Ἔ­γιναν ἀγνώριστοι· προηγουμένως ἦ­ταν ἥ­συ­­χα παιδιὰ καὶ τώρα ἔγιναν ἄγρια θηρία, ἦ­ταν ἐργατικοὶ καὶ τώρα ἔγιναν ἄνεργοι γυρίζοντας ἀπὸ μέρος σὲ μέρος χωρὶς δουλειά, ἦταν ἡ χαρὰ τοῦ χωριοῦ τους καὶ τώρα ἔγιναν τὸ φόβητρο ὅλων. Στὸ σπίτι τους δὲν ἔ­­με­­­ναν. ῾Ροῦχο δὲν φοροῦσαν πάνω τους.

Τὴν ἡμέρα γύριζαν ἐδῶ κ᾽ ἐκεῖ· καὶ τὴ νύχτα, σὰν τὰ ἄγρια θηρία, κοιμοῦνταν μέσα σὲ σπηλιὲς ποὺ οἱ ἀρ­χαῖοι τὶς χρησιμοποιοῦσαν καὶ γιὰ νεκροταφεῖα. Ἐκεῖ μέσα ἔμεναν. Κι ὅταν ξημέρωνε αὐτοὶ ἄφηναν τὴ σπηλιά, σκαρφάλωναν σὲ ῥάχες, ἔστηναν ἐκεῖ τὸ παρατηρητήριό τους καὶ δὲν ἄφηναν νὰ περάσῃ καν­ένας ἀπὸ τὸ μέρος τους· σὰν λυσσασμένα σκυλιὰ ὡρμοῦσαν σὲ κάθε περαστικό.

Οἱ διαβάτες τοὺς φοβοῦνταν περισσότερο κι ἀπὸ τοὺς λῃ­στές. Οἱ λῃστὲς ἔχουν καὶ κάποια λογική, ἐνῷ αὐτοὶ δὲν λογικεύονταν· ἦ­ταν χειρότεροι ἀπὸ τοὺς λῃστές, για­τὶ οἱ λῃ­στὲς ἔχουν σωματικὴ δύναμι μὰ ἡ δύ­ναμι τῶν δαιμο­νιζομένων ἦταν πολὺ πιὸ μεγάλη, ὑπερ­­άνθρω­πη.

Τὸ λῃστὴ μπορεῖς νὰ τὸν δέ­σῃς, νὰ τὸν κλείσῃς στὴ φυλακὴ κ᾽ ἐκεῖ μέσα νὰ σαπί­σῃ· μὰ αὐτοὺς δὲν μποροῦσε ἄνθρωπος νὰ τοὺς δεσμεύσῃ· οἱ συγγενεῖς τοὺς ἔ­δεναν μὲ ἁλυσίδες κι αὐτοὶ τὶς ἔσπαζαν ὅπως σπᾶμε ἐ­μεῖς τὴν κλωστὴ καὶ τὸ σπάγγο.
Δυστυχισμένοι οἱ δαιμονιζόμενοι. Δυστυχι­σμένοι ὅμως καὶ οἱ συγγενεῖς καὶ φίλοι τους· δυσ­τυχισμένη καὶ ὅλη ἐκείνη ἡ περιοχή, τὴν ὁ­ποία ταλαιπωροῦσαν καὶ τυραννοῦσαν –ἄθελά τους βέβαια– αὐτοὶ οἱ ­δυό.

Ἀλλὰ τὸ κατάντημα τῶν δύο δαιμονιζομένων τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου, ἀγαπητοί μου, δὲν εἶνε ἄσχετο μὲ τὴ ζωὴ τοῦ συγχρόνου κόσμου. Εἰ­κο­νίζει τὴ θλιβερὴ κατάστασι καθε­νὸς ποὺ δέχε­ται νὰ βρεθῇ ὑπὸ τὴν ἐπήρεια τῶν δαι­μόνων· παριστάνει τὸ δρᾶμα ἐ­κείνων ποὺ βρίσκονται ὑπὸ τὴν κυριαρχία ἀ­λόγων πα­θῶν.

Ἡ κατάστασι τῶν δύο δαιμονιζο­μένων εἶ­νε ἕ­νας καθρέφτης· μέσα σ᾽ αὐτὸν μπορεῖ κανεὶς νὰ δῇ ποῦ θὰ καταντήσῃ ἂν ἀ­φήσῃ τὸν ἑαυτό του νὰ τὸν κυβερνήσῃ ὁ σατανᾶς.
Ἀλλοίμονο στὸν ἄνθρωπο ποὺ θ᾽ ἀφήσῃ ἀ­νοιχτὴ τὴ θύρα τῆς καρδιᾶς του καὶ θὰ εἰσέλθῃ ὁ σατανᾶς. Θὰ γίνῃ ἐκεῖνος ὁ τύραννός του. Θὰ πά­ρῃ τὸ τιμόνι τῆς ζωῆς του καὶ θὰ τὸν κατευθύνῃ. Ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἕνας δοῦλος τοῦ πονηροῦ, ἐκτελεῖ ὅλα τὰ θελήματά του· γίνεται ἕνα ὄργανό του, ἕνα ὑποχείριό του.

Ἡ γλῶσσα του θὰ γίνῃ γλῶσσα τοῦ διαβόλου, θὰ λέῃ ὅ,τι ὑπαγορεύει ἐκεῖνος. Θά ᾽νε ἕνα γραμμόφωνο, ποὺ θὰ λέῃ ὅ,τι γράφει ἡ πλάκα· ὁ ἄν­θρωπος θὰ μιλάῃ, ἀλλ᾽ ὅ,τι λέει θά ᾽νε λό­για ὄχι δικά του ἀλλὰ τοῦ σατα­νᾶ· ὁ πονηρός, βάζει στὸν καθένα μιὰ πλάκα· στὸν ἕνα δίνει τὴν πλάκα τῆς βλασφημίας, σὲ ἄλ­λον τὴν πλάκα τῆς αἰ­σχρολογίας, σὲ ἄλλον τὴν πλάκα τῶν ὕβρεων… Οἱ δύστυχοι! δὲν μιλᾶνε αὐτοί.
Καὶ μόνο ἡ γλῶσσσα; καὶ τὸ μυαλό τους γίνεται ὄργανο τοῦ δι­α­βόλου.

Χάνουν τὴν αὐ­το­συνειδησία καὶ τὴν εὐθυκρισία, τὸ φῶς καὶ τὴ διαύγεια, παραλογίζονται, σκέπτονται στρεβλά.
Τὰ χέρια τους ἐπίσης· δὲν κινοῦνται στὸ ἀ­γαθό, ἐνεργοῦν – ἐκτελοῦν διαρκῶς τὸ κακό.

Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶνε δυστυχισμένος στὴ ζωή του. Δὲν κοιμᾶται στὸ σπίτι του ἀλλὰ σὲ «σπηλιές»· σπηλιὰ εἶνε ἡ ταβέρνα, σπηλιὰ τὸ πορνεῖο, σπηλιὰ τὸ χαρτοπαίγνιο… Δυστυχισμένη καὶ ἡ οἰκογένειά του, (σς. η γυναίκα του, τά παιδιά του…) ποὺ δὲν μπορούν νὰ τὸν ἡμερώσουν. Δυστυχισμένη καὶ ἡ κοινωνία, γιὰ τὴν ὁποία γίνεται φόβητρο.
Πόσοι νά ᾽νε ἆραγε αὐτοὶ ποὺ ἔχουν δηλώ­σει ὑποταγὴ στὸν διάβολο; Πάρα πολλοί, περισσότεροι ἀπ᾽ ὅσους φανταζόμαστε ἐμεῖς, ἀ­­γαπητοί μου.

Ἐμεῖς νομίζουμε πὼς δαιμονιζό­­μενοι εἶνε μόνο ὅσοι ὁδηγοῦνται δεμένοι ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς στὸν ἅγιο Γεράσιμο τῆς Κε­φα­λονιᾶς. Ὄχι όμως, εἶναι κι΄άλλοι πολλοὶ «απ΄έξω»…) !

Κανένας βα­σιλιᾶς δὲν ἔχει τόσους ὑ­πηκόους ὅσους ἔ­χει ὁ σατανᾶς· αὐτὸς ἔχει τὸ μεγαλύτερο βασίλειο. Αὐ­τὸς κυ­βερνᾷ καὶ δι­ευθύνει τὸν κόσμο. Γι᾽ αὐ­­τὸ ὁ πονηρὸς καὶ τὰ ὄργανά του ὀνομάζον­ται καὶ «κο­σμοκράτορες τοῦ σκότους» (Ἐφ. 6,12).
Ὄχι ἕνα, ὄχι δύο, ὄχι τρία, ἀλλὰ πολλὰ – ἀν­αρίθμητα δαιμόνια εἶνε διασκορπισμένα σὲ ὅ­λο τὸν κόσμο. «Λεγεὼν» δαιμονίων (πρβλ. Μᾶρκ. 5,9,15. Λουκ. 8,30). Ὁ πονηρὸς προσπαθεῖ νὰ ἐπηρεάσῃ κα­θένα ἀπὸ μᾶς μὲ ἕνα ἢ περισσότερα δαιμόνια.

Τὸν ἕνα τὸν κυ­βερνᾷ μὲ τὸ δαιμόνιο τοῦ θυμοῦ. Ἂν τὸν πιάσῃ μ᾽ αὐτό, δὲν χρειάζεται ἄλ­λο· ὁ θυμὸς καὶ μόνος του σὲ μεταβάλλει σὲ ἄ­­γριο θηρίο. Τὸν ἄλλο τὸν δένει μὲ τὸ δαιμόνιο τῆς σαρκός· μ᾽ αὐτὸ τὸν ῥίχνει σχεδὸν κάθε μέ­ρα στὰ χαντάκια τῆς ἁμαρτί­ας ἐκείνης ποὺ δὲν ὑ­πάρ­χει ἄλλη βρωμερότερη.

Τὸν ἄλ­λο τὸν ξ­εφ­τιλίζει μὲ τὸ δαιμόνιο τῆς μέθης· τὸ δαιμόνιο αὐτὸ ἀφαιρεῖ τὴν ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπεια, ξεσχίζει τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ποὺ κά­θε ἄνθρωπος φέρει, τὸν καθαιρεῖ ἀπὸ τὸ ἀ­ξί­ωμα ποὺ τοῦ ᾽χει δώσει ὁ Θεὸς νὰ βασιλεύῃ ἐ­πὶ τῆς κτίσεως· τὸ λογικὸ πλάσμα γίνεται σὰν χοῖρος ποὺ κυλιέται μέσα σ᾽ ἕνα καπηλειό…

Ἐάν, ἀγαπητοί μου, ἐξετάσουμε προσεκτι­κὰ τὸν ἑαυτό μας, θὰ βροῦμε μέσα μας ὅτι, ἂν ὄ­χι πολλά, τοὐλάχιστον ἕνα δαιμόνιο ἐνοχλεῖ κ᾽ ἐμᾶς. Στοὺς δαιμονιζομένους κατοικοῦ­σαν πολλά, λεγεώνα, σύνταγμα ὁλόκληρο. Σ᾽ ἐμᾶς μπορεῖ νά ᾽νε λιγώτερα· ἀλλ᾽ ἐφ᾽ ὅσον ὑπάρχει μέσα μας ἔστω καὶ ἕνα μόνο δαιμόνιο, εἴ­μαστε δυστυχεῖς. Ἡσυχία δὲν θά ᾽χουμε, θὰ μᾶς ταράζῃ κάθε τόσο, θὰ μᾶς ἀφαιρῇ τὴν εἰ­ρήνη τῆς ψυχῆς, θὰ μᾶς βάζῃ νὰ τσακωνώμα­στε μὲ γείτονες, μὲ φίλους, μὲ τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά μας. Λοιπὸν τί πρέπει νὰ γίνῃ;

Πρέπει νὰ τὸ διώξουμε τὸ συντομότερο. Ἀλ­λὰ πῶς; Εἶνε εὔκολο; μποροῦμε μόνοι μας; Ὄχι βέβαια. Ὁ σατανᾶς, μετὰ ἀπὸ διαρκῆ «φιλοξενία» μέσα στὴν ἀμελῆ ψυχή, εἶνε ὠχυρωμένος ἐκεῖ σὰν σὲ φρούριο. Μόνο μὲ τὴ δύναμι τοῦ Χρι­στοῦ μποροῦμε νὰ τὸν νικήσουμε καὶ νὰ τὸν ἀναγκάσουμε νὰ παραδώσῃ τὸ φρούριο, νὰ πετάξῃ τὰ ὅπλα καὶ νὰ τραπῇ σὲ φυγή.

Ἰδέστε τοὺς δαιμονιζομένους τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου. Ἦταν, οἱ δυστυχισμένοι, ὑ­πὸ κατοχήν. Ἀλλὰ μόλις ὁ Χριστὸς πάτησε τὰ εὐ­λογημένα πόδια του στὴ χώρα τους, τὰ δαιμό­νια τρομοκρατήθηκαν· φοβήθηκαν ὅπως φο­βοῦν­ται κακοποιοὶ ὅταν βρεθοῦν μπροστὰ σὲ γενναῖο ἀστυνομικό. Ὁ Χριστὸς διατάζει· καὶ τὰ δαιμόνια, ποὺ χρόνια εἶχαν φωλιάσει μέσα στοὺς δύο ταλαίπωρους ἄντρες, φεύγουν καὶ οἱ δύο δαιμονιζόμενοι ἐλευθερώνονται.

Φυλακισμένος δὲν χαίρεται τόσο ὅταν ἀπο­φυλακίζεται ὅσο χάρηκαν οἱ δύο αὐτοὶ ὅταν ὁ Χριστός μας τοὺς ἀπήλλαξε ἀπὸ τὴ φοβερὴ τυραννία τῶν δαιμόνων. Καὶ μετὰ τὴν ἀπαλλαγή, ἐνῷ οἱ ἄλλοι τὸν ἀποπέμπουν ἀγενῶς ἀ­πὸ τὸ μέρος τους, οἱ δύο αὐτοὶ θεραπευμένοι δὲν θά ᾽θελαν ν᾽ ἀποσπασθοῦν ἀπὸ κοντά του, ἀπὸ τὸν Σωτῆρα καὶ Εὐεργέτη τους.

Ὁ Χριστὸς, καὶ μόνο ὁ Χριστός, ἀγαπητοί μου, εἶνε ὁ ἐλευθερωτὴς τῶν ψυχῶν μας. Ὅ­σοι εἴμαστε κλεισμένοι μέσα στὶς φυλακὲς τῆς ἁμαρτίας, ὅσοι τυραννούμεθα ἀπὸ πάθη καὶ κακίες, ὅσοι ἐνοχλούμεθα ἀπὸ τὰ διάφορα δαιμόνια ποὺ ἀναφέραμε, ὅλοι ἐμεῖς ἂς πέσουμε στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ καὶ μὲ συν­αίσθησι, πίστι καὶ πόνο ἂς τοῦ ποῦμε·

Κύριε, εἶμαι κ᾽ ἐγὼ ἕνας δαιμονιζόμενος. Τὸ δαιμόνιό μου μὲ τυραννεῖ. Εἶμαι ἕνας δυστυχι­σμένος. Γίνομαι τύραννος τοῦ σπιτιοῦ μου καὶ τῆς οἰκογενείας μου. Χριστέ μου, ζητῶ τὴν προστασία σου! Βοήθησέ με νὰ τὸ διώξω. Καὶ σοῦ ὑπόσχομαι, ὅτι θὰ μένω πάντα κοντά σου δοξάζοντας καὶ εὐχαριστώντας ἡμέρα καὶ νύχτα τὸ ἅγιο Ὄνομά σου. Διότι εἶσαι ὁ νικη­τὴς τῶν δαιμόνων, ὁ ἐλευθερωτὴς τῶν ἁμαρτωλῶν, ὁ προστάτης ἡμῶν τῶν μικρῶν καὶ ἐ­λεεινῶν ἀνθρώπων.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος