Ἔτσι λένε αὐτοί. Σφάλλουν ὅμως. Ἡ ὑγιὴς σκέψι ἀπὸ ἀρχαιοτάτης ἐπο­χῆς πίστευε, ὅτι πέρα ἀπὸ τὸ θάνατο ὑπάρχει ἄλλη ζωή· ὑπάρ­χει ἀθανασία ψυχῆς.

Κι’ ἐπειδὴ δὲν εἶνε δυνα­τὸν νὰ σᾶς παρουσιάσω ἐδῶ ὅλο τὸ πανόραμα τῆς ἀνθρωπίνης σκέψεως, ἀναφέρω μόνο ἕ­να φιλόσοφο, ποὺ ἔζησε 400 χρόνια πρὸ Χριστοῦ καὶ πίστευε στὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς.

Εἶνε ὁ Σωκράτης !

Ἦταν δίκαιος ἄνθρωπος, κ’ ἐπειδὴ ἔλεγε τὴν ἀλήθεια καὶ ὑπεδείκνυε τὸ σωστό, οἱ Ἀθηναῖοι τὸν μί­σησαν. Τὸν διέβα­λαν, τὸν πῆγαν στὸ δικαστήριο καὶ τὸν δίκασαν. Σὲ ὅ­­λη τὴ δίκη ἦ­ταν γαλήνιος.

Ὅταν ἄκουσε τὴν ἀπόφαση, ὅτι καταδικάζεται εἰς θά­νατον, δὲν ταράχτηκε. Φεύγω, λέει, ἀπ᾽ αὐ­τὸ ἐδῶ τὸ ἀν­θρώπινο δικαστήριο καὶ πηγαίνω σ᾽ ἕνα ἄλλο θεῖο δικαστήριο. Ἐκεῖ δὲν δικάζουν ἄδικοι κριταί. Ἐκεῖ θὰ μὲ δικάσουν ὁ Μίνως, ὁ Αἰα­κὸς καὶ ὁ ῾Ραδά­μανθυς, καὶ θ’ ἀποδώ­σουν δικαιοσύνη, ἐκεῖ θὰ βρῶ τὸ δίκαιο…

Λίγες στι­­γμὲς πρὶν πιῇ τὸ κώνειο, οἱ μαθηταί του τὸν ρώτησαν κλαίγοντας·

―Τί νὰ κάνουμε τὸ σῶμα σου, ποῦ νὰ σὲ θάψουμε; Κι αὐτὸς ἀ­πήντησε·

―Αὐτὸ ποὺ θὰ μείνῃ ἐδῶ δὲν εἶνε ὁ Σωκράτης. Ὁ Σω­κράτης πετάει ψηλά. Ὅπως ὁ ἀετὸς ἀ­νεβαίνει στὰ ὕψη, ἔτσι καὶ ἡ ψυχή μου. Πηγαί­νω ἐκεῖ ποὺ δὲ μπορεῖτε νὰ μὲ βρῆτε πλέον...


Αὐτὰ εἶπε. Ἀλλ’ αὐτὰ ποὺ εἶπε ὁ Σωκράτης καὶ ὁ Πλάτων κι ὁ Ἀριστοτέλης καὶ ἄλλοι σοφοὶ περὶ ἀθανασίας τῆς ψυχῆς, εἶνε ἁπλῶς ἕ­να ἀμυδρὸ φῶς, ἕνα κεράκι μέσ᾽ στὸ σκοτάδι τοῦ ἀρχαίου κόσμου. Ἀλλὰ τὸ κεράκι, ἡ ἀ­λή­θεια περὶ ἀθανασίας τῆς ψυχῆς, ἔ­λαμ­ψε σὰν τὸν ἥλιο – πότε;

Ὅταν ἦρθε στὸν κόσμο ὁ Χρι­στός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεὸς ποὺ ἔλαβε σάρ­κα ἀνθρωπίνη. Τότε ἀκούστηκαν λόγια, ποὺ δὲν ὑπάρχει ζυγαριὰ νὰ τὰ ζυγίσουμε. Ὅσο ἀξίζουν τὰ λίγα λόγια τοῦ Χριστοῦ, δὲν ἀξίζουν ὅλοι οἱ διάλογοι τῶν φιλοσό­φων. Ὁ Χριστὸς εἶπε· «Τί ὠφελήσει ἄνθρω­πον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημι­ωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;» (Μᾶρκ. 8,36-37). Κηρύττει ὁ Χριστὸς τὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς. Τὸ σῶμα, φθείρεται, καταστρέφεται, ἀλλὰ ἡ ψυχὴ μένει αἰωνία.

Αὐτὰ εἶπε ὁ Χριστὸς γιὰ τὴν ἀξία τῆς ψυ­χῆς. Καὶ σήμερα στὸ εὐαγγέλιο ἀπαντᾷ στὸ ἐρώτη­μα, τί γίνεται ὁ ἄνθρωπος μετὰ θάνατον; ποῦ πηγαίνει; Ἀπαντᾷ ἀπείρως πιὸ καθα­ρὰ ἀπ᾽ ὅ,τι ὁ Σωκράτης καὶ λέει τὴν παραβολὴ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου.

* * *

Ἦταν, λέει, ἕνας πλούσιος. Εἶχε μεγάλη πε­ριουσία· σπίτια, μέγαρα, ἀμπέλια, χωράφια, ἐλαιῶνες, ὑποστατικά, πλοῦτο ἀμέτρητο. Εἶ­χε ὅλα τ’ ἀγαθά, ἀλλὰ μόνο γιὰ τὸν ἑ­αυτό του· κοίταζε τί θὰ φάῃ, τί θὰ πιῇ, πῶς θὰ ντυθῇ, πῶς θὰ χαρῇ, τί γλέντι καὶ δι­ασκέδασι καὶ ἔρωτες θ’ ἀπολαύσῃ. Ἦταν ἕ­νας ὑλιστής. Σύνθημα εἶχε «Φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔ­­ρι­ον γὰρ ἀποθνῄσκομεν» (Ἠσ. 22,13· Α΄ Κορ. 15,32). Ὅλα γιὰ τὸν ἑαυτό του, τίποτα γιὰ τὸν ἄλλο. Νά ἡ ἁ­μαρ­τία ἡ μεγάλη, τὸ «Ἐ­γὼ» τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν τὸν κακίζει κανεὶς για­τὶ ἦταν πλούσιος· σὰν πλούσιος μποροῦσε νὰ κάνῃ καὶ πολλὰ καλά. Κακίζεται γιὰ τὴν ἀ­σπλα­χνία του. «Τὸν ἄσπλαχνο μὲ τοὺς ἀθέους θὰ κατακρίνῃ ὁ Θεός». Μόνο τὸ ἐγώ του ἤξερε.

Στὴν αὐλή του ζοῦσε ἕνα ῥάκος ἀνθρώπινης δυστυχίας, ὁ Λάζαρος. Ἦταν ἐκεῖ πεινασμένος, διψασμένος, ἄρρωστος, μὲ πληγὲς ποὺ ἔγλειφαν τὰ σκυλιά. Περίμενε ν᾽ ἀνοίξουν τὰ παράθυρα οἱ ὑπηρέτριες καὶ οἱ ὑπηρέται, νὰ τινάξουν τὰ τραπεζομάντηλα καὶ νὰ ῥίξουν τὰ ψίχουλα. Μὲ τὰ ψίχουλα ζοῦσε.

Εἶδα κι΄ ἐγὼ στὴν Κοζάνη κάτι παρόμοιο. Τώρα τὸ ψωμὶ τό ᾽χουμε ἄφθονο· ἀλλὰ τότε, τὸ ᾽42 – ᾽43, στὴ μεγάλη πεῖνα, πῆγα μιὰ μέ­ρα στὴν ἑ­­στία καὶ βλέπω πρωῒ – πρωῒ ἕνα παιδὶ μελανια­σμέ­νο καὶ ξυπόλητο.

