Ἀλλ᾽ ἐνῷ δὲν εἶχε χρήμα­­τα, εἶχε κάτι ἄλλο ἀνώτερο· ἡ δύνα­μι καὶ τὰ θαύματά του, ὅ­πως ἀκούσαμε σήμε­ρα, δὲν περιγρά­φον­ται· «Τίς λαλήσει τὰς δυνα­στείας σου, Χριστέ; ἢ τίς ἐξ­αρι­θμήσει τῶν θαυμάτων σου τὰ πλήθη;»

Ἔκανε λοιπὸν κι᾽ ἐδῶ τὸ θαῦ­μα Του. Ἔσκυψε μὲ ἁπλότητα, ἔφτυσε κάτω, ἔ­κανε μὲ τὸ σάλιο λάσπη, ἄ­λειψε τὰ μάτια τοῦ τυφλοῦ καὶ τοῦ λέει·

Πήγαινε στὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλω­ὰμ καὶ πλύσου. Κι αὐτός, χωρὶς νὰ τοῦ φανῇ προσ­βλη­τικό, πῆγε, πλύθηκε, καὶ γύρισε βλέποντας!
Αὐτὸ ἦταν μεγάλο θαῦμα. Γιατὶ κι ἄλλα θαύ­­ματα ἔκανε ὁ Χριστὸς σὲ ἀσθενεῖς, ἀλλὰ ἐ­κεῖ­­να ἦταν θεραπεία κάποιας ἀσθενείας. Ἐδῶ δὲν εἶνε θεραπεία ἀσθενείας· Εδώ εἶνε δη­μιουργία ἐκ τοῦ μηδενός!

Διότι ὁ τυφλὸς αὐτὸς εκ γενετής μέσα στὶς κόγχες του δὲν εἶχε μάτι – βολβό. Ὑπάρχουν και τέτοιες περιπτώσεις.

 

Εἶδα σὲ χω­ριὸ τῶν Γρεβενῶν μιὰ μάνα μὲ ἕνα παιδάκι τυφλὸ καὶ μοῦ λέει·

-–Γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας γεννή­θηκε αυτό ἔτσι. Καὶ ὄντως τὸ παιδὶ αυτό προερ­χόταν ἀπὸ ἀθέμιτη σχέση...

Καὶ στὸν τυφλὸ τοῦ εὐαγγελίου δὲν ὑπῆρχε καθόλου βολβός· Εκ τοῦ μηδε­νὸς ὁ Χριστὸς δημιούργησε μάτια. Ἡ ἐπιστήμη τώρα προσπαθεῖ νὰ μεταφυτεύσῃ μάτια σὲ τυφλούς. Ἕνας τραγουδιστής, πάμπλουτος, ἔδινε ἑκατομμύρια γιὰ νὰ τοῦ δώσουν ἕ­να μάτι, καὶ βρέθηκε ἕ­νας Ἕλληνας φτωχαδάκι νὰ πουλήσῃ τὸ ἕ­να του μάτι!

Προχωρεῖ λοιπὸν ἡ ἐπιστήμη, ἔ­φτασε νὰ κάνῃ μεταμόσχευσι ζωντανοῦ ὀφθαλ­μοῦ, ἀλλὰ νὰ φτιάξει μάτι δὲν κατώρθωσε.
Θαυμαστὸ δημιούργημα τὸ μάτι· εἶνε ἡ τέλεια φωτογραφικὴ μηχανή. Φτάνει καὶ μόνο ἕ­να μάτι γιὰ νὰ πιστέψῃς ὅτι ὑπάρχει Θεός.

* * *

Ὁ Χριστὸς λοιπὸν ἔφτιαξε μάτια στὸν τυφλὸ καὶ ὁ φτωχός, γιὰ πρώτη φορά, εἶδε τὸν κόσμο! Αὐτὸ ὅμως, ποὺ ἦταν μία εὐ­εργεσία γιὰ τὸν ἴδιο καὶ τοὺς γύρω του, ὅταν τὸ ἔμαθαν οἱ Φαρισαῖοι τὸ χαρακτήρισαν ἔγκλημα.
Οἱ νόμοι εἶνε μαχαίρι δίκο­πο· Και στὰ χέρια μέν ἀ­γα­θῶν δικαστῶν λειτουργοῦν εὐεργετικά, στὰ χέρια ὅ­μως κακοποιῶν ἀλλοίμονο· αὐτοὶ κάνουν ὅ­πως ὁ ἀγγειοπλάστης· «ὅπου θέλει ὁ τσουκα­λᾶς τὰ κολλάει τ᾽ αὐτιά». Ἡ δικαιοσύνη εἶ­­νε ἀτελής· ἡ νομοθεσία στηρί­ζεται ἐ­πὶ τοῦ ῥωμαϊκοῦ δικαίου, ὄχι στὴ διδαχὴ τοῦ Ιησού Χριστού του Ναζωραίου.

Οἱ Φαρισαῖοι ἔψαξαν τὸ νόμο καὶ βρῆκαν, ὅ­τι τὸ Σάββατο ἀπαγορεύεται κάθε ἐργασία.

Κα­­τὰ τὸ σκεπτικό τους τὸ θαῦμα εἶνε ἐργασία ( !!! ), ἄ­ρα ἀπαγορεύεται κι αὐτό. Δὲν βλέπουν τὸ γε­γο­­νός, βλέπουν τὴν ἡμέρα. Ἑ­πομένως ὁ Χριστός, ποὺ «διῆλθεν εὐ­εργε­τῶν» (Πράξ. 10,38), ἔκανε ἔγκλη­­μα. Καὶ δὲν τολμοῦν νὰ τὸν πιάσουν, στή­νουν ὅμως δικαστήριο νὰ τὸν δικάσουν ἐρήμην. Μάρτυρες δύο, ὁ τυφλὸς καὶ οἱ γονεῖς του.

Φωνάζουν πρώτα τὸν τυφλὸ κι ἀφοῦ βεβαιώνον­ται γιὰ τὴν ταυτότητά του τὸν ἀνακρίνουν. Σύν­τομες οἱ ἀπαντήσεις του·

---Ἕνας ἄν­θρωπος ποὺ τὸν λένε Ἰησοῦ ἔκανε πηλό, μοῦ ἄλειψε τὰ μάτια, μοῦ εἶπε νὰ πάω νὰ πλυθῶ στὴν κολυμ­βήθρα τοῦ Σιλωάμ· πῆγα καὶ τώρα βλέπω. Βεβαί­ωσε τὸ θαῦμα καὶ ποιός τὸ ἔκανε. Καὶ ἐνῷ ἤ­ξερε τὴ δυσμένειά τους κατὰ τοῦ Χριστοῦ, ὅ­ταν τὸν ρώτησαν τί γνώμη ἔχει γι᾽ αὐτόν, εἶπε· Εἶνε προφήτης. Δυσαρεστήθηκαν. Ἀκοῦς ἐκεῖ, εἶπαν, νὰ θεωρῇ προφήτη τὸν ἐγκληματία…

Φωνάζουν τώρα τοὺς γονεῖς του. Τὸ δικαστήριο τοὺς ὑποβάλλει τρία ἐρωτήματα. Τὸ πρῶτο·

-–Εἶνε παιδί σας;

-–Μάλιστα. Τὸ δεύτερο·

–Ἦταν τυφλός;

–Ναί, ἔτσι γεννήθηκε. Τὸ τρίτο·

–Ποιός τὸν ἔ­κανε καλά; Ἐδῶ, ἐνῷ ἤ­ξεραν τὴν ἀλήθεια καὶ ὤφειλαν νὰ τὴν ποῦν ὅ,τι κι ἂν κοστίσῃ, ἀπαντοῦν· «Αὐτὸς ἡλικίαν ἔχει· αὐτὸν ἐρωτή­σατε· αὐτὸς θὰ σᾶς πῇ ».

Μὲ ἄλλα λόγια εἶπαν σὰν τὸν Πέτρο «Οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπον» (Ματθ. 26,72,74. Μᾶρκ. 14,71. Λουκ. 22,57).
Μεταβίβασαν τὴν εὐθύνη στὸ παιδί τους, «ἵ­να μὴ ἀποσυνάγωγοι γένονται» (Ἰω. 9,22· βλ. καὶ 12,42).

Τὸ «ἀποσυνάγωγος» σήμαινε στέρησι πολιτι­κῶν καὶ θρησκευτικῶν δικαιωμάτων, κοινωνι­κὴ ἀπομόνωσι, ἀπάνθρωπη στάση. Γι᾽ αὐτὸ δεί­λιασαν οἱ γονεῖς νὰ δώσουν τὴ μαρτυρία τους.
Οἱ δικασταὶ καλοῦν πάλι τὸν τέως τυφλὸ καὶ τὸν καλοπιάνουν· στὰ χείλη γλύκα, ἀλλὰ στὴν καρδιὰ χολή.

-–Πρόσε­ξε, παιδί μου, λένε· «δὸς δό­­ξαν τῷ Θεῷ», δόξασε τὸ Θεό, καὶ κατάθεσέ μας ὅ­τι αὐ­τὸς ὁ Ἰησοῦς εἶνε ἕνας «ἁμαρτωλός» (Ἰω. 9,24), ἕ­νας ἐγ­κληματίας!… Αὐ­τὸ ἤθελαν αὐτοὶ ν᾽ ἀκούσουν, μὰ δὲν ἀπέσπασαν τέτοιο λόγο ἀ­π᾽ τὸ στόμα του. Μὲ θάρρος ο τυφλός τοὺς ἀπαν­τᾷ·

-–Δὲν ξέρω ( τι μού λέτε εσείς…) ἂν εἶ­νε ἁμαρτωλός· ἕνα ξέρω, ὅτι ἤμουν τυφλὸς καὶ τώρα βλέπω.
Τὸν ξαναρωτᾶνε·

-–Τί σοῦ ἔκανε, πῶς σοῦ ἄ­νοιξε τὰ μάτια;

-–Μὰ σᾶς τὸ εἶπα ἤδη· γιατί θέλετε νὰ τὸ ξαναλέω; μήπως θέλετε νὰ γίνετε κ᾽ ἐσεῖς μαθηταί του;… Αὐτὸ ἔπεσε σὰν κερα­μίδα στὸ κεφάλι τους.

-–Ἐσὺ εἶσαι μαθητὴς ἐ­κείνου, τοῦ λένε μὲ περιφρόνησι, ἐμεῖς εἴμαστε μαθηταὶ τοῦ Μωυσῆ· ἐμεῖς ξέρουμε ὅτι στὸ Μωυσῆ μίλησε ὁ Θεός, αὐτὸν δὲν ξέρουμε ἀ­πὸ ποῦ ἦρθε.

-–Μὰ ἐδῶ ἀκριβῶς εἶνε τὸ θαυμα­στό, ὅτι ἐσεῖς δὲν ξέρετε ἀπὸ ποῦ ἦρθε, κι ὅ­μως ἐμένα μοῦ ᾽δωσε τὸ φῶς μου· καὶ ξέρουμε ὅτι ὁ Θεὸς ἁμαρτωλοὺς δὲν ἀκούει, ἀλλ᾽ ἐ­ὰν κάποιος εἶνε θεοσεβὴς καὶ τηρῇ τὸ θέλη­μά Του, αὐτὸν ἀκούει. Ἀπὸ καταβολῆς κόσμου δὲν ἀκούστηκε ὅτι ἄνοιξε κάποιος μάτια τυφλοῦ ἐκ γενετῆς· ἂν αὐτὸς (ὁ Ἰησοῦς) δὲν ἦ­ταν ἀπὸ τὸ Θεό, δὲν μποροῦσε νὰ κάνῃ τίποτα…

-–Ἐσὺ γεννήθηκες ὁλόκληρος μέσ᾽ στὶς ἁμαρτίες, ἀπαντοῦν ἐξωργισμένοι, καὶ τολμᾷς νὰ διδάσκῃς ἐμᾶς; Καὶ τὸν ἔβγαλαν ἔξω…
Βρέθηκε ἔτσι ἀπομονωμένος ἀπ᾽ τοὺς ἀν­θρώπους· ἀπ᾽ τὸ συνέδριο καὶ τὴν πνευματι­κὴ ἡγεσία, Γραμματεῖς καὶ Φαρισαίους, ὣς καὶ ἀπ᾽ αὐτοὺς τοὺς γονεῖς του· «ὁ πατήρ μου καὶ ἡ μή­­τηρ μου ἐγκατέλιπόν με, ὁ δὲ Κύριος προσ­ελάβε­τό με» (Ψαλμ. 26,10).

Καὶ πράγματι ὁ Κύριος δὲν τὸν ἐγκατέλειψε· μόλις βγῆκε, σὰν ἀθλητὴς ποὺ δι­έτρεξε τὸ στάδιο, τὸν περιμένει στὴν ἔξοδο τοῦ δικαστηρίου ὁ Χριστός, νὰ τὸν βραβεύσῃ, καὶ τοῦ λέει·

-–«Σὺ πιστεύεις εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ;».

-–Καὶ ποιός εἶνε, Κύριε, γιὰ νὰ πιστέψω; -

-–Εἶνε αὐτὸς ποὺ εἶδες, κι αὐτὸς ποὺ μιλά­ει τώρα μαζί σου.

-–Ἐσὺ λοιπὸν εἶσαι; «Πιστεύ­ω, Κύριε· καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ» (Ἰω. 9,35-38).

* * *

Αὐτό, ἀγαπητοί μου, εἶνε τὸ σημερινὸ θαῦμα. Ἀνοῖξτε στὸ σπίτι τὸ Κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο καὶ διαβάστε το· εἶνε στὸ 9ο κεφάλαιο. Θὰ σᾶς δώσω ἀπὸ αὐτὸ τρία ἄνθη, γιὰ νὰ ὀσφραίνεσθε.


     Στό πρῶτο. Λένε μερικοί·

-–Ἐγὼ γιὰ νὰ πιστέ­ψω θέλω θαύματα. Μὰ νά, οἱ Φαρισαῖοι βεβαι­ώθηκαν γιὰ τὸ θαῦμα· γιατί λοιπὸν δὲν πίστεψαν;

Ἀ­δέλφια μου, μὴ ἀπατᾶσθε· δὲν εἶνε ἡ ἔλλειψις θαύματος ἐκείνη ποὺ προκαλεῖ τὴν ἀπιστία, ὄχι· εἶνε ἡ διαφθορὰ τῆς καρδίας, ὁ φθόνος, ἡ μοχθηρία, ἡ ἄβυσσος τῶν παθῶν…


Στό ἄλλο ἄνθος. Θαυμάζω τὸν τυφλὸ γιὰ τὴν ὑ­πακοή του. Μόλις ἀ­κού­ει «Ὕπαγε νί­ψαι», ἀ­μέσως πηγαίνει (ὅπως καὶ στὴν παλαιὰ διαθή­­κη ὁ Νεε­μὰν ὁ Σύρος). Καὶ σ᾽ ἐμᾶς ὁ Χριστὸς λέει· Ὕπαγε, παιδί μου, νὰ ἐξομολογη­θῇς, νὰ λειτουργη­θῇς, νὰ βοηθήσῃς τὸν ἀνήμπορο. Θαυμάζω ἀκόμη τὸν τυφλὸ γιὰ τὸ θάρρος τῆς ὁμολογίας του· ἕνας αὐτός, τοὺς νίκησε ὅλους.


Στό τὸ τρίτο ἄνθος. Τί κατώρθωσαν οἱ Φαρι­σαῖοι μὲ τὸ νὰ βασανίζουν τὸν τυφλό; Τίποτα; Ἡ ἀλήθεια εἶνε σὰν τὸ καρφί, ποὺ ὅσο τὸ χτυ­πᾷς μπαίνει καὶ πιὸ βαθειὰ στὸ ξύλο· καὶ ἡ ἀλή­θεια, ὅσο τὴ χτυπᾷς, ῥιζώνει περισσότερο στὴν καρ­διὰ τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ φοβηθοῦμε.

Καὶ ἂν ὁλόκληρη ἡ Γῆ ἀρνηθῇ τὸν Ἐσταυρωμένο, φτάνει κ᾽ ἕνας τυφλός, ποὺ θὰ ἔχῃ τὴ δύναμι νὰ μαρτυρήσῃ, γιὰ νὰ καταρρί­ψῃ τὰ ἐπιχειρήματα τῆς ἀθεΐας.

Ὦ ἄθεοι, ὅσο μπορεῖ ἕνας τρελλὸς νὰ σβήσῃ τὸν ἥλιο μὲ τὸ σάλιο του, ἄλλο τόσο θὰ μπορέσετε κ᾽ ἐσεῖς μὲ τὰ «σάλια» σας νὰ σβήσετε τὴν Ἀλήθεια· ἡ δὲ Ἀλήθεια εἶνε ἕνας καὶ μόνο, ὁ Κύριος ἡ­μῶν Ἰησοῦς Χριστός· ὅν, παῖδες, ὑμνεῖτε καὶ ὑ­περυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος