Στό σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο δέν ὑπῆρχε ἡ φθορά καί ὁ θάνατος. Ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα πλάσθηκαν καὶ δημιουργήθηκαν ἀπὸ τὸν Θεὸ στὴν κατάσταση τῆς νεότητος, γιὰ νὰ μείνουν αἰώνια νέοι καὶ ἀθάνατοι !

Ἡ ἐμφάνιση όμως τοῦ κακοῦ, τῆς ἁμαρτίας, ἡ ἀνυπακοὴ καὶ ὁ ἐγωϊσμὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ, ἀνέτρεψαν τὸν ἀρχικὸ σχεδιασμὸ καί, γιὰ νὰ μὴ γίνη λοιπὸν τὸ κακὸ ἀθάνατο ὁ Θεὸς δρώντας εὐεργετικὰ καὶ θεραπευτικὰ ἐπιτρέπει τὴν ἐκδήλωση τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου μὲ τὴ διαδικασία τοῦ γήρατος…

Οἱ γέροντες όμως πρέπει νὰ εἶναι σεβάσμιοι, διότι ὅταν συμπεριφέρωνται, ὅπως οἱ νέοι, λέγει ὁ Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, τότε γίνονται πιὸ καταγέλαστοι ἀπὸ τοὺς νέους. Οἱ γέροντες πάντα ἔχουν τὴν ἀνάγκη τῶν νέων. Καὶ εἶναι μεγάλη ἀρετὴ καὶ ἔχεις μεγάλο μισθό, ὅταν ὑπηρετῆς ἕνα γέροντα ἤ ἀκόμη κάποιον ἔχοντα ἀνάγκη.

  • Στὸ βιβλίο « Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης» τοῦ Σεβ. Ναυπάκτου Ἱεροθέου, Ἅγιος Παΐσιος διηγεῖται:

«Ἐγὼ ποτὲ στὴν ζωή μου δὲν αἰσθάνθηκα τόσο καλά, ὅσο ἐκεῖνες τὶς λίγες μέρες, ποὺ μοῦ εἶπαν νὰ γηροκομήσω ἕνα Γέροντα. Ἡ γηροκόμηση ἔχει μεγάλο μισθό. Θυμᾶμαι ποὺ ἔλεγαν καὶ γιὰ ἕνα δόκιμο στὸ Ἅγιον Ὄρος, ποὺ εἶχε φοβερὸ δαιμόνιο καὶ τὸν ἔβαλαν νὰ γηροκομήση ἕξι γεροντάκια στὸ γηροκομεῖο τῆς Μονῆς.

Τὰ χρόνια ἐκεῖνα ἦταν δύσκολα· δὲν εἶχαν εὐκολίες. Φορτωνόταν ὁ καημένος τὰ ροῦχα στὴν πλάτη του μὲ ἕνα ξύλο καὶ τὰ πήγαινε μακριὰ σὲ μία γούρνα, γιὰ νὰ τὰ πλύνη, ἔβαζε ἀλισίβα… Ἔπειτα ἀπὸ λίγο καιρὸ ἀπαλλάχτηκε ἀπὸ τὸ δαιμόνιο καὶ ἔγινε μοναχός. Γιατί, ἐκτός τοῦ ὅτι ὁ ἴδιος γινόταν θυσία, ἀλλὰ καὶ τὰ γεροντάκια τοῦ ἔδιναν εὐχές».

«Ὅταν εἶχα πάει στὸ Κοινόβιο, μὲ ἔβαλαν ὡς ἀρχάριο νὰ βοηθῶ τὸν τραπεζάρη. Τότε ἕνα γεροντάκι 80 χρονῶν, τελείως ἐξαντλημένο, μοῦ ζήτησε νὰ τοῦ πηγαίνω στὸ κελλί του καμμιὰ σούπα. Τελείωνα λοιπὸν τὴν διακονία μου καὶ τοῦ πήγαινα τὴν σούπα.
Μία μέρα μὲ εἶδε ἕνας ἀδελφὸς καὶ μοῦ εἶπε:

«Μὴ τὸν καλομαθαίνης, γιατί μετὰ θὰ σοῦ ζητάη συνέχεια βοήθεια καὶ δὲν θὰ σὲ ἀφήση νὰ ἡσυχάσης· οὔτε τὰ πνευματικά σου θὰ μπορῆς νὰ κάνης. Ἐγὼ ξέρεις τί ἔπαθα;

Πῆγα μιὰ φορά λίγο νὰ τὸν βοηθήσω, γιατί ἦταν κρυωμένος, καὶ μετὰ δὲν μὲ ἄφηνε ἥσυχο· χτυποῦσε κάθε λίγο τὰκ – τὰκ τὸν τοῖχο. “Κάνε ἀγάπη, ἔλα, γύρισέ με λίγο”. Ὕστερα ἀπὸ λίγο, τὰκ – τὰκ “Κάνε ἀγάπη, βάλε μου ἕνα ζεστὸ τοῦβλο”. Τοῦβλο – τσάϊ, τοῦβλο – τσάϊ, ποὺ νὰ προφτάσω μετὰ νὰ κάνω τὰ πνευματικά μου! Ἀγανάκτησα!».

Ἀκοῦς ἐκεῖ πέρα; Εἶναι φοβερό! Τὸ γεροντάκι νὰ ὑποφέρη, νὰ βογγάη, νὰ τοῦ ζητάη κάτι, γιὰ νὰ ἀνακουφισθῆ, καὶ ἐκεῖνος νὰ μὴ θέλη νὰ πάη, γιὰ νὰ μὴ διακόψη τὰ πνευματικά του! Αὐτὰ εἶναι τελείως ξερὰ πράγματα. Πιὸ πολὺ θὰ μετροῦσε γιὰ τὸν Θεὸ τὸ “τοῦβλο – τσάϊ” παρὰ οἱ μετάνοιες καὶ τὰ κομποσχοίνια ποὺ ἔκανε… καθ’ ὅλην τὴν ἐντέλειαν!

Ἀπὸ τὴν μία ἔλεγε: “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με”, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη: “Ἄσε μὲ ἥσυχο”!».
Ρώτησαν κάποτε ἕνα Μοναχό. Ποιὸ διακόνημα ἔχει τὸν μεγαλύτερο μισθὸ καὶ ἀπάντησε: «Νὰ γηροκομήσης ἕνα γέροντα καὶ νὰ πάρης τὴν εὐχή του».

Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὄχι μόνο νὰ μή ἀποφεύγουμε τὴν βοήθεια πρὸς τοῦ γέροντες ἀνήμπορους, ἀλλὰ νὰ τὴν ἐπιδιώκουμε καὶ νὰ εὐχαριστοῦμε τὸν Θεό.

UP