Ἔτρεμε ἀπ’ τὸ κρύο καὶ σκυμ­μένο κάτω σάλιωνε τὸ δάχτυλό του καὶ μάζευε ὅ,τι ψίχουλα εἶχαν πέσει ἀπ’ τὸ συσσίτιο.
Ἔτσι ἔκανε καὶ ὁ Λάζαρος. Τέτοιοι «Λάζαροι» ὑπάρχουν πολλοὶ στὴν κοινωνία, ἀλλὰ εἴ­μεθα κ’ ἐμεῖς σκληροὶ σὰν τὸν πλούσιο. Ὅταν τὰ Χριστούγεννα ἔρχεται ὁ ἔρανος τὴν «Ἡμέ­ρα τῆς Ἀγάπης», οἱ πολλοὶ λένε· Δὲν ὑπάρχουν φτωχοί… Ἡ Ἐκκλησία ὅμως γνωρίζει πό­ση δυστυχία ὑπάρχει ἀκόμα.

Ὅποιος ἀμφιβάλ­λει, ἂς ἔρθῃ νὰ τοῦ δείξω τὰ σπίτια ποὺ ζοῦν οἱ «Λάζαροι». Δὲ γογγύζουν, δὲν ἐπαναστατοῦν, δὲν βγαίνουν στοὺς δρόμους νὰ ζητιανέψουν. Ὑπάρχουν. Τοὺς ξέρει ἡ Ἐκκλησία.
Τί θὰ πῇ Λάζαρος; Εἶνε ἑβραϊκὴ λέξι καὶ ἔ­χει σημασία. Σημαίνει «Ἔχει ὁ Θεός», ἔχε ἐμ­πιστοσύνη σ’ αὐτόν, ὅπως λέει ὁ ποιητής·
«Κι ἂν δὲν μοῦ μείνῃ ἐντὸς τοῦ κόσμου
ποῦ ν’ ἀκουμπήσω, νὰ σταθῶ,
ἐκεῖ ψηλὰ εἶν’ ὁ Θεός μου·
πῶς ἠμπορῶ ν’ ἀπελπισθῶ;».

Ὑπάρχει λοιπόν ὁ Θεός. Ἂν τὸ πιστεύῃς, εἶσαι Χριστι­­ανός· ἂν δὲν τὸ πιστεύῃς, δὲν εἶσαι τίποτα.

Περπατοῦσα κάποτε στὴ Θεσσαλονίκη καὶ βλέπω στὸ δρόμο ἕνα καροτσάκι μὲ τὴν ἐπιγραφή· «Ἔχει ὁ Θεός». Τὸ κινοῦ­σε ἕ­νας ποὺ που­λοῦσε πατάτες, ντομάτες, κρεμμύδια. Τὸν πλη­σίασα καὶ μοῦ ᾽πε τὴν ἱστορία του.

Ἦ­ταν Πόν­τιος πρόσφυγας, πατέρας μὲ ἑπτὰ παι­διά. Πιστεύω στὸ Θεό, λέει· σηκώνομαι τὸ πρωΐ, κάνω τὸ σταυρό μου, ξεκινῶ μὲ τὸ καροτσάκι, κ’ ἔτσι βγάζω τὸ ψωμί μου. Νά ἕνας ἀκόμη Λάζαρος !

Καὶ πῶς τελειώνει ἡ παραβολή; Πέθαναν, λέει, καὶ οἱ δύο, ὁ Λάζαρος καὶ ὁ πλούσι­ος. Ἀλλὰ τότε συνέβη κάτι φοβερό· δὲν ὑ­πάρχει Σαίξπηρ καὶ Δάντης νὰ τὸ περιγρά­ψῃ. Ἄνοιξαν τὰ μάτια τοῦ πλουσίου, ποὺ ὣς τότε ἦταν κλειστά, καὶ εἶδε ἕναν ἄλλο κόσμο ποὺ δὲν τὸν περίμενε... Βρέθηκε στὴν Κόλαση καὶ ἐκαίε­το...

Καὶ ἀπέναντι, σὲ μακρινὴ ἀπόστασι, μέσα στὸν παράδεισο, εἶδε τὸ Λάζαρο κοντὰ στὸν Ἀ­βραὰμ τὸν ἐλεήμονα. Καὶ φωνάζει·

―Πάτερ Ἀβραάμ, στεῖλε τὸ Λάζαρο, νὰ μὲ δροσίσῃ μὲ μιὰ σταλαγματιὰ νερό, γιατὶ ὑποφέρω.

Ὁ Ἀβρα­ὰμ τοῦ λέει·

―Αὐτὸ εἶνε ἀδύνατον· μᾶς χωρί­ζει «χάσμα μέγα» (Λουκ. 16,26).

―Σὲ παρακαλῶ, στεῖλε τον τοὐλάχιστον στὴ γῆ. Ἔχω πέντε ἀ­δέρφια, ποὺ ζοῦν ὅπως ζοῦσα κ’ ἐγώ, νὰ τοὺς πῇ ὅτι ὑπάρχει ἄλλος κόσμος.

―Ἔχουν τὸ Μω­ϋσῆ καὶ τὰς Γραφάς, ἂς τοὺς ἀκούσουν.

―Ὄ­χι, κύριε, λέει· ἂν κάποιος ἀναστηθῇ ἀπ’ τοὺς νεκροὺς θὰ πιστέψουν. Ἀλλ’ ὁ Ἀβραὰμ τοῦ λέει·

―Ἂν δὲν ἀκοῦνε τὸ Μωϋσῆ καὶ τὰς Γρα­φάς, οὔτε κι ἂν ἀκόμα ἀναστηθῇ νεκρὸς θὰ πιστέψουν.

* * *

Ὁ Κύριος μᾶς βεβαιώνει, ἀγαπητοί μου, ὅτι ἡ ψυχὴ εἶνε ἀ­θάνατος καὶ ὅτι ὑπάρχει κόλασι καὶ παράδεισος.
―Μὰ ποιός τὰ εἶδε αὐτά, τὸν ἄλλο κόσμο;
Αὐτὸ ζητᾷς; Ζητᾷς λοιπόν νὰ δείς;

Ναί, ἀλλὰ ἐγὼ σοῦ λέω, ὅτι πολλὰ πράγματα, ἐνῷ δὲν τὰ εἶ­δες, τὰ πιστεύεις. Ποιός ἀπὸ μᾶς λ.χ. πῆγε στὸ Βόρειο Πόλο, στοὺς Ἐσκιμώους, στὴν Ἀ­φρική, στὴν Ἰαπωνία, στὴν Αὐστραλία; Κι ὅ­μως πιστεύουμε ὅτι ὑπάρχουν, δὲν ἀμφιβάλλουμε, εἴμαστε βέβαιοι. Διότι τὰ εἶδε κάποιος δικός μας καὶ μᾶς βεβαιώνει.

Καὶ γιὰ τὴ μετὰ θάνατον ζωὴ λοιπὸν βεβαιώνει ὁ ίδιος ο Χριστός !
Ναί, αὐτὴ εἶνε ἡ πίστις μας. Τὸ πιστεύεις; εἶ­σαι Χριστιανός. Δὲν τὸ πιστεύεις; μὴν κορο­ϊδεύεις τὸ Θεό· οὔτε ἐκκλησία νά ᾽ρχεσαι, δὲν ὠφελεῖ σὲ τίποτα.

Ἡ ἐκκλησία εἶνε γιὰ τοὺς πι­στούς. «Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε» (θ. Λειτ).

Πιστεύεις; Ἔλα.

Δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ πολλοὺς ὁ χριστιανισμός, ἀ­πὸ μπουλούκια· πιστοὺς μόνο θέλει.

Γι’ αὐτὸ κάθε φο­ρὰ στὴ θεία λειτουργία, στὸ τέλος τοῦ Συμβό­λου τῆς πίστεως, λέμε· «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰ­ῶνος· ἀμήν».
Αὐτὴ εἶνε ἡ πίστις μας. Αὐτὰ διδάσκει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο. Καὶ μ’ αὐτὸ τὸ φρόνημα νὰ προσέξουμε κ᾽ ἐμεῖς νὰ ζήσουμε στὸν κόσμο τὸ μικρὸ διάστημα τοῦ βίου μας· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος