«Συζητούσε τότε ὁ Γέροντας λέγοντάς μας τὸ πόσο ἀπομακρύνουν τὸν πειρασμὸ οἱ ἡμερονύκτιες Ἀκολουθίες καὶ ἡ καθημερινὴ Θεία Λειτουργία.

Ὁ ἴδιος ὁ διάβολος ὁμολόγησε ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ μείνει στὴ Μονὴ «ἐπειδὴ συνέχεια ντοὺν-ντοὺν οἱ καμπάνες…», ἐνῷ ἀντίθετα πόσο χαίρεται μὲ τὰ σκάνδαλα καὶ τὶς παρεξηγήσεις, ποὺ τἄχει γιὰ πανηγύρι.

«Πάντως», ἔλεγε ὁ Γέροντας, «ἔρχεται καὶ σέ μᾶς, κάνει τὴ βόλτα του μὴ τυχὸν καὶ βρεῖ κανένα ἀφύλακτο πέρασμα, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ κάνει έτσι τὴν δουλειά του…».

«Ἄλλη μιὰ φορά», εἶπε ὁ Γέροντας, «ἦταν βράδυ καὶ κάναμε μὲ τοὺς πατέρες τὸ ἀπόδειπνο, ὅταν ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς θέλησε νὰ πάη στὸ κελλί του νὰ πάρη κάποιο βιβλίο. Ἀνοίγοντας τὴν πόρτα τοῦ κελλιοῦ μου νὰ βγῆ ἔξω, βλέπω ἀπ’ ἔξω τὸν πειρασμὸ μὲ γυναικεία μορφή, ποὺ ἄσεμνα μοῦ ἔδειξε τὰ ὀπίσθιά της λέγοντας ἀδιάντροπα λόγια.

Πῆρα στὰ χέρια μου τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας μας καὶ βγῆκα ἔξω λέγοντας: «Ὑπὸ τὴν σὴν εὐσπλαγχνίαν καταφεύγομεν, Θεοτόκε, κ.λπ.», ὁπότε, ὅπως φεύγει ἡ ὀβίδα σφυρίζοντας, ἐξακοντίστηκε ὁ πειρασμός, πέρασε πάνω ἀπὸ τὰ κεραμίδια τῆς Μονῆς καὶ ἔσκασε στὸ ἀπέναντι βουνὸ μὲ ἐκκωφαντικὸ θόρυβο».

«Ἄλλο ἕνα πρωινό, χαράματα», εἶπε ὁ Γέροντας, «βγαίνοντας ἀπὸ τὸ κελλὶ νὰ πάω στὴν ἐκκλησία, βλέπω ἕνα μεγάλο μαῦρο σκυλὶ νὰ στέκεται ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα μου. Πρὶν βγῶ ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ κελλιοῦ μου βέβαια, ὅπως πάντα, ἔκανα τὸ Σταυρό μου.

Βλέποντας λοιπὸν τὸ σκυλί, τὸ σκούντησα μὲ τὸ πόδι μου λέγοντας:
– Ἐδῶ κοιμήθηκες ἀπόψε;
Καθὼς προχώρησα λέγοντας «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ…» καὶ ξανακάνοντας τὸ Σταυρό μου γυρίζω καὶ βλέπω ὅτι τὸ σκυλὶ ἐξαφανίστηκε. Ἦταν ὁ πειρασμὸς ποὺ περίμενε, γιὰ νὰ μὲ ρίξει κάτω ἀπὸ τὴ σκάλα, ἀλλὰ ἡ δύναμη τοῦ Τιμίου Σταυροῦ μὲ φύλαξε», εἶπε ὁ Γέροντας».

Στὰ ἱερὰ Μοναστήρια καὶ στοὺς ἱεροὺς Ναοὺς πρέπει μὲ σεμνότητα καὶ μὲ εὐπρέπεια νὰ εἰσέρχωνται οἱ προσκυνητές.

«Κάποτε ἦρθε», διηγεῖτο ὁ Γέροντας, «ἕνας νέος ἐπιστήμονας, ἀγροτικὸς γιατρός, γιὰ ἐπίσκεψη στὸ Μοναστήρι, φοροῦσε δὲ κοντομάνικο πουκάμισο.

Ἐκείνη τὴ στιγμὴ στὴν αὐλὴ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς ἦταν μιὰ δαιμονισμένη γυναίκα, ἡ ὁποία ὅρμησε, ἅρπαξε τὸ νεαρὸ ἀπὸ τὸ μπράτσο καὶ τὸν κρατοῦσε μὲ φοβερὴ δύναμη λέγοντας:

– Βρὲ ἐσύ, Άθεε, ποὺ δὲν πιστεύεις τίποτε, θὰ γράψης συνταγὴ νὰ θεραπεύσης τὸν κόσμο, πού μοῦ ἦρθες μὲ τὸ κοντό σου πουκαμισάκι;

Μὲ πολὺ κόπο κατορθώσαμε νὰ τὸν ἀπαγκιστρώσουμε ἀπὸ τὰ χέρια τῆς δαιμονισμένης, ὁπότε ὁ καημένος ο γιατρός ἔφυγε πανικόβλητος…».

UP