶ νεκρῶν (βλ. ῾Ρωμ. 14,9). Δείχνει ἀκόμη, ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶνε πάνω ἀπ᾽ ὅλους, εἶνε ὁ Μεσσίας ποὺ περίμεναν οἱ αἰῶνες, εἶνε Κύριος καὶ Θεός, ἐμπρὸς στὸν ὁποῖο γονατίζουν τὰ ἐπουράνια, τὰ ἐπίγεια καὶ τὰ καταχθόνια…
Οἱ δύο αὐτοὶ ἄνδρες δὲν μένουν βουβοί αλλά συνομιλοῦν μὲ τὸν Ἰησοῦ. Τὸ θέμα τους εἶνε ἡ δόξα τοῦ Χριστοῦ. Καὶ δόξα τοῦ Χριστοῦ εἶνε τὰ πάθη του, ὁ σταυρός του.
Οἱ τρεῖς μαθηταὶ μένουν ἔκθαμβοι. Ὁ Πέτρος μόλις τολμᾷ καὶ λέει· «Κύριε, καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι· εἰ θέλεις, ποιήσωμεν ὧδε τρεῖς σκηνάς, σοὶ μίαν, καὶ Μωσεῖ μίαν, καὶ μίαν Ἠλίᾳ…»
Μὰ πρὶν τελειώσῃ τὸ λόγο του μία φωτεινὴ νεφέλη σκιάζει τὸ Θαβὼρ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἀκούγεται ἡ φωνὴ τοῦ Πατρός, ἡ ἴδια ποὺ ἀκούστηκε στὴ βάπτισή του πάνω ἀπ᾽ τὸν Ἰορδάνη· «Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα· αὐτοῦ ἀκούετε». Οἱ μαθηταὶ ἀκοῦνε, τρέμουν καὶ πέφτουν μπρούμυτα. Ἀλλ᾿ ὁ Κύριος δὲν τοὺς ἀφήνει στὴν κατάστασι τοῦ τρόμου. Πλησιάζει, τοὺς ἀγγίζει κι ἀκούγεται γλυκειὰ ἡ φωνή του· «Σηκωθῆτε καὶ μὴ φοβᾶστε».
Ὅταν σηκώθηκαν κι ἄνοιξαν τὰ μάτια τους δὲν εἶδαν κανένα παρὰ μόνο τὸν Ἰησοῦ στὸ ταπεινὸ πάλι σχῆμα «τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου» όπως τον ήξεραν...
Ἐπειδὴ κάποιοι ὀρθολογισταὶ θέλουν νὰ παρουσιάσουν τὸ θαῦμα αὐτὸ ὡς ἕνα μῦθο σὰν ἐκείνους τῆς ἀρχαίας εἰδωλολατρίας ποὺ λέει ὁ Ὀβίδιος καὶ ἄλλοι ποιηταί, λέμε ὅτι ἡ Μεταμόρφωσις εἶνε πραγματικὸ γεγονός. Τὸ πιστοποιοῦν οἱ τρεῖς μαθηταὶ ὡς μάρτυρες ἀξιόπιστοι.
Ὁ Απόστολος Πέτρος στηριζόμενος στὸ γεγονὸς αὐτὸ διακηρύττει· «Οὐ γὰρ σεσοφισμένοις μύθοις ἐξακολουθήσαντες ἐγνωρίσαμεν ὑμῖν τὴν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ δύναμιν καὶ παρουσίαν, ἀλλ᾿ ἐπόπται γενηθέντες τῆς ἐκείνου μεγαλειότητος. Λαβὼν γὰρ παρὰ Θεοῦ πατρὸς τιμὴν καὶ δόξαν φωνῆς ἐνεχθείσης αὐτῷ τοιᾶσδε ὑπὸ τῆς μεγαλοπρεποῦς δόξης, Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, εἰς ὃν ἐγὼ εὐδόκησα, καὶ ταύτην τὴν φωνὴν ἡμεῖς ἠκούσαμεν ἐξ οὐρανοῦ ἐνεχθεῖσαν, σὺν αὐτῷ ὄντες ἐν τῷ ὄρει τῷ ἁγίῳ» ( επιστολή Β΄ Πέτρ. 1,16-18).
Μὴ πολυπραγμονοῦμε λοιπόν καὶ μὴν ἔχουμε τὴν ἀξίωσι νὰ καταλάβουμε ὅλο τὸ μυστήριο. Σ᾽ ἐμᾶς μένει νὰ συμμορφωθοῦμε μὲ τὴ φωνὴ τοῦ Πατρός· «Αὐτοῦ ἀκούετε», τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
* * *
Γιατί όμως ἔγινε, ἀδελφοί μου, ἡ Μεταμόρφωσις; Θέλησε ὁ Κύριος νὰ δώσῃ στοὺς μαθητάς του μία ἁπτὴ ἀπόδειξι περὶ τῆς Θεότητός του, ὥστε, ὅταν τὸν δοῦν «σταυρούμενον, τὸ μὲν πάθος νοήσωσιν ἑκούσιον ( θεληματικόν ), τῷ δὲ κόσμῳ κηρύξωσιν ὅτι αὐτὸς ὑπάρχει ἀληθῶς τοῦ Πατρὸς τὸ ἀπαύγασμα» γιὰ νὰ μὴν κλονιστοῦν ὅταν τὸν δοῦν στὸ Σταυρό, ἀλλὰ νὰ καταλάβουν ὅτι ἑκουσίως ( θεληματικώς ), παραδόθηκε στὸ θάνατο. Ἐπίσης θέλησε νὰ δείξῃ ὁ Κύριος, ὅτι ἡ ἀνθρωπίνη φύσις δὲν θὰ μείνῃ στὴ σημερινὴ ταπεινὴ κατάστασή της· θὰ ἐξυψωθῇ, θὰ λαμπρυνθῇ, θὰ ἔρθῃ μια μέρα ποὺ «οἱ δίκαιοι ἐκλάμψουσιν ὡς ὁ ἥλιος ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ πατρὸς αὐτῶν» (Ματθ. 13,43).
Γιατί ὁ Πέτρος παρακάλεσε «Κύριε, καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι»; Τὸ ὄρος ἦταν κατάξηρο· ἐκεῖ ὁ χειμώνας εἶνε δριμύς, τὸ θέρος ἀνυπόφορο. Καὶ ὅμως ἐκεῖ ἐπιθυμοῦσε ὁ Πέτρος νὰ μείνῃ. Γιατί; Διότι ἡ θεωρία τοῦ ἀκτίστου φωτὸς ἦταν γι᾿ αὐτὸν ἀρκετή…
Ἀλλὰ πάνω ἀπ᾽ τὸ Θαβὼρ εἶνε ὁ Γολγοθᾶς. Ἐκεῖ θὰ δοξαστῇ ὁ Χριστός, ἐκεῖ θὰ συντριβῇ ὁ ἐχθρός, ἐκεῖ θὰ τελεσθῇ ἡ θυσία καὶ θὰ δοθῇ ἡ ἄφεσις. Πρὸς τὸν Σταυρὸ θὰ βαδίσῃ κι ὁ Πέτρος. Τὸ ἴδιο καὶ στὴ ζωὴ κάθε πιστοῦ· ὑπάρχουν στιγμὲς εὐφροσύνης καὶ ἐνθουσιασμοῦ, ἀλλ᾿ αὐτὲς παρέρχονται καὶ σὲ λίγο ἡ φωνὴ τοῦ Κυρίου τὸν καλεῖ ν᾿ ἀφήσῃ τὸ Θαβώρ, νὰ κατεβῇ στὴν πεδιάδα, νὰ εἰσέλθῃ στὴ Γεθσημανῆ καὶ νὰ πιῇ τὸ πικρὸ ποτήριο…
Τέλος σ΄εκείνη τὴν εὐλαβῆ ψυχὴ ποὺ λέει, «Πόσο θὰ ἤθελα νὰ εἶμαι κ᾽ ἐγὼ στὸ Θαβὼρ νὰ δῶ τὴ δόξα τοῦ Κυρίου…»! λέμε τὰ ἑξῆς. Μὴ στενοχωριέσαι.
Ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ ἀπήλαυσαν οἱ τρεῖς μαθηταὶ ὑπάρχει κάτι πολὺ ἀνώτερο· εἶνε ἡ θέα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Στὸ Θαβὼρ οἱ μαθηταὶ εἶδαν μόνο μερικὲς ἀκτῖνες, ὅσο μποροῦσαν νὰ δοῦν· ἀλλὰ τότε οἱ δίκαιοι θ᾽ ἀπολαύσουν ὅλο τὸ φῶς τῆς τρισηλίου Θεότητος ! Εκεῖ θὰ ἐκπληρωθῇ ὁ μακαρισμὸς τοῦ Κυρίου· «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται» (Ματθ. 5,8).
Ἂς τοῦ λέμε λοιπόν· «Ἔθελξας πόθῳ με, Χριστέ, καὶ ἠλλοίωσας τῷ θείῳ σου ἔρωτι· ἀλλὰ κατάφλεξον πυρὶ ἀύλῳ τὰς ἁμαρτίας μου, καὶ ἐμπλησθῆναι τῆς ἐν σοὶ τρυφῆς καταξίωσον, ἵνα τὰς δύο σκιρτῶν μεγαλύνω, ἀγαθέ, Παρουσίας σου»
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος