Φτερωτὸς ὁ Ἰωσήφ, ἔχοντας βοηθὸ καὶ τὸ Νικόδημο, τὸν ἄλλο εὐγενῆ νυκτερινὸ μαθη­τὴ τοῦ Κυρίου, καὶ ἐνῷ ὁ ἥλιος πορφύρωνε μὲ τὶς τελευταῖες του πιὰ ἀκτῖνες τὴ γῆ, πλησιάζει τὸν φρικτὸ Γολγοθᾶ. Τί στιγμή!

Εὐλογημένα τὰ χέρια ἐκείνων ποὺ ἄγγιξαν τὸ ἀκήρα­το σῶμα τοῦ Θεανθρώπου, τὸ κατέβασαν ἀ­πὸ τὸ σταυρό, τὸ τύλιξαν σὲ καθαρὴ σιν­δόνα μὲ τὴ βοήθεια τῶν μαθητριῶν τοῦ Κυρίου καὶ μὲ ἀρώματα καὶ μύρα τὸ ἀπέθεσαν στὸ καινούργιο πέτρινο λαξευτὸ μνημεῖο. Τέλος ὁ Ἰωσὴφ σφραγίζει τὴν εἴσοδο τοῦ μνημείου μὲ μεγάλη λίθινη πλάκα.

* * *

Ἡ περικοπὴ τοῦ εὐαγγελιστοῦ, ἀγαπητοί μου, ἀφοῦ μνημόνευσε σήμερα τὸ ἀνδραγάθημα τοῦ Ἰωσήφ, κλείνει μὲ τὴν ἐμ­φάνισι τοῦ ἀναστημένου Κυρίου στὴ Μαρία τὴ Μαγδαληνή. Ὁ Χριστὸς ὅπως κατὰ τὴ γέννησί του πρώτους προσκυνητὰς δέχθηκε τοὺς βοσκοὺς τῆς Βηθλεέμ, ἔτσι κατὰ τὴν ἀνάστασί του τὸ πρῶ­το «Χρι­στὸς ἀνέστη» –ἔ­χει σημασία αὐτό, ὅ­πως ὅλα στὸ Εὐαγγέλιο– δὲν θέλησε νὰ τὸ ἀ­κούσουν ἄντρες, κάποιος ἀπὸ τοὺς ἀπο­στόλους, ἀλλὰ διὰ τοῦ ἀγγέλου νὰ τ᾽ ἀκούσῃ γυναίκα. Καὶ εἶνε αὐτὸ μεγάλη τιμὴ καὶ καύχημα τοῦ γυναικείου κόσμου.

Δι­ότι οἱ γυναῖ­κες ἦ­ταν αὐτὲς ποὺ ἀποχώρησαν τελευ­ταῖες ἀπὸ τὸν σταυρὸ τοῦ Κυρίου τὴ Μεγάλη Παρασκευή, καὶ οἱ γυναῖκες πάλι αὐ­τὲς ποὺ πῆ­γαν πρῶτες στὸ μνημεῖο τὴν Κυριακὴ τὸ πρωί.

Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο εἶνε ὕμνος τῶν μυροφόρων γυναικῶν, ποὺ δὲν λυπήθηκαν χρήματα γιὰ τὰ ἀρώματα, δὲν ὑπολόγισαν τοὺς στρατιῶτες τοῦ Πιλάτου, δὲν σκέφτηκαν τὰ σκοτάδια τῆς νύχτας, δὲν φοβή­θησαν τίποτε, ἀλλὰ ἀτρόμητες πῆγαν στὸν τάφο, γιὰ νὰ ἀ­λείψουν τὸ σῶμα τοῦ Θεανθρώπου.

Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο εἶνε ἐπίσης ὕμνος τοῦ Νικοδήμου, ὁ ὁποῖος βγῆκε ἀπ᾽ τὸ καβού­κι τῆς δειλίας του καὶ ἔδωσε τὸ παρὼν στὴν ταφὴ τοῦ Κυρίου καὶ τὴν ἔμπρακτη ὁμολογία ἀγάπης καὶ πίστεως στὸν Ἰησοῦ Χριστό.
Μ᾽ ἕνα λόγο τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο εἶνε ὕ­μνος μιᾶς σπανίας – σπανιωτάτης ἀρετῆς, ἡ ὁποία γίνεται ἀκόμη σπανιώτερη σὲ ἐποχὲς διωγμοῦ, ἐποχὲς σκληρές, κατὰ τὶς ὁποῖες πέ­φτει φόβος, τὰ στόματα φράσσονται καὶ οἱ ἄν­θρωποι δυσκολεύονται νὰ ἐκφράσουν ἐλεύθερα τὰ ὑψηλὰ καὶ εὐγενῆ αἰσθήματά τους. Εἶνε, λέω, ὕμνος τῆς ἀρετῆς ποὺ σπανίζει στὰ χρόνια μας· καὶ ἡ ἀρετὴ αὐτὴ ὀνομάζεται ἀνδρεία.

Οἱ ἥρωες τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου δὲν ἦταν λαγοί, ὅπως φάνηκαν οἱ μαθηταί, ποὺ κρύφτηκαν στοὺς θάμνους τῆς δειλίας τους, ἀλλὰ μὲ καρδιὰ λέοντος, μέσα στὴ νύχτα καὶ ἐνῷ κινδύνευε ἡ ζωή τους, τὰ πλούτη τους, τὰ ἀξιώματά τους, βάδισαν πρὸς τὸν φρικτὸ Γολγοθᾶ, γιὰ νὰ ἐκτελέσουν τὸ χρέος στὸν Θεάνθρωπο Λυτρωτή.

Ἀνδρεῖοι λοιπόν! αὐτὸ εἶνε τὸ δίδαγμα τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου· πρέπει νὰ μιμηθοῦμε τὸν Ἰωσήφ, τὸ Νικόδημο καὶ τὶς ἅγιες γυναῖ­κες, νὰ φανοῦμε γενναῖοι στὸν κόσμο αὐτόν.

Οἱ χριστιανικὲς κοινωνίες δύσεως καὶ ἀνατολῆς ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον σήμερα δὲν ἔχουν νὰ παρουσιάσουν ἡρωικὰ παραδείγματα κληρικῶν, μοναχῶν, λαϊκῶν, ἀνδρῶν καὶ γυναι­κῶν. Ὁ χριστιανικὸς κόσμος δυσ­τυχῶς ψυχορραγεῖ. Μιὰ δειλία ἀπαραδειγμάτιστη δέρνει τοὺς λεγομένους χριστιανούς. Εἶνε δειλοί, φοβιτσιάρηδες.

Θέλετε παραδείγματα;

Δὲν σοῦ ἀναθέτω μιὰ δύσ­κολη ἀποστολή, νὰ σηκωθῇς νύχτα, νὰ διασχί­σῃς μέρη ἐπικίνδυνα, δάση ὅπου κρύβον­ται λῃσταί· δὲν σοῦ λέω νὰ κάνῃς κατορθώματα γιὰ τὰ ὁποῖα ἀ­παιτεῖται μεγάλη αὐταπάρνησι καὶ ἡρωισμός. Δὲν σοῦ λέω νὰ σηκώσῃς βουνά· Αλλὰ, καλά οὔτε ἕνα χαλικάκι δὲν ἀποφασίζεις νὰ σηκώσῃς;

Τὸν βλέπεις· ἂν τὸν καλέσουν σὲ τραπέζι ἐπισήμων, ὅπου καγχάζουν καὶ εἰρωνεύον­ται τὴν πίστι μας, δὲν κάνει τὸ σταυρό του.

Ταξιδεύει μὲ τραῖνο ἢ ἀεροπλάνο, καὶ ἐνῷ νιώθει τὸν κίνδυνο καὶ μέσα του προσεύχεται, μιὰ φωνὴ τοῦ λέει νὰ μὴν τὸ δείξῃ.

Περνάει ἀπὸ ἐκκλησία ἢ ἐ­ξωκκλήσι κι ἀντὶ νὰ χαιρετίσῃ ἄφοβα, αὐτὸς κοιτάζει δεξιὰ κι ἀριστερά φοβισμένος μὴ τὸν δοῦν.
Τὸν βλέπεις· μπροστὰ σὲ ἄλλους δὲν πιάνει καὶ δὲν ἀνοίγει τὸ Εὐαγγέλιο.
Γνωρίζω ἕναν ἐπιστήμονα, ποὺ λέει· Θέλω νὰ πάω στὴν ἐκκλησία, ἀλλὰ ἂν μὲ δοῦν οἱ συνάδελφοί μου θὰ ποῦν· Βρὲ τὸν καλόγερο, βρὲ τὸν παπᾶ!…

Σὲ μύριες περιπτώσεις παρουσιάζεται αὐτὸ τὸ πνεῦμα τῆς δειλίας.

Οἱ νεοφώτιστοι ὅμως τσιγγάνοι τῆς Φλώρινας, ὅταν ἀποφάσισαν νὰ βαπτισθοῦν Ορθόδοξοι Χριστιανοί, ἀντιμετώπισαν μὲ γενναιότητα τὴν κατακραυγὴ τῶν ἄλ­λων ἀθιγγάνων.

Ὁ δειλὸς εἶνε ἀνάξιος νὰ λέγεται Χριστιανός, παιδὶ τοῦ Ναζωραίου, τοῦ πρωτομάρτυρος τῆς ἀληθείας ὁ ὁποῖος μπροστὰ στὸν Πιλᾶτο βροντοφώναξε· «Ἐγὼ εἰς τοῦτο γεγέννημαι καὶ εἰς τοῦτο ἐλή­λυθα εἰς τὸν κόσμον, ἵνα μαρτυρήσω τῇ ἀληθείᾳ» (Ἰω. 18,37).
Νὰ εἴμαστε γενναῖοι. Ἐὰν μᾶς νικᾷ ἡ δειλία, εἴμαστε ἀνάξιοι ἀδελφοὶ τῶν μυροφόρων, τοῦ Ἰωσὴφ καὶ τοῦ Νικοδήμου.
Γενναῖοι, ψηλὰ τὸ φρόνημα μέσα στὴν κοινωνία καὶ μέσα στὴν πατρίδα μας! Αὐτὸ μᾶς φωνάζουν οἱ τάφοι τῶν προγόνων μας.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος