Όταν μπήκε ο Αρχάγγελος στο υπερώο, είπε:

«Χαίρε, κεχαριτωμένη ο Κύριος μετά σου· ευλο­γημένη συ εν γυναιξίν.

Η δε ιδούσα διεταράχθη επί τω λόγω αυτού, και διελογίζετο ποταπός είη ο ασπασμός ούτος, και είπεν ο άγγελος αύτή· μη φοβού, Μαριάμ- εύρες γαρ χάριν παρά τω Θεώ. και ιδού συλλήψει εν γαστρί και τέξει υιόν, και καλέσεις το όνομα αυτού Ιησούν. ούτος έσται μέγας και υιός Υψίστου κληθήσεται, και δώσει αυτώ Κύριος ο Θεός τον θρόνον αυτού του πατρός αυτού, και βασιλεύσει επί τον οίκον Ιακώβ εις τους αιώνας, και της βασιλείας αυτού ουκ έσται τέλος.

Είπε δε Μαριάμ προς τον άγγελον πώς έσται μοι τούτο, επεί άνδρα ου γινώσκω; και αποκριθείς ο άγ­γελος είπεν αύτη· Πνεύμα Άγιον επελεύσεται επί σε και δύναμις Υψίστου επισκιάσει σοι· διό και το γεννώμενον Άγιον κληθήσεται, Υιός Θεού…

Είπε δε Μαριάμ· ιδού η δούλη Κυρίου· γένοιτο μοι κατά το ρήμα σου. Και απήλθεν απ’ αυτής ο Άγ­γελος» (Λκ. 1, 28-38).

Σας έχω πει πολλά τα προηγούμενα χρόνια γι’ αυτόν το μοναδικό στην Ιστορία του κόσμου διάλογο. Αλλά τώρα θα σταθώ στα λόγια του Αρχαγγέλου:

«Πνεύμα Άγιον επελεύσεται επί σε και δύναμις Υψίστου επισκιάσει σοι διό και το γεννώμενον Άγι­ον κληθήσεται Υιός Θεού».

Κανείς ποτέ, από τη δημιουργία του κόσμου και μέχρι τη συντέλεια του, δεν γεννήθηκε και δεν θα γεννηθεί κατά τον τρόπο, κατά τον οποίο γεννήθη­κε ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός. Κανείς ποτέ δε γεννήθηκε χωρίς άνδρα.

Κανείς δε γεννήθηκε και δε θα γεννηθεί με την επέλευση του Αγίου Πνεύματος. Σε κανέναν ποτέ δεν κατοίκησε το Άγιο Πνεύ­μα με τέτοια ολοκληρωμένη πληρότητα, με την ο­ποία εγκατοίκησε στην Παναγία Παρθένο Μαρία.

Κανέναν δεν επισκίασε η δύναμη του Υψίστου και τα μητρικά σπλάγχνα καμμίας γυναίκας δεν αγίασε, με τέτοια πληρότητα και δύναμη, όπως τα σπλάγχνα της Υπεραγίας Παρθένου Μαρίας.

Κρατήστε βαθειά στην καρδιά σας, αυτό που σας λέω για την πλήρη ενότητα του Πνεύματος του Θε­ού και της ανθρώπινης ουσίας της Μαρίας.

Η ψυχή και το πνεύμα του άνθρωπου έχουν την αρχή τους στο Πνεύμα του Θεού.

To δεύτερο κεφά­λαιο της Παλαιάς Διαθήκης λέει, ότι έπλασε ο Θε­ός τον πρώτο άνθρωπο, τον Αδάμ, «χούν από της γης και ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής» (Γέν. 2, 7).

Με το Πνεύμα του Θεού μόνο το πνεύμα του άν­θρωπου είναι δυνατόν να κοινωνεί, εφόσον από Ε­κείνον προέρχεται, όπως συμβαίνει και στην φύση, συγγενή δηλαδή μεταξύ τους πράγματα να έχουν πραγματική επικοινωνία.

Την δυνατότητα της αληθινής κοινωνίας με τον Θεό την διδαχθήκαμε από τον ίδιο τον Κύριο μας Ιησού Χριστό, ο οποίος λέει:

«Εάν τις αγαπά με, τον λόγον μου τηρήσει, και ο πατήρ μου αγαπήσει αυτόν, και προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ’ αύτω ποιήσομεν» (Ιω. 14, 23).

Αλλά και ο απόστολος Παύλος με κάποια έκ­πληξη ρωτάει τους Χριστιανούς της Κορίνθου:«Ουκ οίδατε ότι ναός Θεού έστε και το Πνεύμα του Θεού οικεί εν υμίν;» (Α’ Κορ. 3, 16).

Από τους βίους των Αγίων γνωρίζουμε για μιά πραγματική κοινωνία με τον Θεό, που είχαν στη ζωή τους οι άγιοι του Θεού. Γνωρίζουμε ότι αυτοί υπήρξαν κατοικητήρια του Πνεύματος του Θεού. Αλλά ακόμα και αυτή η βαθειά κοινωνία τους με το Θεό δεν μπο­ρεί να συγκριθεί μ’ εκείνη την ευλογημένη κατά­σταση, η οποία υπερβαίνει ακόμα και την κατάσταση των αγγέλων και των Αρχαγγέλων, στην όποια βρέθη­κε η Υπεραγία Παρθένος Μαρία μετά την επέλευση του Αγίου Πνεύματος.

Αυτό δεν μπόρεσε, η καλύτερα, δεν ήθελε να α­ντιληφθεί ο κακότυχος εκείνος αιρετικός Νεστόριος, ο οποίος ισχυριζόταν ότι η Υπεραγία Θεοτόκος γέννησε έναν κοινό άνθρωπο Ιησού Χριστό, με τον οποίο αργότερα ενώθηκε ο Θεός, γι’ αυτό και την Υπεραγία Παρθένο Μαρία την ονόμαζε Χριστοτόκο και όχι Θεοτόκο.

Αν, έστω και ελάχιστο, δίκαιο είχε ο Νεστόριος, τότε ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός θα ήταν όχι ο Υιός του Θεού και Θεάνθρωπος αλλά ένας από τους πολλούς μεγάλους αγίους, οι οποίοι ονομάζο­νται αληθινοί ναοί και μονές του Πατρός και του Υιού για την απέραντη αγάπη τους στον Θεό και την τέλεια εφαρμογή στη ζωή τους των εντολών του Χριστού. Όπως βλέπετε ο Νεστόριος δικαίως ανα­θεματίστηκε από την Τρίτη Οικουμενική Σύνοδο.

Σ’ αυτό το σημείο θα μπορούσα να τελειώσω τον εγκωμιαστικό μου λόγο προς τιμήν της μεγάλης αυτής εορτής του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Όμως δεν θέ­λω να προσπεράσω τα λόγια εκείνα του Αρχαγγέλου Γαβριήλ, τα όποια μπαίνουν σε κάθε καθαρή καρδιά:

«Χαίρε, κεχαριτωμένη· ο Κύριος μετά Σού».

Όλοι εσείς, που είστε ομόψυχοι με μένα, πέστε μου, μπορεί να υπάρχει ανώτερη και καθαρότερη χαρά από αυτή, που δίνει η αίσθηση ότι μαζί μας εί­ναι ο Κύριος! Ότι μας αγαπά, επειδή φυλάσσουμε τις εντολές Του και ότι θα έλθει μαζί με τον Άναρ­χο Πατέρα Του και θα κατοικήσει μαζί μας!

Της ανώτατης αυτής ευτυχίας και χαράς να μας αξιώσει ο Κύριος και Θεός μας Ιησούς Χριστός διά πρεσβειών της Υπεραγίας και Αχράντου Παρθένου Μαρίας! Αμήν.

( Λόγος του Αγίου Λουκά Αρχιεπισκόπου Κριμαίας εις τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου )

===================


25η Μαρτίου : Ή προσφορά του κλήρου κατά την Επανάσταση τού 1821.

«…Το εἶπα και τὸ ἐπαναλαμβάνω.

ΑΝ ΔΕΝ ΞΥΠΝΗΣΟΥΜΕ  ΕΜΕΙΣ  ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΛΗΘΑΡΓΟ, ΑΝ ΔΕΝ ΑΠΟΚΤΗΣΟΥΜΕ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥ ΚΑΙ ΥΠΕΡΑΝΩ ΟΛΩΝ ΝΑ ΕΧΟΥΜΕ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ, ΣΑΣ ΛΕΓΩ:

ΔΕΝ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΜΑΚΡΑΝ Η ΗΜΕΡΑ ΠΟΥ Η ΕΛΛΑΣ ΘΑ ΓΙΝΗ ΑΛΒΑΝΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΘΑ ΚΛΕΙΣΟΥΝ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΠΑΔΕΣ ΜΑΣ ΘΑ ΕΞΑΦΑΝΙΣΤΟΥΝ (*)
Ἄλλ᾽ ΟΧΙ ΧΡΙΣΤΕ, ΟΧΙ ΧΡΙΣΤΕ ΜΟΥ, ΔΕΝ ΘΑ ΓΙΝΗ Η ΕΛΛΑΣ ΑΛΒΑΝΙΑ, ΑΛΛΑ ΘΑ ΣΕ ΥΜΝΕΙ ΕΙΣ ΑΙΩΝΑΣ ΑΙΩΝΩΝ

Κι΄όμως...

  • Μετὰ ἀπό 34 χρόνια (2020-1986=34), βγαίνουν προφητικά τὰ λόγια τοῦ π. Αὐγουστίνου.
    Οἱ Εκκλησίες ἔκλεισαν, ἀπαγορεύονται οἱ λιτανεῖες ὅπως στὴν Ἀλβανία καὶ οἱ δεσποτάδες μας ἀφοῦ ὑπέγραψαν τὴν καταδίκη τους παρέδωσαν τὰ κλειδιά στοὺς ἀθέους και μασόνους ποὺ μᾶς κυβερνοῦν και ἐξαφανίστηκαν...


200 amerika LOGOTYPO


"...Ή ήμερα αυτή της μεγάλης Εθνικής επετείου μας έδωσε πέρυσι, αγαπητοί μου, την ευκαιρία να μιλήσουμε για τη συμβολή του Ελληνικού κλήρου στην προετοιμασία της επαναστάσεως του 1821. Κρυφό σχολειό, μοναστήρια, περιοδεύοντες ιεροκήρυκες, Νεομάρτυρες, και τέλος ηγετικές μορφές Ιεραρχών αποτελούν την προεπαναστατική προσφορά του ράσου στην ετοιμασία της εθνεγερσίας.)


Αυτές είναι οι υπηρεσίες πού προσέφερε ή Εκκλησία προ της επαναστάσεως. Κι όταν ήρθε πλέον ή ώρα, ποιες ήταν οι υπηρεσίες του κλήρου κατά την επανάσταση; Τι προσέφερε ό κλήρος στον αγώνα του 1821;

Αλλά, και αν εμείς σιωπήσουμε,οί λίθοι κεκράξονται !


Συνήθως θεωρούμε, ότι έγινε μία επανάσταση. Άλλ' αν ανοίξουμε την ιστορία θα δούμε, ότι πριν το 1821 έγιναν —μετρήστε— ένδεκα 11 Επαναστάσεις. Όλες πνίγηκαν στο αίμα. Οι Χριστιανοί ήταν πολύ διστακτικοί, δεν τολμούσαν πλέον να κάνουν κάτι. Ποιος κατόρθωσε να τους αναπτέρωση, να άρη τις αμφιβολίες; Ποιος τους κέντησε σαν βούκεντρο;

Κανένας με τη γραβάτα, μορφωμένος, φιλόσοφος; Ποιος άναψε τη θρυαλλίδα της επαναστάσεως;

Απαντά ή Ιστορία: ένας κληρικός!

Ό κληρικός αυτός είχε τα ελαττώματα του, τα γνωρίζω• παρ' όλα αυτά ήταν, όπως είπε κάποιος, ένας καυτερός ήλιος, πού έκανε τις αγουρίδες να ωριμάσουν.

Ήταν ό αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Δίκαιος, ή Παπαφλέσσας. Πρώτος αυτός κήρυξε την επανάσταση.


Μετά άπ' αυτόν ακολουθεί ατελείωτη σειρά κληρικών. Άλλοι από αυτούς αγωνίστηκαν ως μαχητές και έπεσαν ενδόξως στα πεδία των μαχών, όπως ή αγνή εκείνη μορφή, σαν το χιόνι καθαρός, ό Αθανάσιος Διάκος, πού ή μούσα στα δημοτικά τραγούδια τον απαθανάτισε με το πασίγνωστο «Για ιδές καιρό πού διάλεξε ό χάρος να με πάρει...».


Άλλοι υπήρξαν πνευματικοί ηγέτες και επίσκοποι. Στην πρώτη σειρά των ηρώων είναι ό Παλαιών Πατρών Γερμανός. Δεύτερος ό Αρτης Πορφύριος. Τρίτος ό Σαλώνων Ησαίας. Τέταρτος ό Βρεσθένης Θεοδώρητος. Πέμπτος ό Καρύστου Νεόφυτος. Εκτός το αηδόνι του αγώνος, ό Έλους Άνθιμος.


Έκτος αυτών υπάρχει ή σειρά των μαρτύρων ιεραρχών διότι εναντίον αυτών ξέσπασε ή λύσσα των κατακτητών. Στη Θεσσαλονίκη, ένα μήνα μετά την κήρυξη της επαναστάσεως, οί γενίτσαροι αρπάζουν νύχτα το μητροπολίτη Θεσσαλονίκης και τέσσερις άλλους μητροπολίτες, τους οδηγούν έξω στο Επταπύργιο, και στήνουν αγχόνες. Στο δρόμο οί ίδιοι έψαλαν τα της κηδείας τους και το «Μακαριά ή οδός, ή πορεύη σήμερον, ότι ητοιμάσθη σοι τόπος αναπαύσεως» (νεκρ. άκολ.). Πλησίασαν, πήραν τις θηλιές, τις ευλόγησαν και είπαν Χριστέ, σ' ευχαριστούμε, έφτασε ή ώρα μας. Ασπάστηκαν ό ένας τον άλλο λέγοντας• Αδέρφια, καλή αντάμωση στους ουρανούς. Μετά από λίγο δεν υπήρχαν στον κόσμο τούτο.


Στη Χίο, άλλο αστέρι αυτό, ό μητροπολίτης Πλάτων, τον όποιο κρέμασαν οί Τούρκοι έξω άπ' τη μητροπολίτου. Άλλ' εκεί ή σφαγή ήταν γενική και φοβερά. Κοκκίνισε ή θάλασσα από το αίμα! Από τους 90.000 μόνο 5.000 έμειναν ζωντανοί. Στην αμμουδιά της Χίου έβαλαν χάμω το σταυρό και είπαν Όποιος τον πατήσει θα ζήση, όποιος δεν τον πατήσει θα πεθάνει. Κανένας δεν τον πάτησε! Ζήτω ό σταυρός, ό Χριστός, ή Παναγία! φώναζαν και μαρτύρησαν όλοι. 85.000 μάρτυρες μαζί με το μητροπολίτη τους. Κανείς προδότης!

Και τα ευρωπαϊκά καράβια, εγγλέζικα γαλλικά και ιταλικά, ήταν έξω άπ' τη Χίο καί βλέπανε... Ποτέ ή Ευρώπη δέ' μας βοήθησε.

Άλλα πρέπει κ' εμείς να τιμωρηθούμε, γιατί έχουμε την ελπίδα μας σ' αυτούς και όχι στο Θεό Αλλά αστέρια έπειτα στην Κρήτη. Εκεί πέντε επισκόπους είχε ή Κρήτη, και οι πέντε εσφάγησαν! Στις σπηλιές, στα φαράγγια, στα ψηλά τα βουνά ακουγόταν πάντα το άσμα της λευτεριάς. Από τις 270.000 πού είχε ή Κρήτη στο τέλος του αγώνος μείνανε μόνο 100.000.


Άλλο αστέρι κάτω στην Κύπρο. Εκεί μαρτύρησαν ό αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός απαγχονιστείς και εκατοντάδες κληρικοί της νήσου.


Άλλ' εκεί πού το μαρτύριο αποκορυφώθηκε ήταν ή Κωνσταντινούπολις. Ή αγνότερα μορφή του αγώνος, πού ή θυσία του συνεκλόνισε το Πανελλήνιο, ήτο ό πατριάρχης Γρηγόριος ό Ε'. Τρεις φορές τον εξόρισαν στο Αγιον Όρος. Άγιος άνθρωπος, ασκητής καλόγερος, πού αγαπούσε το Θεό. Όταν ήρθε το τέλος ένα καΐκι ήταν έτοιμο να τον πάρη από την Πόλη. Όχι, θα μείνω εδώ, είπε. Λειτούργησε των Βαΐων, και στο τραπέζι είπε προφητικός•

«Σήμερα των Βαΐων θα φάμε ψάρια• μετ' ολίγας ημέρας θα μας φάνε τα ψάρια του Βοσπόρου».

Λειτούργησε τελευταία φορά τη νύχτα της Αναστάσεως και έψαλε με δάκρυα το «Χριστός ανέστη». Μετά τη λειτουργία τον περίμεναν. Τον άρπαξαν και τον κρέμασαν έξω από την πύλη των Πατριαρχείων. Μαζί του την ίδια μέρα κρέμασαν άλλους τρεις• τον Εφέσου Διονύσιο, τον Νικομήδειας Αθανάσιο, και τον Αγχιάλου Ευγένιο.

'Αλλά κ' ένας άλλος πατριάρχης κρεμάστηκε, ό Κύριλλος Ε', πού έμενε στην Αδριανούπολη' τον κρέμασαν οι Τούρκοι έξω άπ' τη μητρόπολη της Αδριανουπόλεως. Ό δε πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόφιλος δεν έμεινε να τον πιάσουν. Μόλις κηρύχτηκε ή επανάσταση άφησε την Αλεξάνδρεια και βγήκε στη θάλασσα και ευλογούσε το στόλο πηγαίνοντας από καράβι σε καράβι. Γιατί τότε κάθε ελληνικό καράβι είχε μέσα παπά• κάθε βράδυ έκαναν παράκληση στην Παναγία• Τετάρτη και Παρασκευή νήστευαν όλοι. Ό Κανάρης κι ό Μιαούλης δεν επέτρεπαν μέσ' στα καράβια βλαστήμια. «Τα καράβια είναι καράβια της Παναγιάς», έλεγαν.


Το συγκινητικότερο άπ' όλα ήταν, ότι ή ναυαρχίδα του ελληνικού στόλου με τον Κανάρη πήγε στο Αγιον Όρος και πήρε ένα σταυρό. Όλη νύχτα ταξίδευε με το φεγγάρι και πίσω της 15 πυρπολικά με τους ναύτες. Στα νησιά, όπου προσήγγιζε, έβγαιναν με τα λιβανιστήρια. Στην Ύδρα περίμεναν. Κι όταν έφθασε ό σταυρός, κατέβηκαν κάτω όλοι. Έβγαλαν οι νοικοκυρές τα προικιά τους και έστρωσαν το δρόμο πού θα περνούσε με τάπητες και με τα ενδύματα τους. Και μόλις βγήκε από τη ναυαρχίδα ό τίμιος σταυρός, καθώς περνούσε, γονάτιζαν όλοι λέγοντας «Σταυρέ, βοήθει μας». Κ' έδωσαν την υπόσχεση «Ελευθερία ή θάνατος». Αυτή ήταν ή φυλή μας.


Άλλ', αδέρφια μου, «επιλείψει με ό χρόνος» για να διηγηθώ τους άθλους όλων εκείνων των κληρικών, τους οποίους ανάξιοι δημοσιογράφοι υποτιμούν και σπιλώνουν.


Παρά λίγο όμως να λησμονήσω το Μεσολόγγι, πού θα 'ναι πάντα φωτεινό μετέωρο του αγώνος. Μέσα στο «φράχτη» αυτόν έμειναν 10.000 γυναικόπαιδα. Ποιος ήταν και εκεί ή ψυχή του αγώνος; Πάλι ρασοφόρος, ό επίσκοπος Ρωγών Ιωσήφ. Όταν οι οπλαρχηγοί αποφάσισαν να σφάξουν τα γυναικόπαιδα, εκείνος τους απέτρεψε. Στάθηκε εκεί, τους λειτούργησε, και κοινώνησαν για τελευταία φορά οι «ελεύθεροι πολιορκημένοι». Αν περάσετε καμιά φορά άπ' το Μεσολόγγι, να πάτε στο δημαρχείο της πόλεως να δείτε τον πίνακα ενός ξένου ζωγράφου πού παριστάνει την τελευταία κοινωνία την Μεσολογγιτών.

Δείχνει τον Ιωσήφ 'Ρωγών να κρατάει το δισκοπότηρο κ' έρχονται να μεταλάβουν οι μελλοθάνατοι, αυτοί πού μετά από λίγο δεν θα υπάρχουν στη ζωή. Ποτέ άνθρωποι δεν κοινώνησαν τόσο αξίως όσο αυτοί. Ό καθένας τους έλεγε «Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθεις εν τη βασιλεία σου» (Λουκ. 23,42).

Ασπάζονταν εχθροί και φίλοι. Ακουγόταν ένας κλαυθμός μέσα στο μυστήριο. Το δισκοπότηρο με το αίμα του Κυρίου γέμισε από δάκρυα. Κοινώνησαν όλοι το Χριστό. Και δεν ήταν πλέον άνθρωποι, άλλα «λέοντες πυρ πνέοντες». Και έμεινε ό 'Ρωγών εκεί. Του λένε οι οπλαρχηγοί•

—Θα σε πάρουμε μαζί, θα σε σηκώσουμε στους ώμους, θα σε βγάλουμε πέρα. —Όχι, λέει θα μείνω εδώ μαζί με τα παιδιά. Κ' έμεινε. Κι ανατινάχθηκε στον αέρα. Και το ράσο του δεσπότη έγινε το σάβανο της πόλεως.


Πόσοι είναι αυτοί οι κληρικοί; Ένας ξένος, Γάλλος φιλέλλην, πήγε από χωριό σε χωριό και τους μέτρησε. Πόσοι, νομίζετε, είναι; είναι, αγαπητοί μου, έξι χιλιάδες (6.000). Έξι χιλιάδες κληρικοί θυσίασαν τη ζωή τους για τη δόξα της Ελλάδος, για την ελευθερία της πατρίδος. Αυτοί με το αίμα τους πότισαν το δέντρο της ελευθερίας, κάτω από το οποίο εμείς αναπνέουμε σήμερα.
Αιωνία τους ή μνήμη.


+ Επίσκοπος Αυγουστίνος.